Ο φιλόσοφος και καθηγητής του Πανεπιστημίου Παρίσι VIII κ. Jacques Rancière βρέθηκε πριν λίγες μέρες στη Θεσσαλονίκη για μία διάλεξη με τίτλο “Τι μπορεί να σημαίνει η δημοκρατία σήμερα” . Την εκδήλωση αυτή διοργάνωσε το Τμήμα Πολιτικών Επιστημών. Το alterthess.gr ήταν εκεί και κατέγραψε κάποια από τα σημαντικότερα σημεία της ομιλίας του. Το βίντεο της ομιλίας του είναι αναρτημένο σε τέσσερα μέρη (μέρος 1ο, μέρος 2ο, μέρος 3ο, μέρος 4ο)
Πρέπει ακόμη να μιλάμε για δημοκρατία;
Ο τίτλος της εισήγησής μου περιέχει δυο ερωτήματα. Πρέπει ακόμη να μιλάμε για δημοκρατία; Με μια πρώτη έννοια, αυτό σημαίνει: το όνομα της δημοκρατίας προσιδιάζει ακόμη στα καθεστώτα στα οποία ζούμε; Προσιδιάζει στον τύπο σχέσεων ανάμεσα σε λαό και κυβερνώντες που χαρακτηρίζει σήμερα τα καθεστώτα αυτά; Τεθειμένη με αυτόν τον τρόπο, η ερώτηση παραπέμπει, ήδη, σε μια κάποια διάγνωση σχετικά με το πολιτικό καθεστώς των χωρών μας. Η διάγνωση συνίσταται στην απόσταση σε σχέση με αυτό που επαγγέλλεται το όνομα της δημοκρατίας. Αλλά η ερώτηση επανακάμπτει: εάν είναι έτσι, πρέπει ακόμη να πιστεύουμε σε αυτήν την ίδια υπόσχεση; Το όνομα της δημοκρατίας ανταποκρίνεται, άραγε, στη μορφή συλλογικής εξουσίας και στον τύπο συλλογικής ελπίδας που είναι δυνατόν να αντιπαρατεθεί στην παρούσα πραγματικότητα; Διασταυρωμένα τα δυο ερωτήματα αυτά, προσδιορίζουν και μια άλλη, βαθύτερη ερώτηση: κατά πόσον το όνομα της δημοκρατίας επαγγέλλεται ακριβώς αυτό που η έννοια επαγγέλλεται κατά βάθος. Θα ήθελα να διερευνήσω αυτό το ζήτημα και να δείξω γιατί, κατά τη δικιά μου οπτική, η παρούσα κατάσταση προστάζει ταυτόχρονα να κρατήσουμε το όνομα της δημοκρατίας, αλλά επίσης και να ξανασκεφτούμε εξ ολοκλήρου τη σημασία αυτής της λέξης, εάν θέλουμε να αποδώσουμε στη δημοκρατική ιδέα την ισχύ της.
Προκειμένου να αναλύσουμε την παρούσα κατάσταση της δημοκρατικής ιδέας, θα πρέπει να θίξω πρώτα το «κλασικό», όπως θα το αποκαλέσω, καθεστώς του ζητήματος. Εδώ και σαράντα χρόνια, το ερώτημα της δημοκρατίας ετίθετο με αφετηρία δυο αντιθετικά ζεύγη. Το πρώτο ήταν το ζεύγος δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού, έτσι όπως ο τελευταίος λειτουργούσε στα ανατολικά καθεστώτα. Αποκαλούσαμε δημοκρατία ένα σύστημα διακυβέρνησης θεμελιωμένο στην κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση, στις ελεύθερες εκλογές, στις δημόσιες ελευθερίες της συνένωσης και της έκφρασης, και στην προστασία των ατόμων απέναντι στην κρατική αυθαιρεσία. Αντιπαραθέταμε σ’ αυτήν τη δημοκρατική σύλληψη τον ολοκληρωτισμό, δηλαδή την ολοκληρωτική κατάληψη της δημόσιας σφαίρας και της ιδιωτικής ζωής από την κρατική μηχανή, μέσω της ύπαρξης ενός ενικού κόμματος. Τεθειμένη μ’ αυτόν τον τρόπο η αντίθεση, καθιστούσε τη δημοκρατία, όχι απλά έναν τρόπο διακυβέρνησης ανάμεσα σε άλλους, αλλά ένα σφαιρικό τρόπο ζωής, που χαρακτηριζόταν από τη συμφωνία ανάμεσα σε μια θεσμική λειτουργία, έναν κοινωνικό τρόπο ζωής και ένα σύνολο μοιρασμένων αξιών. Η θεώρηση αυτή έχει, ακριβώς, επιβληθεί από τη συνήθεια να χρησιμοποιούμε την έκφραση «οι δημοκρατίες», ώστε να περιγράψουμε τα κράτη που χαρακτηρίζονται από ένα συγκεκριμένο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και εξέλιξης των ηθών, καθώς και από ένα συνταγματικό σύστημα. Έτσι, η θέση αυτή συνοδευόταν και από ένα ισοδύναμο, που διέκρινε ανάμεσα σε κράτη ώριμα για δημοκρατία και κράτη μη ώριμα: τα τελευταία ήταν εκείνα όπου το επίπεδο ανάπτυξης της ευμάρειας ή των ηθών –ή και των δύο– δεν επέτρεπε (ή δεν επέτρεπε ακόμη), καθώς λεγόταν, τις φόρμες της πολιτικής ελευθερίας.
Αυτός, ακριβώς, ο σύνδεσμος ανάμεσα στη δημοκρατία και την οικονομική και ατομική ελευθερία ήγειρε και την καχυποψία από πλευράς της μεγαλύτερης κριτικής που υπέστη η δημοκρατική ιδέα: την κριτική μαρξιστικής έμπνευσης. Η τελευταία καταδείκνυε ότι η καρδιά της υποτιθέμενης αυτής αρμονίας ανάμεσα στις δημόσιες ελευθερίες και τις ελεύθερες ατομικές επιλογές ήταν η «ελεύθερη αγορά», δηλαδή η κυριαρχία της καπιταλιστικής τάξης. Έθετε λοιπόν στο παιχνίδι ένα δεύτερο αντιθετικό ζεύγος. Κατήγγειλε την «τυπική δημοκρατία» ως βιτρίνα που καλύπτει την πραγματικότητα της κυριαρχίας. Αντιπαρέθετε, εδώ, την ιδέα μιας «πραγματικής δημοκρατίας», δηλαδή την αληθινή εξουσία της συλλογικότητας επί των συνθηκών ύπαρξης και μια αληθινή ισότητα των ατόμων. Μια ισότητα, όχι πια αντιπροσωπευόμενη στην κρατική σφαίρα, αλλά στη συγκεκριμένη ζωή.
Αναμφίβολα, λίγοι άνθρωποι πιστεύουν, πια, ότι μια τέτοια πραγματική δημοκρατία υπήρχε στα κράτη του λεγόμενου σοσιαλιστικού μπλοκ. Κι όμως, το στάτους της ερώτησης, έτσι όπως καθορίστηκε από τα δύο αυτά αντιθετικά ζεύγη διήρκεσε όσο, ακριβώς, διήρκεσε η πραγματική κατανομή του κόσμου ανάμεσα στα δυο γεωπολιτικά μπλοκ. Διήρκεσε μέχρι την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και της αυτοκρατορίας της. Αλλά αυτό που αξίζει προσοχής είναι ο τρόπος με τον οποίο η ίδια η ερώτηση καταρρίφθηκε και η νέα μορφοποίηση της ερώτησης, έτσι όπως τέθηκε μετά την αποσύνθεση. Σε πρώτο επίπεδο, το τέλος του μοιράσματος του κόσμου ανάμεσα στα δυο μπλοκ γιορτάστηκε ως ο απλός και καθαρός θρίαμβος της δημοκρατίας, σε παγκόσμιο επίπεδο. Έδειχνε να σηματοδοτεί το τέλος κάθε αντιπαράθεσης ανάμεσα σε αληθινή και τυπική δημοκρατία, την απόδειξη ότι η μόνη «αληθινή δημοκρατία» ήταν αυτή των κρατών που χαρακτηρίζονται από το αντιπροσωπευτικό σύστημα διακυβέρνησης και το νόμο της καπιταλιστικής αγοράς. Η δημοκρατία, λοιπόν, εμφανιζόταν, στην κυρίαρχη γνώμη, σαν ένας τύπος κοινωνίας που αντιπροσώπευε ένα κάποιο τέλος της ιστορικής εξέλιξης, προς το οποίο όλα τα κράτη καλούνται να φθάσουν με διαφορετικούς ρυθμούς. Η άποψη αυτή συνοψίζεται στο βιβλίο του Φράνσις Φουκουγιάμα που εκδόθηκε το 1992, με τίτλο Το τέλος της ιστορίας και ο τελευταίος άνθρωπος.
Διαπιστώνουμε, όμως, ότι η θεώρηση της δημοκρατίας ως τέλους της ιστορίας διαψεύστηκε πολύ σύντομα. Αυτό συνέβη, καταρχάς, για εξωγενείς λόγους. Πρώτα απ’ όλα, η αποσύνθεση του σοβιετικού μπλοκ δεν έδωσε έδαφος σε μια ομοιόμορφη εξέλιξη προς τις δημοκρατικές μορφές, αλλά εμφανίστηκαν νέοι τύποι δικτατορίας, ανοικτής ή συγκαλυμμένης, καθώς και νέες μορφές θρησκευτικού και εθνικού πολέμου. Έπειτα, η αμερικανική κυβέρνηση, στέλνοντας στρατεύματα να επιβάλουν δημοκρατία με τη δύναμη των όπλων στη Μέση Ανατολή, κατέστησε αξιόπιστη την κριτική θεώρηση της δημοκρατίας ως ενός απλού συνόλου θεσμικών μορφών, στην υπηρεσία των ολιγαρχικών συμφερόντων. Αλλά, κυρίως, η ίδια η έννοια της δημοκρατίας άρχισε ολοένα και περισσότερο να τίθεται σε αμφισβήτηση στο εσωτερικό της, ακόμη και στο πλαίσιο κρατών που αναφέρονται στη δημοκρατία και αυτοαποκαλούνται δημοκρατίες. Ολοένα και περισσότερο, ο ιδεώδης σύνδεσμος ανάμεσα στη συλλογική εξουσία του λαού, την ελευθερία της αγοράς και τις ελεύθερες ατομικές επιλογές ηττάται με δυο τρόπους. Από τη μια, λόγω του περιορισμού που η ελευθερία της αγοράς επιβάλλει στη συλλογική εξουσία του λαού˙ από την άλλη, λόγω της ανόδου σε ισχύ, στο εσωτερικό των ίδιων των λεγόμενων δημοκρατικών κρατών, ενός λόγου που καταγγέλλει τη δημοκρατία σαν ένα κοινωνικό καθεστώς επικίνδυνο για τα χρηστή διακυβέρνηση.
[…]
Η δημοκρατική ιδέα, λοιπόν, βρίσκεται τεμαχισμένη στα δυο. Από τη μια, αντί της λαϊκής κυριαρχίας καταφθάνει το μονοπώλιο μιας κυβερνητικής ολιγαρχίας, η τεχνογνωσία της οποίας οφείλει, απλώς τυπικά, να επικυρώνεται από τη λαϊκή συναίνεση. Από την άλλη, η δημοκρατική ιδέα εξομοιώνεται με την επικίνδυνη ισχύ ενός πλήθους, υποταγμένου στις ανορθολογικές του παρορμήσεις. Έτσι, θρυμματίζεται η υποτιθέμενη αρμονία ανάμεσα στην ελεύθερη αγορά και τη λαϊκή κυριαρχία. Παρομοίως θρυμματίζεται και το ειδύλλιο που υποτίθεται ότι θα έδενε με γαμήλια δεσμά τη συλλογική εξουσία και τις ελεύθερες ατομικές επιλογές. Μολονότι το φάντασμα του «ολοκληρωτισμού» αποσύρθηκε, είδαμε, ωστόσο, να ανθεί εκ νέου στις «δημοκρατίες» μια κριτική της δημοκρατίας, η οποία ταυτίζει την τελευταία με την κυριαρχία ενός μαζικού ατομισμού, αδιάφορου για το κοινό καλό. Εδώ, βλέπουμε να ανακυκλώνεται μια σειρά κριτικών θεωρήσεων, δανεισμένων από το μαρξισμό και το οπλοστάσιο της αμφισβήτησης: τη μαρξιστική καταγγελία της τυπικής δημοκρατίας και της ιδεώδους πολιτειότητας, ως βιτρίνες που κρύβουν την κυριαρχία των εγωιστικών ιδιωτικών συμφερόντων˙ την καταγγελία του δολώματος της καταναλωτικής κοινωνίας˙ την καταστασιακή κριτική στην κοινωνία του θεάματος. Όλες αυτές οι θεματικές αποτελούσαν, εδώ και σαράντα χρόνια, τμήμα της καταγγελίας του καπιταλιστικού συστήματος και του τρόπου με τον οποίο αντάμειβε, με απατηλές απολαύσεις, αυτούς που υπόκειντο στους νόμους της εκμετάλλευσής του. Συνεπώς, εάν αυτά τα θέματα σήμερα ξαναχρησιμοποιούνται μαζικά, έχει μεταβληθεί, ωστόσο, το νόημα της καταγγελίας. Εχθές, αποτελούσαν γεγονός μιας αμφισβητησιακής κουλτούρας, η οποία πίστευε ότι βοηθούσε τον αγώνα των καταπιεσμένων, ξεσκεπάζοντας τους μηχανισμούς της εκμετάλλευσης. Σήμερα, αποτελεί κομμάτι της κυρίαρχης κουλτούρας, η οποία, πολύ απλά, μετασχημάτισε τα ελαττώματα του συστήματος σε ελαττώματα των ατόμων που υπόκεινται στην κυριαρχία του. Είναι, εφεξής, τα άτομα-καταναλωτές που είναι υπεύθυνα για την κυριαρχία της καπιταλιστικής αγοράς. Και η υποτιθέμενη κυριαρχία των ατόμων-καταναλωτών εξομοιώνεται απλά με τη δημοκρατία. Αυτή, λοιπόν, αδειάζει από κάθε περιεχόμενο, τίθεται, απεναντίας, σαν ένα κοινωνικό καθεστώς που καταστρέφει το πολιτικό κοινό καλό. Το οπτιμιστικό θέμα του δημοκρατικού «τέλους» της ιστορίας έχει, λοιπόν, ολοκληρωτικά αντιστραφεί.
[…]
Στην πρώτη της διατύπωση, η ερώτησή μου δείχνει να λαμβάνει μια καθαρή απάντηση. Αυτό που παρακολουθήσαμε, λοιπόν., τις τελευταίες δεκαετίες, είναι σαφώς μια κίνηση οπισθοχώρησης της δημοκρατίας. Τα καθεστώτα που φέρουν αυτό το όνομα κατέστησαν ολοένα και περισσότερο ολιγαρχίες. Οι ολιγαρχίες αυτές επιδίδονται, με τρόπο συνεκτικό, σε δυο αποστολές: την ίδια τους την αναπαραγωγή και την παγκόσμια εγκαθίδρυση του νόμου της αγοράς, ο οποίος απαιτεί κυβερνήσεις τεχνοκρατών, αδιάφορες προς τις επιθυμίες και τις παρορμήσεις των ανίδεων μαζών. Είναι, ολοένα και περισσότερο, αυτή η υποτιθέμενη τεχνογνωσία που νομιμοποιεί τους κυβερνώντες, στη θέση της λαϊκής νομιμοποίησης και, σε οριακές περιπτώσεις, ενάντια σε κάθε ιδέα λαϊκής κυριαρχίας.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, απέναντι σ’ ένα διπλό παράδοξο: τα κράτη που αυτοαποκαλούνται δημοκρατίες είναι ολιγαρχίες , των οποίων η ίδια η λειτουργία επιβάλλει την απόρριψη κάθε πραγματικότητας λαϊκής κυριαρχίας που υποτίθεται ότι τις θεμελιώνει. Και η απόρριψη αυτή δεν είναι δυνατόν να θεμελιώνεται, παρά δανειζόμενη τα επιχειρήματα της μαρξιστικής κριτικής, η οποία, ακριβώς, κατήγγειλε το δημοκρατικό κράτος σαν βιτρίνα. Συνοψίζοντας, το λεγόμενο δημοκρατικό κράτος δεν μπορεί να ζήσει σήμερα, παρά μέσω της απόρριψης της δημοκρατίας, και αυτή η απόρριψη δεν μπορεί να σχηματίζεται, παρά με τους όρους της θεωρίας που καταγγέλλει το ψεύδος του λεγόμενου δημοκρατικού κράτους. Σύμφωνα με την ιδέα μου, η παράδοξη αυτή κατάσταση δεν είναι ένα απλό περιστασιακό ζήτημα, αλλά παραπέμπει σ’ ένα παράδοξο που βρίσκεται στην καρδιά της δημοκρατικής ιδέας. Θα ήθελα να εξετάσω αυτό το παράδοξο. Θα ήθελα να δείξω ότι η εξέτασή του πρέπει να μας οδηγήσει όχι στο να απορρίψουμε τη δημοκρατία ως αντιφατική, και άρα απατηλή, αλλά να επανεπιβεβαιώσουμε τη λαϊκή κυριαρχία ως τη θεμελιωτική αντίφαση της πολιτικής εν γένει, και επομένως ως το ριζικό χάσμα που μόνο ετούτο επιτρέπει τη θεμελίωση του αγώνα ενάντια στην ολιγαρχική κυριαρχία.
Θα πρέπει, κατ’ εμέ, να βγει στο φως το ριζικό χάσμα ανάμεσα στη δημοκρατική ιδέα, από τη μια, και κάθε ιδέα χρηστής διακυβέρνησης ή σκέψης ιστορικής αναγκαιότητας, από την άλλη. Θα ξεκινήσω, επί τούτου, από ένα στοιχείο που μου φαίνεται ενδεικτικό. Το στοιχείο αυτό είναι η παράξενη ομοιότητα μεταξύ των σημερινών κριτικών στη δημοκρατία των δυτικών χωρών και την ιδρυτική κριτική της δημοκρατικής ιδέας στην Ελλάδα του 4ου αιώνα π.Χ. Ανάφερα, πριν από λίγο, τον διάχυτο πια λόγο που ανακυκλώνει την κριτική του εμπορεύματος, της καταναλωτικής και θεαματικής κοινωνίας, για να θέσει μια εξίσωση ανάμεσα στην κυριαρχία της ισότητας και την κυριαρχία της κατανάλωσης. Η στερεοτυπική αυτή κριτική συνδέεται στενά με δυο θεματικές: την κυριαρχία της δημοκρατικής ισότητας και την κυριαρχία εκείνων που δεν απασχολούνται παρά με την ικανοποίηση των ατομικών τους επιθυμιών. Αυτό συνιστά τη διαστροφή όλων των μορφών εξουσίας που ενυπάρχουν σε μια κοινωνία: τη διακήρυξη της ισότητας ανάμεσα σε παιδιά και γονείς, ανάμεσα σε μαθητές και δασκάλους, ανάμεσα σε γνώστες και αδαείς. Η καταδίκη αυτή της δημοκρατικής ισότητας βασίζεται στην περιγραφή των μαζών ως ολοκληρωτικά καθορισμένων από το σύμπαν των σούπερ μάρκετ, της διαφήμισης, της τηλεόρασης, του ίντερνετ και της κινητής τηλεφωνίας. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η περιγραφή της δημοκρατικής ανθρωπότητας, που διαμορφώνεται από την καταναλωτική κοινωνία, τα μαζικά μέσα και την πληροφοριακή επανάσταση, είναι παρόμοια, στα σημεία, με την κριτική που μας προσφέρει ο Πλάτωνας, στο όγδοο βιβλίο της Πολιτείας. Ο Πλάτωνας, εκεί, περιγράφει τον Αθηναίο δημοκρατικό άνθρωπο σαν ένα άτομο που δεν ασχολείται με τίποτα άλλο πέραν από τις ευχαριστήσεις και τα καθημερινά του καπρίτσια, περνώντας, ανάλογα με τη διάθεσή του, από την αθλητική εκγύμναση στη μελέτη της φιλοσοφίας ή τη μουσική εξάσκηση. Μας δείχνει ότι ένα τέτοιο άτομο είναι αναγκαία αντίθετο σε κάθε συλλογική πειθαρχία και φανατικός οπαδός της καθολικής ισότητας. Στη δημοκρατική Αθήνα, μας λέει ο Πλάτωνας, όλες οι φυσικές σχέσεις έχουν ανατραπεί: οι γυναίκες είναι ίσες με τους άνδρες, οι μαθητές χλευάζουν τους δασκάλους, οι γονείς τρέμουν μπροστά στα παιδιά τους, οι γέροι μιμούνται τους νέους και ακόμη και οι γάιδαροι επιβεβαιώνουν τη δημοκρατική τους ισότητα φράζοντας τους δρόμους. Πώς να κατανοήσουμε αυτήν την ομοιότητα των περιγραφών, τη στιγμή που οι σημερινές κριτικές δεν σταματούν να μας λένε ότι δεν υπάρχει τίποτα κοινό ανάμεσα στις αναπτυγμένες μας κοινωνίες, με τις κρατικές τους μηχανές, και το αθηναϊκό δημοκρατικό χωριό; Μου φαίνεται ότι ο Πλάτωνας μάς παρέχει την απάντηση: οι κοινωνιολογικές αυτές περιγραφές του δημοκρατικού ανθρώπου είναι παρεμφερείς, διότι ενέχουν την ίδια λειτουργία: να δείξουν ότι η δημοκρατική πολιτεία ή το δημοκρατικό κράτος είναι μια ανέφικτη πραγματικότητα. Και εάν είναι τέτοια, αυτό συμβαίνει επειδή η δημοκρατία είναι καταστροφική για κάθε μορφή φυσικής εξουσίας. Εν συντομία, επειδή η δημοκρατία είναι μια αντι-φύση.
[…]
Πίσω από αυτήν τη φαντεζί περιγραφή της αναρχίας των δημοκρατικών ηθών, υπάρχει η, ακόμη πιο ριζοσπαστική, αναρχία που βρίσκεται στο θεμέλιο της ίδιας της δημοκρατικής εξουσίας: η ιδέα της συγκεκριμένης εξουσίας αυτών που δεν έχουν καμιά συγκεκριμένη δεξιότητα, που δεν εμφανίζουν κανένα νόμιμο τίτλο για την ενάσκηση της εξουσίας. Το δημοκρατικό κράτος είναι, πολύ καθαρά, μια αντίφαση στους όρους. Ο Πλάτων το λέει αλλά είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να το καταλογίσει σε μια σειρά από τότε υπαρκτές διακυβερνήσεις. Η κατάσταση είναι αντίστροφη για τις κυβερνήσεις μας, σήμερα. Αποδεικνύουν, έμπρακτα, την αντίφαση ανάμεσα στην κρατική αρχή και τη δημοκρατική αρχή, αλλά δεν είναι δυνατόν να τους το καταλογίσει κανείς. Οφείλουν να συνεχίσουν να αυτοπαρουσιάζονται σαν δημοκρατίες. Δεν πρόκειται, εδώ, περί ψεύδους ή περί βιτρίνας. Το παράδοξο του δημοκρατικού κράτους είναι πιο βαθύ. Το δημοκρατικό σκάνδαλο επηρεάζει το ίδιο το κράτος, στο βαθμό που αυτό θέλει να παρουσιάζεται σαν πολιτικό καθεστώς. Οι «φυσικοί» τίτλοι που επικαλείται ο Πλάτωνας έχουν το μειονέκτημα ότι κανένας από αυτούς δεν θεμελιώνει ένα πολιτικό καθεστώς καθαυτό. Για να υπάρχει ένα πολιτικό καθεστώς, πρέπει η πολιτική να υφίσταται ως διακριτή αρχή, διαφοροποιημένη από όλες τις κοινωνικές και φυσικές υπεροχές. Όσο ένα κράτος είναι απλώς η εξουσία του πιο ισχυρού, δεν είναι, ως γνωστό, ένα κράτος. Το ίδιο ισχύει και για όλες τις εξουσίες που θεμελιώνονται επάνω σε μια σχέση συγκεκριμένης υπεροχής και κυριαρχίας. Η εξουσία της γνώσης, του πλούτου, της καταγωγής ή, ακόμη, της θείας εκλογής, ορίζουν μορφές κυριάρχησης που λειτουργούν στις κοινωνίες, αλλά δεν προσδιορίζουν ακόμη κάποια συγκεκριμένη πολιτική εξουσία. Για να υπάρχει πολιτικό καθεστώς, πρέπει να υφίσταται μια καθαυτή πολιτική αρχή, η οποία να προστίθεται στις άλλες μορφές εξουσίας. Δεν υπάρχει, κατά συνέπεια, άλλο τέτοιο είδος πέραν από την ίδια τη δημοκρατική αρχή, τη σκανδαλώδη αρχή της ικανότητας του οποιουδήποτε. Η δημοκρατική αρχή δεν είναι, απλώς, η αρχή ενός συγκεκριμένου πολιτικού καθεστώτος. Είναι αρχή της ύπαρξης της πολιτικής εν γένει, η αρχή που έρχεται να διακόψει τη «φυσική» ενάσκηση των μορφών εξουσίας και κυριάρχησης, που είναι εμμενείς στην κοινωνική αναπαραγωγή. Είναι η αρχή που κάνει να υφίσταται πολιτική και όχι απλώς εξουσία.
[…]
Το δημοκρατικό κράτος είναι μια αντίφαση. Αλλά αυτή η αντίφαση δεν καλεί να τη μεταχειριστούμε σαν μια απλή απόδειξη ψεύδους. Πρέπει να στοχαστούμε θετικά τη δημοκρατία, ως την ενάσκηση μιας τέτοιας αντίφασης. Η καθαυτή δημοκρατική δραστηριότητα είναι μια δραστηριότητα που πρέπει διαρκώς να αντιφάσκει προς τη λογική της ιδιωτικοποίησης της εξουσίας όλων, η οποία προσιδιάζει στην κρατική λειτουργία. Αυτό προσδιορίζει, από τη μια, ένα συγκεκριμένο αριθμό παράδοξων αιτημάτων σε σχέση με τις κρατικές λογικές, στις οποίες είμαστε τόσο εθισμένοι, ώστε έχουμε καταλήξει να αποδεχόμαστε να ονομάζονται «δημοκρατικές». Η θεμελιώδης δημοκρατική αρχή είναι η ιδέα μιας εξουσίας που δεν ανήκει σε κανένα και δεν μπορεί να μονοπωλείται στο όνομα κάποιας σχετικής επιδεξιότητας. Σε αυτό συνοψίζονται οι δυο πρωταρχικές δημοκρατικές αρχές, αυτές της τυχαίας κλήρωσης και της εκ περιτροπής εναλλαγής στα λειτουργήματα. Αυτές αντικαταστάθηκαν από τις αρχές της αντιπροσώπευσης και της εκλογής, οι οποίες είναι, ως προς την ουσία τους, ολιγαρχικές αρχές. Πράγματι, η αντιπροσώπευση ήταν αρχικά μια ολιγαρχική φόρμα, μια αντιπροσώπευση προνομιούχων μειοψηφιών, στις οποίες οι κυρίαρχες αρχές αναγνώριζαν κοινωνική εξουσία. Η εκλογή, έπειτα, στην αρχική της σημασία, δεν αποτελεί την έκφραση μιας επιλογής, αλλά την εκδήλωση μιας συναίνεσης που η εξουσία απαιτεί και που την θέλει ομόφωνη. Η διαμάχη ανάμεσα στη δημοκρατική και την αντιπροσωπευτική λογική οδήγησε στο μοντέρνο συμβιβασμό που εγκαθιδρύθηκε με την καθολική ψηφοφορία. Αυτή είναι, σήμερα, δυο πράγματα σε ένα: μια μορφή ορατότητας της εξουσίας του οποιουδήποτε και ένας τρόπος αναπαραγωγής της κυρίαρχης ολιγαρχίας. Μπορούμε, πολύ καθαρά, να προσδιορίσουμε ένα συγκεκριμένο αριθμό αιτημάτων, καθαυτό δημοκρατικών, ικανών να τροποποιήσουν αυτήν την ισορροπία και να ενισχύσουν τη θεσμική ισχύ της δημοκρατίας. Η θεμελιωδέστερη αυτών των απαιτήσεων είναι η μείωση του χρόνου θητείας στα αξιώματα και ο αποκλεισμός της άθροισης και ανανέωσής τους. Αλλά είναι καθαρό, επίσης, ότι η δημοκρατία δεν μπορεί ποτέ να ταυτιστεί με την κρατική μορφή και ότι θέτει στην πράξη μια αρχή που αντιφάσκει με κάθε λογική κρατικής κυριαρχίας. Η δημοκρατία υπάρχει για όσο υπάρχουν μορφές εκδήλωσης και έκφρασης της εξουσίας όλων, πρόσθετες σε σχέση με τη λογική των κρατικών θεσμών και αυτόνομες σε σχέση με αυτούς. Αναμφίβολα, το καλύτερο ιστορικό παράδειγμα ύπαρξης δημοκρατίας, με αυτήν την έννοια, μας δόθηκε από τα εργατικά κινήματα ορισμένων χωρών που πέτυχαν, από τον 19ο αιώνα, να θέσουν σε εφαρμογή ένα σύστημα εναλλακτικών θεσμών, τα οποία αποτέλεσαν ταυτόχρονα όργανα αγώνα και τρόπους ζωής, ενώνοντας την ταξική συνεργασία με τη λαϊκή καθολικότητα. Ένα δημοκρατικό κίνημα δεν μπορεί να περιορίζεται σε ένα εκλογικό κόμμα, ενσωματωμένου στο παιχνίδι των κρατικών θεσμών, της τεχνοκρατίας και του επίσημου μηντιακού συστήματος. Είναι μια δύναμη αυτόνομης κατάφασης, προικισμένη με τη δικιά της ατζέντα, που επιλέγει τα πεδία δράσης της και θέτει σε εφαρμογή τις δικιές τις μορφές γνώσης και πληροφορίας, δημιουργεί τους δικούς της θεσμούς, μορφές εκδήλωσης μιας ικανότητας που ανήκει στον οποιονδήποτε. Ένα δημοκρατικό κόμμα, με αυτή τη σύλληψη, είναι πολύ μακριά από τα κόμματα που ξέρουμε και που είναι μηχανές προορισμένες για την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Εάν θέλουμε να μιλάμε ακόμη για δημοκρατία, για μένα, ισχύει με τον όρο του να προωθήσουμε μια ισχυρή ιδέα δημοκρατίας ως μιας τέτοιας «αδύνατης» εξουσίας όλων, που δεν μπορεί να ενσαρκωθεί κρατικά δίχως να εξαφανισθεί. Η λαϊκή κυριαρχία είναι πάντα η εξουσία ενός συγκεκριμένου λαού, προσδιορισμένου από την ικανότητα του οποιουδήποτε και αντίθετη με άλλες παραστάσεις λαού, αυτές που ενσαρκώνουν το λαό στο κράτος ή τη φυλή.
Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούμε ακόμη να μιλάμε για δημοκρατία. Εάν δεν είναι απλώς δυνατό αλλά και αναγκαίο, για μένα, να το κάνουμε, συμβαίνει επειδή αυτή η λέξη μπορεί καλύτερα να περιγράψει την ίδια την εναλλακτική αρχή απέναντι στις μορφές ολιγαρχικής κυριαρχίας. Είναι η αρχή της ίσης ικανότητας του οποιουδήποτε. Μιας ισότητας που πρέπει να προϋποτεθεί, να παρθεί σαν σημείο εκκίνησης και όχι σαν σημείο προς το οποίο πρέπει να φθάσουμε. Είναι η αρχή που δανείζομαι από το Γάλλο θεωρητικό της διανοητικής χειραφέτησης, Ζοζέφ Ζακοτό, στον οποίο και αφιέρωσα το βιβλίο μου Ο αδαής δάσκαλος. Γράφοντας την επαύριο της Γαλλικής Επανάστασης, ο Ζακοτό υιοθέτησε απέναντι στις θεωρίες της προόδου και της καθοδήγησης ενός λαού μια θέση ριζικά αντίθετη. Οι σκέψεις της προόδου και της καθοδήγησης διαθέτουν, πράγματι, μια προϋπόθεση: παίρνουν την ανισότητα σαν αφετηρία και προτείνουν να οδηγήσουμε τα παιδιά, τους αδαείς ή το λαό, από το κράτος της ανισότητας σε ένα μέλλον ισότητας που στέκεται ως υπόσχεση, στο τέλος της διαδικασίας. Αλλά αυτή η λογική, που υπόσχεται την ισότητα μιας επερχόμενης γνώσης, δεν παύει να αναπαράγει κυκλικά τη διανοητική ανισότητα, σχεδόν φυσική, ανάμεσα στη διάνοια εκείνου που ξέρει και εκείνου που δεν ξέρει. Η ανισότητα και η ισότητα δεν είναι επικράτειες, των οποίων τις διαδρομές πρέπει να διανύσουμε, αλλά διαδικασίες που καθορίζουν, οι ίδιες, την έννοια της διαδρομής και του τρόπου διανύσματος. Όποιος ξεκινάει από την ανισότητα, λέει ο Ζακοτό, την αναπαράγει. Πρέπει να κάνουμε το αντίθετο: να ξεκινήσουμε από την ισότητα. Αυτό σημαίνει: να ξεκινήσουμε προϋποθέτοντας την ίση διανοητική ικανότητα και να επιδοθούμε στην επαλήθευσή της, δηλαδή να ακούσουμε την πραγματική σφαίρα αυτού που ο «αδαής» ήδη ξέρει και μπορεί, αυτού του πράγματος στο οποίο είναι ήδη ίσος. Αυτήν την αντιστροφή της προοπτικής, ο Ζακοτό την ονομάζει διανοητική χειραφέτηση. Γνωρίζουμε τη σημασία που είχε αυτή η ιδέα χειραφέτησης για τα εργατικά κινήματα, τα οποία ήταν στην πραγματικότητα πολιτικά κινήματα, με τη βαθύτερη δυνατή έννοια. Η κοινωνική χειραφέτηση ήταν, στην αρχή, ένα κίνημα κατάφασης της ικανότητας όλων, σε αντιπαράθεση προς την κατανομή των αρμοδιοτήτων και των τρόπων ζωής, η οποία απένειμε στους εργάτες ένα ορισμένο μέρος, μια ορισμένη ικανότητα και ένα συγκεκριμένο μοντέλο αυτοπροσδιορισμού. Ήταν, επίσης, μια διαδικασία που ενσάρκωνε αυτήν την ιδέα, ήδη στο παρόν, αντί να την προβάλλει ως ένα στόχο προς επίτευξη.
Το να στοχαστούμε εκ νέου τη δημοκρατία σήμερα, σημαίνει, λοιπόν, να σφραγίσουμε μια διπλή απόσταση: ως προς την ταυτοποίηση της δημοκρατίας προς την πραγματικότητα της κρατικής και κοινωνικής λειτουργίας˙ και ως προς τη μαρξιστική κριτική που μεταφράζει τη δημοκρατική αντίφαση σαν μια επιφάνεια, που η κίνηση της ιστορίας και η επιστήμη των κοινωνικών σχέσεων θα διαλύσουν. Εάν πρέπει ακόμη να μιλάμε για δημοκρατία, κατ’ εμέ, συμβαίνει στο μέτρο που αυτή η έννοια συνίσταται στη μοιρασμένη ικανότητα του καθένα και σ’ έναν τρόπο δράσης, θεμελιωμένο σ’ αυτήν την ικανότητα. Συμβαίνει στο μέτρο που αυτή η μοιρασμένη ικανότητα λογίζεται και πραγματοποιείται σε όλη της την παράδοξη και εναντιωματική ισχύ. Το διπλό αυτό αίτημα σφραγίζει, κατ’ εμέ, και μια απόσταση σε σχέση με δυο άλλους τρόπους με τους οποίους στοχαζόμαστε σήμερα τον πολιτικό ριζοσπαστισμό. Τα τελευταία χρόνια, διάφοροι στοχαστές ή στρατευμένες ομάδες άκουσαν να αφυπνίζεται η ιδέα του κομμουνισμού, απλώς σαν ιδέα πραγματικά ανταγωνιστική σε σχέση με την κυρίαρχη κρατική και καπιταλιστική τάξη. Το έκαναν, ωστόσο, υιοθετώντας για λογαριασμό τους τη μια ή την άλλη εκδοχή εκείνης της μαρξιστικής κριτικής που στέκει αλληλέγγυα προς την προϋπόθεση της ανισότητας. Από τη μια πλευρά, κάποιοι θέτουν το κομμουνιστικό πρόταγμα σαν μοναδική απάντηση στο σύγχρονο κόσμο, τον οποίο, όμως, μας περιγράφουν παραδομένο στη λατρεία του εμπορεύματος και του θεάματος, στην προσταγή της απόλαυσης και στις ναρκισσιστικές φόρμες του πειραματισμού με τον εαυτό. Αυτό σημαίνει ότι θίγουν εκ νέου την ταυτοποίηση της δημοκρατίας προς την κυριαρχία της αγοράς και την καταστροφιστική οπτική μιας δημοκρατικής ανθρωπότητας που αυτοκτονεί. Απέναντι σ’ αυτήν την οπτική, ο κομμουνισμός εμφανιζόταν σαν η μόνη εναλλακτική. Αλλά το ερώτημα τίθεται αλλιώς: με ποιες υποκειμενικές φόρμες μπορεί να δομηθεί αυτός ο κομμουνισμός; Άλλοι ξαναπιάνουν, με τους Νέγκρι και Χαρτ, τη μαρξιστική φόρμουλα «ο κομμουνισμός είναι το πραγματικό κίνημα που καταργεί την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων». Αλλά αυτή η ιδέα του «πραγματικού κινήματος» περιλαμβάνει στην πραγματικότητα δυο διαφορετικά πράγματα. Από τη μια, θίγει την παλιά ιδέα σύμφωνα με την οποία οι αναπτυγμένες από τον καπιταλισμό παραγωγικές δυνάμεις έρχονται σε αντίφαση με τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις και τις κάνουν να εκραγούν. Αυτή η θέση εφαρμόζεται πια στην ανάπτυξη της άυλης παραγωγής, για να δείξει ότι, από το γεγονός της ίδιας της ανάπτυξης, η πραγματικότητα της καπιταλιστικής παραγωγής συντίθεται ολοένα και λιγότερο από αναλώσιμα υλικά πλούτη. Ισούται, μάλλον, με τη μοιρασμένη διανοητική εργασία των εξειδικευμένων εργατών που παρήγαγαν αυτόν τον πλούτο. Έτσι, ο καπιταλισμός της άυλης παραγωγής θα διαμόρφωνε, από μόνος του, την κομμουνιστική δύναμη της συλλογικής διάνοιας. Αλλά στην πραγματικότητα, η συλλογική διάνοια που διαμορφώνεται από ένα κυριαρχικό σύστημα παραμένει πάντοτε η διάνοια αυτού του συστήματος, όποιος και να είναι ο αριθμός αυτών που μοιράζονται τις μορφές της. Γι’ αυτό και η θεωρία του πλήθους, επεξεργασμένη από τους Νέγκρι-Χαρτ, τείνει πάντα να μετεωρίζεται, ανάμεσα σ’ αυτήν την λογική της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και μια εντελώς διαφορετική λογική, αυτήν της αυτονόμησης των μορφών αντίστασης και ζωής που δημιουργούν οι εξειδικευμένοι εργάτες και συγκροτούν τον τωρινό πυρήνα του επερχόμενου κομμουνισμού. Το πλήθος, λοιπόν, ορίζεται για αυτούς ως ένα σύνολο συγκεκριμένων θεσμών, «τρόπων ζωής, τρόπων αγώνα, συνδικαλιστικών και οικονομικών οργανώσεων, απεργιών, ρήξης των διαδικασιών εκμετάλλευσης, εμπειριών επανοικειοποίησης, πυρήνων αντίστασης». Η συλλογική κομμουνιστική διάνοια δεν είναι αυτή που διαμορφώνεται από τις μορφές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, αλλά αυτή που διαμορφώνεται από τις εμπειρίες αγώνα ενάντια σ’ αυτήν την εκμετάλλευση και ενάντια στο κράτος που την οργανώνει. Πρέπει, λοιπόν, να αποσυνδέσουμε την κομμουνιστική ιδέα από κάθε ιδέα ιστορικής αναγκαιότητας. Αυτήν τη στιγμή, μπορεί να επανασυνδεθεί με την ιδέα δημοκρατίας που προτείνω: την ιδέα μιας διαδικασίας υλοποίησης της ικανότητας του οποιουδήποτε, αυτόνομης σε σχέση με τη δημόσια σφαίρα, έτσι όπως αυτή ορίζεται από την κρατική λειτουργία. Την ιδέα μιας ισότητας που δεν είναι ένας στόχος προς κατάκτηση αλλά μια διαδικασία που δομεί, στο παρόν, τις συγκεκριμένες μορφές ύπαρξής της, σε όλα τα πεδία της ζωής. Η ιδέα αυτή φαίνεται να επιβάλλει ένα ασύμμετρο πρόγραμμα. Αλλά μόνο αυτή η ασυμμετρία μου φαίνεται ικανή να δώσει σήμερα στο όνομα της δημοκρατίας μια νέα ισχύ.
Μετάφραση-απομαγνητοφώνηση: Στέργιος Μήτας, ομάδα alterthess.gr