in

«Κάτι θα κάνουμε». Του Παντελή Μπουκάλα

«Κάτι θα κάνουμε». Του Παντελή Μπουκάλα

Αν δεχτούμε πως οι φωνές ανωνύμων που ακούγονται στην τηλεόραση, στο ενδιάμεσο κάποιου ρεπορτάζ ή σαν ουρά του, συναπαρτίζουν την αυθεντική φωνή του λαού, τότε είμαστε υποχρεωμένοι να δεχτούμε και κάτι μελαγχολικότερο: ότι ο λαός, όπως κι αν τον ορίσουμε, είναι γκρινιάρης και μόνο γκρινιάρης, παραπονιάρης και μόνο παραπονιάρης, βαριά απαισιόδοξος, αδικημένος πάντα και στα πάντα. Οτι τον τρώει εκείνο το ανίατο και ενίοτε ναρκισσιστικό αίσθημα αδικίας που αποτελεί στοιχείο της ταυτότητάς μας, τουλάχιστον σύμφωνα με ορισμένους μελετητές μας. Με μια λέξη, είναι καζαντζιδικός.

Ξέρουμε όμως ότι το δείγμα ανωνύμων που κατορθώνει να περάσει την τηλεοπτική κρησάρα και κάπως ν’ ακουστεί, δεν είναι τυχαίο, όπως θέλει να εμφανίζεται. Οι μέρες πριν από το δημοψήφισμα έπεισαν ως προς αυτό και τους πλέον δύσπιστους: τα στιγμιότυπα με τον ρεπόρτερ να παίρνει εντολή από το στούντιο να παρατήσει σύξυλο τον αντικομφορμιστή ανώνυμο που μιλούσε εκείνη τη στιγμή, στην ουρά κάποιου ΑΤΜ, και να αναζητήσει άλλον, που να λέει πράγματα ταιριαστά με τη λογική και τις επιθυμίες του διαύλου, θα μείνουν στην ιστορία της δημοσιογραφίας μας, στο κεφάλαιο «Αντικειμενικότητα – Ισηγορία – Πολυφωνία». Οση κι αν είναι πάντως η μέριμνα για την ανάδειξη και προβολή συμφερτικών ανώνυμων φωνών (το ανώνυμος πάντα σε εισαγωγικά, εις μνήμην του Ομήρου και του «ου μεν γαρ τις πάμπαν ανώνυμός εστ’ ανθρώπων»), ξεφεύγουν πού και πού γνώμες αντίθετες σε ό,τι επιχειρείται να παρουσιαστεί όχι σαν μέσος όρος αλλά σαν συντριπτικά πλειοψηφούσα άποψη.

Με τρεις λέξεις όλες κι όλες στερέωσε τη δική της αντισυμβατική γνώμη μια γερόντισσα τις προάλλες, αποκρινόμενη στη δημοσιογραφική ερώτηση «Και τώρα πώς θα τα βγάλετε πέρα;». «Κάτι θα κάνουμε», αυτή ήταν η μετρημένη απάντησή της. Ούτε ηρωολογίες, αλλά ούτε και λόγια παραίτησης. Εχει πολλή σοφία μέσα του και πολλή καρτερία το ταπεινό «Κάτι θα κάνουμε». Δεν αρνείται τις βαριές δυσκολίες, δεν εθελοτυφλεί. Eπιλέγει όμως να δείξει πίστη στην ατομική αντοχή και στη συλλογική επινοητικότητα, εξ ου και o πρωτοπρόσωπος πληθυντικός αριθμός. Γι’ αυτό και, μέσα στα πολλά απογοητευμένα και απογοητευτικά που ακούγονται συνεχώς, ήχησε σαν το σεμνό δόγμα ενός επιβιωτικού πείσματος. Σαν ένα τίμιο δάνειο κουράγιου.

Πηγή: Η Καθημερινή

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τα γερμανικά όπλα απασφαλίζονται. Του Γιάννη Σιώτου

«Η Ιφιγένεια στην χώρα των Ταύρων» από το ΚΘΒΕ