«Δεν πήγαμε για να σκοτώσουμε», δήλωσε σήμερα στην απολογία του ο πρώτος από τους συνολικά 12 κατηγορούμενος για τη δολοφονία του 19χρονου Άλκη Καμπανού και τον τραυματισμό των δύο φίλων του τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου. Η δίκη εισήλθε σε μια πολύ κρίσιμη στιγμή, αυτή των απολογιών, μετά την ολοκλήρωση των καταθέσεων των μαρτύρων υπεράσπισης.
Ο πρώτος κατηγορούμενος και οδηγός του πρώτου οχήματος σε μια κατάμεστη αίθουσα από συγγενείς και φίλους-ες του Άλκη Καμπανού ζήτησε συγνώμη για τη συμμετοχή του «σε αυτήν την ιστορία που κόστισε τη ζωή στον Άλκη και τον τραυματισμό των δύο φίλων του». Περιέγραψε τα γεγονότα έτσι όπως τα θυμόταν εκείνη την νύχτα. Επανέλαβε, όπως και στην κατάθεσή του στην αστυνομία, ότι δεν ήταν στο σημείο της δολοφονίας του Άλκη Καμπανού και του τραυματισμού των δύο φίλων του ενώ περιέγραψε τις σχέσεις του με τους υπόλοιπους κατηγορούμενους αλλά και το πώς πάρθηκε η απόφαση για την επίθεση αυτή.
«Μακάρι να μπορούσα να φέρω τον χρόνο πίσω να τα έκανα όλα αλλιώς. Να μην είχα εμπλακεί αλλά είναι αργά» είπε αναφέροντας ότι εδώ και τρία χρόνια ήταν οπαδός του ΠΑΟΚ.
Σημείωσε πως αφορμή για την επίθεση ήταν ένα οπαδικό επεισόδιο που είχε προηγηθεί με οπαδούς του Άρη στο Ωραιόκαστρο. Εκείνη την μέρα πήγε μαζί με άλλους κατηγορούμενους να δουν αγώνα βόλεϊ στο Παλατάκι και στη συνέχεια πήγε στο σύνδεσμο της ομάδας στην Παλαιών Πατρών Γερμανού, για να πάρει, όπως είπε τα λάβαρα. «Λόγω της μεταφοράς των λαβάρων πήρα τα κλειδιά του συνδέσμου» τόνισε, αρνούμενος σε σχετικές ερωτήσεις της δικαστή ότι είχε διαρκώς τα κλειδιά του συνδέσμου. Μάλιστα, σε ερώτηση για το ποιος είναι υπεύθυνος του συνδέσμου ο ίδιος απάντησε ότι «δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος».
Ανέφερε ότι εκείνο το βράδυ είχε πολύ κόσμο στον σύνδεσμο και ανέφερε ποιοι από τους κατηγορούμενους ήταν εκεί. Εκεί έμαθαν, όπως είπε, για το οπαδικό επεισόδιο στο Ωραιόκαστρο όπου «κυνήγησαν κάποιους δικούς» και έτσι αποφασίστηκε να «πάμε και εμείς για να κάνουμε οπαδικό επεισόδιο στην Χαριλάου». Η δικαστής ζήτησε εξηγήσεις για το τι σημαίνει «οπαδικό επεισόδιο» με τον κατηγορούμενο να απαντάει ότι σημαίνει «να κυνηγήσουμε, να επιβληθούμε» αλλά «όχι να σκοτώσουμε».
Στην απολογία του σημείωσε ότι ο καθένας πήρε τα αντικείμενα (σ.σ.όπλα) που ήθελε αυτοβούλως, χωρίς όμως να εξηγεί αν αυτά βρίσκονταν μέσα στον σύνδεσμο και ότι όταν πήγαν στην Χαριλάου δεν έψαχναν κάποιους συγκεκριμένος αλλά «οπαδούς του Άρη σε μέρη που δεν έχει πολύ κόσμο». «Μαχαίρια υπάρχουν στον σύνδεσμο για διάφορους λόγους, όπως για παράδειγμα το φαγητό. Θα μπορούσαν να υπάρχουν και λοστοί. Το δρεπάνι δεν το έχω δει ποτέ στον σύνδεσμο. Εγώ δεν είχα κάτι πάνω μου», επισήμανε ακόμη αναφέροντας ότι είχε αφήσει το κινητό του στον σύνδεσμο για να φορτίσει. Τόνισε πως από τους υπόλοιπους που συμμετείχαν στην επίθεση δεν είχε δει ποτέ τον 12ο κατηγορούμενο, οδηγό του τρίτου αυτοκινήτου.
Όταν έφτασαν στο σημείο δήλωσε ότι «κατέβηκαν τρία άτομα από το αμάξι μου, πήγαν στο σημείο. Εγώ δεν κατέβηκα, έμεινα στο αμάξι». Σύμφωνα με τον ίδιο, από το πίσω αμάξι δεν είδε να βγαίνει κανένας και το τρίτο δεν ήταν ορατό. Ρωτήθηκε από την δικαστή αν ισχύει ότι έκανε σήμα να κατέβουν απαντώντας αρνητικά, δηλώνοντας στη συνέχεια «όταν βγήκα από το αμάξι τους είχε πλάτη και δεν έβλεπα τις κινήσεις».
Κατάλαβε όταν ξεκίνησε η επίθεση ενώ βγήκε για πρώτη φορά από το αυτοκίνητο στο οποίο, όπως είπε ξαναγύρισε, γιατί «είδα ότι δεν έβαλα χειρόφρενο». Είδε ένα άτομο να τρέχει προς την Παπαναστασίου καθώς τον κυνηγούσε, όπως είπε, ο τέταρτος κατηγορούμενος και κόσμο να έρχεται από εκεί. Σε λίγη ώρα είδε και δεύτερο άτομο από την παρέα του Άλκη να τρέχει προς την Παπαναστασίου.
«Προσπαθούσα να διακρίνω τι γίνεται. Άκουγα φωνές και από πάνω και από κατω. Είχα κοκκαλωσει για όλα» πρόσθεσε.
Ο πρώτος κατηγορούμενος ανέφερε ποιος κρατούσε το δρεπάνι (ο 10ος κατηγορούμενος) και σημείωσε ότι χτυπούσε κάποιον στο τοιχάκι. Ανέφερε όλα τα ονόματα των κατηγορουμένων που συμμετείχαν στην επίθεση χωρίς όμως να αναφέρει ποιους χτυπούσαν. Συνολικά είδε «4-5 από μας στα σκαλιά»
Ο κατηγορούμενος αναφέρθηκε και στο τι όπλο, σύμφωνα με τον ίδιο, κρατούσαν κάποιοι από τους κατηγορούμενους, ο 2ος μαχαίρι, ο 3ος σφυρί και ο 4ος πυρσό.
Στη συνέχεια είπε «ελάτε, ελάτε» και ξαναμπήκε στο αυτοκίνητο δηλώνοντας ότι φοβήθηκε «για όλα» τόσο για το επεισόδιο που λάμβανε χώρα αλλά και για αυτούς που έρχονταν προς το μέρος τους.
Στη συνέχεια περιέγραψε με ποια σειρά μπήκαν οι κατηγορούμενοι που επέβαιναν στο όχημα του το οποίο άφησε στα σύνορα Χαριλάου με Κάτω Τούμπα. Οι δύο κατηγορούμενοι πήραν ταξί πήγαν στο σύνδεσμο και στη συνέχεια ήρθαν με άλλο όχημα και πήραν και τους υπόλοιπους δύο.
Ο κατηγορούμενος ανέφερε ότι ο συνοδηγός του είχε χτυπήσει και για αυτό πέταξε το κάλυμμα εκεί που πάρκαρε τονίζοντας ότι μέχρι την επόμενη μέρα δεν είχε καταλάβει ότι είχε συμβεί κάτι τόσο σοβαρό.
«Δεν το περίμενα ποτέ αυτό, επιδιώκαμε την βιαιοπραγία αλλά μέχρι ένα σημείο» σημείωσε υποστηρίζοντας ότι δεν ήταν οπαδικό ραντεβού καθώς, «δεν τους γνωρίζαμε»
Ρωτήθηκε από την δικαστή αν ισχύει ότι μέσα στο αυτοκίνητο ειπώθηκε η φράση «τους πήραμε», ωστόσο, όπως είπε, δεν κατάλαβε τη σοβαρότητα του ζητήματος. «Τους πήραμε εννοώ οπαδικά» εξήγησε ενώ είπε ότι δεν έγινε άλλη συζήτηση στο αμάξι. Από τον σύνδεσμο έφυγε, όπως είπε, σύντομα για να πάει σπίτι. Για τον θάνατο του Άλκη Καμπανού έμαθε την επόμενη μέρα από το διαδίκτυο όταν πήγε στη δουλειά. Ισχυρίστηκε ακόμη ότι πήγε σπίτι για να πει στους γονείς του τι έγινε αλλά πριν φτάσει σπίτι τον συνέλαβαν.
«Πήγα σπίτι να πω στους γονείς μου τι έγινε και μόλις έφτασα στο σπίτι με έπιασαν. Θέλω να πω την αλήθεια, δεν έφτασα καν στο σημείο για να ξέρω κάτι παραπάνω»
Αναφορικά με τις διαφορές που υπάρχουν στις αρχικές του καταθέσεις σημείωσε «Προσπαθούσα να δικαιολογήσω πράγματα και καταστάσεις. Ίσως παρερμήνευσα και είχα διαφορετικά τα πράγματα στο μυαλό μου». Όσον αφορά τα οπαδικά, τόνισε ότι «και από τις δύο πλευρές υπάρχουν επεισόδια, αλλά αντίποινα δεν σημαίνει σκοτώνω». Επαναλάμβανε ότι «το επεισόδιο ξέφυγε» ωστόσο σε ερωτήσεις και της εισαγγελέα αρνήθηκε ότι ήταν οργανωμένο.
Η δίκη θα συνεχιστεί την Πέμπτη με ερωτήσεις από την εισαγγελέα και την απολογία των υπολοίπων κατηγορουμένων.