in

«Ποιος να είναι αλήθεια ο εχθρός;»*, της Αλίκης Κοσυφολόγου

«Ποιος να είναι αλήθεια ο εχθρός;»*, της Αλίκης Κοσυφολόγου

Ξυρισμένος γουλί νεαρός άνδρας, με μια αυτοσχέδια χαρτονένια ταμπέλα περασμένη γύρω από το λαιμό του, στην οποία αναγράφεται η λέξη «τεντιμπόης», σέρνεται βίαια από την αστυνομία στις γειτονιές της Κυψέλης. Τα παιδιά της γειτονιάς, φτωχικά ντυμένα, τον ακολουθούν, του πετούν αντικείμενα και τον περιγελούν. Πρόκειται για μια από τις πιο γνωστές σκηνές των δραμάτων κοινωνικής καταγγελίας που σκηνοθετούσε ο Γ. Δαλιανίδης για λογαριασμό της Φίνος Φιλμς στις αρχές και κατά τα μέσα της δεκαετίας του εξήντα. «Παραστρατημένες» νέες, ξενόφερτα ήθη, διαφθορά της νεολαίας ήταν μόνο μερικά από τα αγαπημένα θέματα των ηθικοπλαστικών διαλόγων των ταινιών αυτών. Μάλιστα, ο περιβόητος νόμος 4000, ο νόμος ο οποίος είχε ψηφιστεί από την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1958 για την αντιμετώπιση των νεαρών που χαρακτηρίζονταν από την αστυνομία ως «τεντιμπόηδες», ενέπνευσε και το σενάριο της ομότιτλης ταινίας του Γ.Δαλιανίδη. [1]

Θα μου πείτε, όλα αυτά έχουν μόνο μία θέση κι αυτή δε βρίσκεται αλλού παρά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ο εν λόγω νόμος καταργήθηκε και η μνήμη των άδικα διαπομπευμένων νέων εν μέρει δικαιώθηκε. Όμως, μήπως στη σημερινή πραγματικότητα λανθάνουν δυσάρεστες συσχετίσεις με εκείνες τις εποχές; Και βέβαια, δε θα ήταν σκόπιμο να κάνουμε λογικά άλματα και αναγωγές, και δε γίνεται να προσθέτουμε «τα μήλα με τα πορτοκάλια», όπως έλεγαν στο δημοτικό όταν μας μάθαιναν την πρόσθεση ομοειδών. Όμως, δε μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι και σήμερα –σχεδόν καθημερινά πλέον- στο πλαίσιο της προώθησης ολοένα σκληρότερων νεοφιλελεύθερων πολιτικών, κλιμακώνεται περαιτέρω μια νεοσυντηρητική επίθεση που θέτει στο στόχαστρο ανάλογα με την περίσταση είτε τη νεολαία, είτε τους μετανάστες και τις μετανάστριες, είτε τα διεμφυλικά άτομα, είτε τους, τις οροθετικούς/ες κοκ.

Ο ρόλος της νεοσυντηρητικής προπαγάνδας στην απόδοση ιδεολογικά νομιμοποιητικού πλαισίου για την υλοποίηση νεοφιλελεύθερων αντικοινωνικών πολιτικών αναλύεται συστηματικά εκ νέου (στην δεύτερη ιστορική φάση του, μετά την Θάτσερ, ριζοσπαστικοποιημένου νεοφιλελευθερισμόυ) ήδη από την περίοδο της θητείας του Μπους του νεότερου στις ΗΠΑ, όταν είχαν κάνει την πρώτη εμφάνιση τους οι περιβόητοι «Φωτισμένοι/Enlightened» (από τους οποίους προήλθαν μερικά από τα ηγετικά στελέχη του «κινήματος»/κόμματος του Τσαγιού). Όπως αντίστοιχα και για την ελληνική περίπτωση της μνημονιακής περιόδου έχουν γραφτεί πλούσιες αναλύσεις (εξαιρετικά κατατοπιστική κι ευσύνοπτη αυτή της Αθηνάς Αθανασίου στο Η κρίση ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης, Σαββάλας, 2012). Επομένως, τίποτα από τα παραπάνω δεν αποτελεί καινοφανή διαπίστωση, ωστόσο δε χωρά αμφιβολία ότι όσο βαθαίνει η νεοφιλελεύθερη πολιτική, όσο πιο ισχυρά γίνονται τα ριζώματά της, ολοένα και περισσότερο εξαφανίζονται τα προσχήματα φιλελευθερισμού στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η αντιδραστική μεταρρύθμιση του πανεπιστημίου, η οποία επιχειρείται στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των μνημονίων και που αποτελεί κόμβο σε μια μακρόχρονη στρατηγική αποδιάρθρωσης του δημόσιου χαρακτήρα του πανεπιστημίου, η οποία έχει αφετηρία το 2006 (άρθρο 16), έχει χωρίς αμφιβολία «κρατήσει» τη μερίδα του λέοντος στο κομμάτι της χυδαίας προπαγάνδας. Άσυλο, κατάργηση του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα του, διαγραφές φοιτητών, συγχωνεύσεις τμημάτων, απολύσεις εργαζομένων της διοίκησης, δραματικές μειώσεις της δημόσιας δαπάνης για τα Πανεπιστήμια, αποτελούν μερικές από τις πιο σημαντικές υλικές πτυχές της αντιδραστικής μεταρρύθμισης, για την δημόσια υπεράσπιση των οποίων η κυβέρνηση και τα ΜΜΕ που την στηρίζουν επικαλέστηκαν βαθύτατα κοινωνικά συντηρητικές ιδέες.

Τα όσα διαδραματίστηκαν το πρωί της Πέμπτης 30 Οκτωβρίου στην Πρυτανεία του Πανεπιστημίου Αθηνών αποτελούν το δίχως άλλο ακόμη μία κυρίαρχη όψη της κυβερνητικής στρατηγικής για τα Πανεπιστήμια που κύριο στόχο έχει, μεταξύ άλλων, την πλήρη διάλυση της έννοιας της κοινότητας στο πανεπιστήμιο. Φοιτητές, φοιτήτριες, εργαζόμενοι κι εργαζόμενες που επιζητούν τον διάλογο εκδιώκονται βίαια και δέχονται απειλές να συλληφθούν από την αστυνομία, απειλές που εκστομίζονται ακόμη και από το νεοεκλεγέντα Πρύτανη Θ. Φορτσάκη, ενώ βουλευτές και υπουργοί της κυβέρνησης καθώς και ορισμένοι δημοσιογράφοι από το δημόσιο βήμα επιτίθενται εναντίον των φοιτητών/τριών και συκοφαντούν, επικαλούμενοι φριχτά ψέματα: αυτά αποτελούν κάποια από τα κομμάτια που συνθέτουν το νέο πρότυπο πανεπιστημίου του νεοφιλελευθερισμού. Μάλιστα, μέσα σε αυτό το κλίμα ο Α. Παπαμιμίκος, γραμματέας της πολιτικής επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας και τέως πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ, γεννημένος κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα και κατά συνέπεια σχετικά κοντά ηλικιακά στους σημερινούς φοιτητές, πρόλαβε να αποκαλέσει τους φοιτητές και τις φοιτήτριες που βρέθηκαν έξω από τη συνεδρίαση της Συγκλήτου ως «μια χούφτα μπαχαλάκηδες». Μήπως επιβραβεύτηκε κιόλας για αυτή του τη δήλωση; Είναι γνωστό ότι και κατά την περίοδο της χούντας υπήρχε ένα μειοψηφικό κομμάτι του φοιτητικού κόσμου που απολάμβανε κάποια «προνόμια» εξαιτίας των χρήσιμων πληροφοριών που παρείχε στην Ασφάλεια για τη δραστηριότητα των αντιστασιακών φοιτητών και φοιτητριών, αλλά και για την ευρύτερη στήριξη στην πολιτική της. Δε μπορούμε να πούμε, βέβαια, ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα, αλλά η πραγματικότητα είναι σκληρή και δυσάρεστη κι αναδεικνύει κάποιες, έστω αισθητικές, ομοιότητες που και να προσπαθήσουμε δεν μπορούμε να τις αγνοήσουμε.

10710990_1482419972025091_9120711791481770621_n

Μένει λοιπόν πια να δούμε αστυνομικούς να κυνηγούν να κουρέψουν τους «ατίθασους» νέους με τα μακριά μαλλιά και στη συνέχεια να τους συλλαμβάνουν αλλά και ορισμένους εκπροσώπους των ΜΜΕ –όπως, για παράδειγμα, τους δύο του δημοσιογραφικού διδύμου της πρωινής ζώνης του ΣΚΑΙ- να δίνουν από τηλεοράσεως συμβουλές στη νεολαία αλλά και στους γονείς για τις αξίες που οφείλουν να μεταλαμπαδεύουν στα παιδιά τους; Να θυμίσω, για όσους και όσες δεν θυμούνται, αυτή την αλησμόνητη σκηνή στην ταινία του Γ. Δαλιανίδη Κατήφορος (1961), όπου ο Παντελής Ζερβός, ως ντροπιασμένος από τον «ολισθηρό κατήφορο» της κόρης του πατέρας δέχεται συμβουλές για την ανατροφή της από έναν αστυνομικό. Οι ιδιότητες, σήμερα, μπορεί να είναι λίγο αλλαγμένες, όμως το περιεχόμενο έχει κοινά.

Κλείνοντας με μια βαρύγδουπη τοποθέτηση ανάμεσα σε τόσες που ακούστηκαν όλες αυτές τις ημέρες: αργά η γρήγορα θα φανεί ποιοι/ες είναι τελικά αυτοί/ες που αγωνιούν για το μέλλον του δημόσιου πανεπιστημίου και ποιοι/ές πραγματικά υπερασπίζονται τον χαρακτήρα του ως χώρου ελεύθερης διακίνησης ιδεών και επιστημονικής προόδου καθώς και τον κοινωνικό του ρόλο, κι εν τέλει ποιοι και ποιες υπερασπίζονται τις αρχές της δημοκρατίας και ποιοι είναι οι εχθροί της.

*Πρόκειται για στίχο προερχόμενο από το τραγούδι του Φοίβου Δεληβοριά «Πες μου ποιος είναι ο εχθρός» που ακούγεται στην ταινία Ο εχθρός μου του Γ. Τσεμπερόπουλου (2014)

1. Για την ιστορία η αστυνομία συλλάμβανε όσους νεαρούς («τεντιμπόηδες») θεωρούσε ότι διέπρατταν εξύβριση, και τους οδηγούσε στο κρατητήριο, όπου γινόταν σε αυτούς κούρεμα με την ψιλή, τους έσκιζαν τα παντελόνια και στη συνεχεία τους περιέφεραν στο δρόμο εξευτελίζοντάς τους. Μάλιστα αξίζει να σημειωθεί ότι ο νόμος τυπικά καταργήθηκε μόλις το 1983 μέσα στο πλαίσιο μια γενικότερης στρατηγικής θεσμικής εξάλειψης της αυταρχικής κληρονομιάς του μετεμφυλιακού αντικομμουνιστικού κράτους.

Πηγή
el.wikipedia.org

πηγή: Rednotebook.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Η γραμματική της γκλαμουριάς. Του Νίκου Σαραντάκου

«Κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» από την Ταινιοθήκη της ΕΡΤ-3