in

Ο αντικομμουνισμός του καφενείου και άλλες ιστορίες από την φιλελεύθερη κρύπτη

Ο αντικομμουνισμός του καφενείου και άλλες ιστορίες από την φιλελεύθερη κρύπτη

Του Χρήστου Τριανταφύλλου

Όποιος παρακολουθεί έστω και στοιχειδώς τον δημόσιο διάλογο τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, έχει αντιληφθεί ότι το νέο, μεταπολιτικό ρήγμα δεν είναι απλώς το «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» –το οποίο είναι ούτως ή άλλως μια πολύ επίφοβη, κατά τη γνώμη μου, διχοτόμηση–, αλλά το δίλημμα «υπευθυνότητα-λαϊκισμός». Για το θέμα αυτό έχουν γραφεί πάρα πολλά τα τελευταία χρόνια, αρκετά εκ των οποίων ιδιαίτερα αξιόλογα. Νομίζω όμως ότι δεν έχει δοθεί, ή δεν υπήρξε η αφορμή να δοθεί σημασία σε μιαν άλλη πτυχή: την σοβαρότητα των λόγων.

Αφορμή για τις σκέψεις αυτές αποτέλεσε η συζήτηση γύρω από το βιβλίο του Λεωνίδα Χατζηπροδρομίδη Ο Σταλινισμός και οι μεταμοντέρνοι θαυμαστές του (Εκδόσεις Επίκεντρο), που διεξήχθη στο βιβλιοπωλείο «Free Thinking Zone» στις 27 Φεβρουαρίου. Πήγα στην εκδήλωση αυτή χωρίς διάθεση χλευασμού, αλλά με ειλικρινή περιέργεια και ενδιαφέρον για όσα θα λέγονταν εκεί. Συζητητές ήταν, εκτός από τον συγγραφέα, οι Πάσχος Μανδραβέλης, Γιώργος Σιακαντάρης, Δημήτρης Ψυχογιός και ο εκδότης Πέτρος Παπασαραντόπουλος. Η συζήτηση που έχει ανοίξει γύρω από το βιβλιοπωλείο αυτό με αφορμή την μη διάθεση του βιβλίου του Δημήτρη Κουφοντίνα έρχεται ως επιστέγασμα όσων αναρωτήθηκα μετά την εκδήλωση.

Πήγα στην εκδήλωση περιμένοντας να ακούσω κάποια αποδόμηση της περίφημης «παλαβής Αριστεράς», των εμμονών της με τα φαντάσματα του παρελθόντος –και ιδίως με τον σταλινισμό–, καθώς και του πολιτικού της προγράμματος στη βάση της καταδίκης του λαϊκισμού. Περίμενα πως θα άκουγα μια συζήτηση όπου όλα αυτά θα αναλύονταν με επιχειρήματα, όπως συχνά κάνουν οι προαναφερθέντες σε άρθρα με τα οποία διαφωνώ οριζοντίως, καθέτως και διαγωνίως, αλλά μπορώ να παρακολουθήσω το σκεπτικό τους και να τα κρίνω στο πλαίσιο ενός σοβαρού δημοσίου λόγου, έστω και σκληρού. 

Αντίθετα, αυτό που αντίκρυσα δεν πληρούσε καμία από αυτές τις προϋποθέσεις: η μερίδα των δημοσιολογούντων που έχει θέσει ως σημαία της την σοβαρότητα, την νηφάλια ανάλυση και την επιχειρηματολογία αναλώθηκε σε μια σειρά αντικομμουνιστικές εξαγγελίες κακής ποιότητας, που δεν στηρίζονταν πουθενά, σε επανάληψη κοινοτοπιών για τα εγκλήματα του σταλινισμού και σε καφενειακού επιπέδου καλαμπούρια. Όταν η προσωποποιημένη υπευθυνότητα συγκεντρώνεται σε έναν χώρο που αυτοαποκαλείται «Free Thinking Zone» για να πει ανέκδοτα για τον Μπρέζνιεφ σα να πρόκειται για το τελευταίο καφενείο με χουντικούς παππούδες, είναι σίγουρο πως υπάρχει μια ανακολουθία. Ο μόνος που διασώθηκε κρατώντας ένα υψηλότερο επίπεδο ήταν ο Πάσχος Μανδραβέλης, ο οποίος, προς τιμήν του, απέφυγε τον καφενειακό αντικομμουνισμό. 

Το αντεπιχείρημα που θα έψεγε το επιχείρημά μου ως άκαμπτο και παλαιοκομμουνιστικό θα είχε να αντιμετωπίσει το βασικό πρόβλημα ότι επρόκειτο για μια σοβαρή συζήτηση, σε έναν σοβαρό χώρο. Και κυρίως, δεν μιλάω καν για τις ερωτήσεις του κοινού, μεταξύ των οποίων ακούστηκε πως η αμόρφωτη Αριστερά φταίει που η Ελλάδα δεν γνώριζε από παλαιότερα το Ιντερνέτ (sic), αλλά για τις τοποθετήσεις των ίδιων των ομιλητών. Όταν η συγκεκριμένη μερίδα αυτοαποκαλείται φιλελεύθερη και ψέγει την Αριστερά για λαϊκισμό, ασοβαρότητα και πολιτικό φονταμεταλισμό, ξεχνάει εκδηλώσεις όπως αυτή της 27ης Φεβρουαρίου. Πρόκειται για μια στοιχειωδώς αντιφατική στάση, που δεν μπορεί καν να σταθεί απέναντι στις κατηγορίες ότι οι αριστεροί γράφουν μεταξύ τους στο Facebook για κονσερβοκούτια: σε έναν χώρο που θεωρείται ένα από τα βασικά στέκια της φιλελεύθερης σκέψης, τα κύρια επιχειρήματα των ομιλητών στηρίζονταν σε counterfact history που ένας πρωτοετής φοιτητής μαθαίνει να αποφεύγει (λ.χ. «αν ο Στάλιν δεν κέρδιζε τον πόλεμο, δεν θα είχε γίνει ανεκτός»), και σε επικλήσεις στο ήθος αριστερών που δεν ήταν, κατά την άποψή τους, και τόσο αριστεροί (λ.χ. «ο Γκράμσι που ήταν τόσο σοβαρός έγραφε στην Δύση»). 

Το ζήτημα του λαϊκισμού έχει θιχτεί πολλές φορές, και θα θίγεται όλο και περισσότερο από τον φιλεύθερο λόγο, όσο η διαμάχη εντείνεται. Αν και θεωρώ πως η Αριστερά δεν πρέπει να μπαίνει στην διαδικασία της αυτοενοχοποίησης, σίγουρα ένας διάλογος με την απέναντι πλευρά, ο οποίος διεξάγεται με επιχειρήματα, είναι καλοδεχούμενος. Ένας μονόλογος, όμως, που αντλεί από τις πιο αντιδραστικές όψεις της ελληνικής Δεξιάς και που ενδύεται τον φιλελεύθερο μανδύα, σίγουρα δεν έχει να προσφέρει και πολλά – ιδίως όταν διεκδικεί για τον εαυτό του αυτό ακριβώς που συχνά του λείπει: την σοβαρότητα.

Πηγή: Rednotebook

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας

Mε συναυλίες συνεχίζονται οι αντιφασιστικές συγκεντρώσεις σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη