Menu

in

«Η Άλλη Ευρώπη»: Από την Ευρωβουλή σε πολιτικό υποκείμενο της ιταλικής Αριστεράς

«Η Άλλη Ευρώπη»: Από την Ευρωβουλή σε πολιτικό υποκείμενο της ιταλικής Αριστεράς

Του Μάρκο Ρεβέλι

Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το κείμενο που έγραψε ο Μάρκο Ρεβέλι και που «Η Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα» υιοθέτησε ως το πολιτικό ντοκουμέντο που θα συζητηθεί στην Συνδιάσκεψή της το Δεκέμβριο με στόχο τη δημιουργία ενός νέου πολιτικού υποκειμένου της ιταλικής αριστεράς. Το απόσπασμα αυτό δημοσιεύτηκε στο «Μανιφέστο» στις 28 Οκτωβρίου, ενώ το πλήρες κείμενο βρίσκεται στη διεύθυνση: listatsipras.eu. Η ηλεκτρονική έκδοση της «Αυγής» θα δημοσιεύσει την Κυριακή ολόκληρο το κείμενο.

«Να αλλάξουμε την Ευρώπη για να σώσουμε την Ιταλία». Έτσι θα μπορούσαμε να συνθέσουμε την πρόταση που «Η Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα» έθεσε στο κέντρο της προηγούμενης προεκλογικής εκστρατείας. Σήμαινε ότι το πραγματικό παιχνίδι, αυτό από το οποίο μια χώρα επιβιώνει ή βουλιάζει, παιζόταν στη δυνατότητα να ανατραπεί το οικοδόμημα των ευρωπαϊκών πολιτικών που επικεντρώνονταν στη λιτότητα.

Τώρα είναι ανάγκη να συμπληρώσουμε ένα δεύτερο βήμα: «Ν’ αλλάξουμε την Ιταλία για ν’ αλλάξουμε την Ευρώπη». Γιατί η Ευρώπη δεν «άλλαξε προς την τάδε κατεύθυνση». Παρόλο που οι ευρωπαϊκές εκλογές κατοχύρωσαν την απονομιμοποίηση των «πλατιών συμμαχιών» (Ευρωπαϊκού Λαϊκού και Σοσιαλιστικού Κόμματος από τους ψηφοφόρους) ο γερμανικός άξονας Μέρκελ – Σουλτζ επιβλήθηκε σε ολόκληρη την ήπειρο, μετατρέποντάς την σε ένα στενό συνάθροισμα συμφερόντων κλειστό στο θολό κύκλο της μπίζνας και του ισχυρού χρηματοοικονομικού τομέα.

Αυτός ο κύκλος πρέπει να σπάσει. Με την κινητοποίηση από τα κάτω, ισχυρή και διεθνική. Με ένα εναλλακτικό μέτωπο που να έχει στο κέντρο του τα 10 σημεία που είχαμε ήδη θέσει στις ευρωεκλογές, σε αντίθεση με την πολιτική και την ιδεολογία των «πλατιών συμμαχιών», στις οποίες είναι ολοκληρωτικά εξαρτημένη η σημερινή ιταλική κυβέρνηση.

Ανάμεσα στις αιτίες του μοιραίου 40,8% υπάρχει και η περίφημη υπόσχεση ότι «θα ακουστεί» στην Ευρώπη. Μια μεγάλη και συνειδητή απάτη. Όχι μόνο γιατί ο Ρέντσι ενέκρινε χωρίς να δώσει μάχη την Επιτροπή Γιούνκερ. Όχι μόνο γιατί λούφαξε μπροστά στα diktat της ΕΚΤ, παραδίδοντας στους Κεντρικούς Τραπεζίτες το σκαλπ του ιταλικού συνδικάτου. Αλλά και κυρίως γιατί το πρόγραμμά του είναι γραμμένο στο επίσημο πρόγραμμα της χειρότερης Ευρώπης. Από το πρώτο διάταγμα του Πολέτι έως το αποκαλούμενο «Ξεμπλοκάρουμε την Ιταλία», μέχρι την ερμηνεία της «αναθεώρησης των δαπανών»  ως σχεδίου για τις ιδιωτικοποιήσεις και το Jobs act [για την πλήρη ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων] ως εκκαθάρισης και του εναπομείναντος σύγχρονου πολιτισμού της εργατικής νομοθεσίας. Ή τον Νόμο Σταθερότητας [τον προϋπολογισμό] που προσομοιώνει επεκτατικές πολιτικές σε σχέση με τους Ευρωπαίους «ελεγκτές», αλλά που στην πραγματικότητα φορτώνει το κόστος των υπηρεσιών στους πολίτες που έχουν τις μεγαλύτερες ανάγκες.

Για αυτό εμείς λέμε ότι ο Ρέντσι δεν αποτελεί την εναλλακτική λύση στην Τρόικα. Ο Ρέντσι είναι η εσωτερικοποιημένη Τρόικα. Αποτελεί την προσωποποιημένη μορφή που αναλαμβάνει η κατάργηση της κυριαρχίας όταν καμουφλάρεται με τη ρητορική του δημαγωγού. Ο Ρέντσι απέχει μακριά από το να αντιπροσωπεύσει ένα κάποιο δρόμο διεξόδου, ενώ αντίθετα αποτελεί την ίδια την κρίση που εργάζεται στο πολιτικό επίπεδο. Αποτελεί τη μορφή που παίρνει η κρίση όταν το καταστροφικό δυναμικό της μεταφέρεται στο πολιτικό επίπεδο και εφαρμόζεται στη μορφή της κυβέρνησης.

Ο ρεντσισμός μας οδηγεί στην ολοκλήρωση της τερματικής κρίσης της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αυτό έγινε με την ευκαιρία της αποτρόπαιης μάχης του Αυγούστου για τη ρευστοποίηση της Γερουσίας. Έτσι έγινε στη σχέση ανάμεσα στη Νομοθετική Εξουσία και την Εκτελεστική Εξουσία, με τη συστηματική ταπείνωση της πρώτης και την απολυτοποίηση της δεύτερης. Αυτής της ταπείνωσης η κοινοβουλευτική περιπέτεια της ψήφου εμπιστοσύνης για τους Νόμους για την Εργασία Jobs Act αποτελεί ένα εξαιρετικό σημείο αληθείας. Αυτό συνέβη για τη φύση και το ρόλο των κομμάτων, ξεκινώντας από το Δημοκρατικό Κόμμα, το οποίο υπέστη μια γενετική αλλαγή για να μεταμορφωθεί από ετερογενές συνονθύλευμα ομάδων συμφερόντων και διαχειριστών σε «κόμμα του αρχηγού» και στην πορεία στο «μοναδικό κόμμα του έθνους», ένα ακροατήριο λαϊκίστικων δημοψηφισμάτων, που μετά την ολοκλήρωση της Συμφωνία του Ναζωραίου [ανάμεσα στο Ρέντσι και το Μπερλουσκόνι τον Ιανουάριο του 2014 για την κοινή στήριξη των (αντι)μεταρρυθμίσεων, το όνομα προέρχεται από την οδό κοντά στα γραφεία του Δημοκρατικού Κόμματος που έγινε η πρώτη συνάντηση τους], παρέδωσε σε έναν απονομιμοποιημένο και καταδικασμένο ηγέτη το ρόλου του συστατικού συνεταίρου.

Οι πολιτικές συνέπειες από όλα αυτά είναι φανερές: η στρέβλωση του πολιτικού και θεσμικού μας μορφώματος και η αλλαγή του πλαισίου των πολιτικών ταυτοτήτων δημιουργεί μια πρωτοφανή ανάγκη κινητοποίησης για την αντιστροφή αυτής της τάσης. Χρειάζεται να επεξεργαστούμε μια εφικτή εναλλακτική πρόταση έναντι του ρεντσισμού, μια αξιόπιστη πρόταση, ικανή να συλλέξει τα σημεία της δύναμης της και να οδηγήσει στην ανατροπή, όχι μόνο αποκαλύπτοντας την απάτη, αλλά προσφέροντας εφικτές και πρακτικές λύσεις.

Πρέπει να του αντιπαραθέσουμε μια γραμμή εξόδου, εάν όχι από την κρίση – που είναι ενδημική αυτού του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και κυρίως του ευρωπαϊκού του μοντέλου – τουλάχιστον από την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που βιώνουμε. Ένα σοβαρό πρόγραμμα σε σχέση με αυτό που υπαγορεύει η Ευρωπαϊκή Ένωση, λίγα σημεία, ξεκάθαρα, ξεκινώντας από το πρόβλημα του χρέους και την αναγκαία «εξυγίανσή» του, τη ρήξη με τις ευρωπαϊκές συμφωνίας που μας έβαλαν σαν χαλινάρι, ενός έκτακτου σχεδίου για την απασχόληση, για την οικολογική ασφάλεια της γης, για την ενεργειακή αναδιάρθρωση, για την αντιπροσώπευση των εργαζομένων στο εργοστάσιο και το πραγματικό ξεπέρασμα της ζούγκλας των συμβολαίων της «άτυπης εργασίας».

Ένα σημείο της δύναμης του Ρέντσι είναι η συστηματική επίκληση της ρήξης και της «νέας αρχής», που βουλιάζει τις ρίζες στην αδυναμία να δει κανείς ένα μέλλον, στη συνειδητοποίηση ότι «έτσι όπως είμαστε δεν μπορούμε να πάμε μπροστά». Σε αυτό το πολύ δίκαιο ερώτημα θα πρέπει να καταφέρουμε να απαντήσουμε εμείς.

Εδώ όμως παρεμβάλλονται τα δικά μας σημεία αδυναμίας. Αυτό που κάνει να τρέχει μακριά από εμάς ο κανονικός κόσμος είναι η δική μας ενδημική ερειστικότατα. Για να οικοδομήσουμε μια αξιόπιστη προοπτική χρειάζεται πρώτα απόλα μια ξεκάθαρη ρήξη με τις συνήθεις πρακτικές και παράλογες μορφές που εργαζόμαστε σαν αριστερά.

Μετά χρειαζόμαστε μια εξαιρετική κινητοποίηση της διανόησης και της γνώσης, γιατί η δική μας σκέψη είναι σήμερα ανεπαρκής απέναντι στις εντυπωσιακές αλλαγές της κοινωνίας που θα θέλαμε να παρακολουθήσουμε: «να ενώσουμε αυτό που η κρίση και ο νεοφιλελευθερισμός χώρισαν» αποτελεί ένα καλό σκοπό, αλλά πως αυτό θα γίνει θα πρέπει να το ψάξουμε ακόμη.

Για να μην αναφερθούμε στη κρίση της μορφής οργάνωσης, ξεκινώντας από τη «μορφή του κόμματος». Θα αποτελούσε για εμάς μια καταστροφή εάν σκεφτόμασταν να οικοδομήσουμε ένα σπίτι για τους εξόριστους από αυτή την κατάρρευση, χωρίς να θέτουμε το πρόβλημα με τι θα αντικαταστήσουμε το οργανωτικό μοντέλο του «κόμματος των μαζών», που κυριάρχησε τον πολιτικό ορίζοντα του προηγούμενου αιώνα για να βυθιστεί στην άβυσσο αυτό τον αιώνα.

Για αυτό το λόγο εμείς δεν προτείνουμε ένα «πολιτικό υποκείμενο» ήδη ωραίο και έτοιμο. Προτείνουμε μια πορεία μακράς διάρκειας σε βαθμό να προβάλλει την εμπειρία της «Άλλης Ευρώπης» μετά από την πορεία, που είχε ευτυχή κατάληξη, του εκλογικού ψηφοδελτίου. Μια διαδικασία που πρέπει να αρχίσουμε αμέσως, που θα πρέπει να διερωτηθούμε πραγματικά, όπου θα είναι πολύ ξεκάθαρη η σχέση ανάμεσα στα ενδιάμεσα στάδια και τον τελικό προορισμό, ή καλύτερα τη θέληση να δημιουργήσουμε ένα «ευρωπαϊκό πολιτικό υποκείμενο της αριστεράς και των δημοκρατικών Ιταλών».

Για αυτό το πρώτο στάδιο είναι να φθάσουμε στις επόμενες πολιτικές εκλογές με ένα ψηφοδέλτιο που να είναι σε θέση να ενώσει όλες τις συνιστώσες της αριστεράς που δεν παραδόθηκε στην ευρωπαϊκή λιτότητα και στην αυταρχική ιταλική έκδοσή της που ενσαρκώνει ο ρεντσισμός, αποφασισμένη να του αντιπαρατεθεί με αξιόπιστο τρόπο στο διπλό πεδίο της ηγεμονίας και της ικανότητας της ανανέωσης και καινοτομίας. Η πρόκληση των εκλογών σε εθνικό επίπεδο αποτελεί χωρίς αμφιβολία τη σωστή αντιπαράθεση για να δρομολογήσουμε τη διαδικασία που περιγράψαμε. Για να το πετύχουμε πλήρως θα πρέπει να συνυπολογίσουμε κάθε άλλη κίνησή μας.

Σε αυτή τη διαδικασία το αποτέλεσμα του ψηφοδελτίου «Η Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα» στις 25 Μαΐου, μπορεί να θεωρηθεί ένα καλό σημείο αφετηρίας. Οι συνθήκες της προεκλογικές εκστρατείας των ευρωεκλογών ήταν εξαιρετικές και μας ευνόησαν. Αυτές οι συνθήκες δεν υπάρχουν πλέον: τώρα θα πρέπει να οδηγήσουμε μια πορεία που να τη συμμεριζόμαστε, που να οδηγεί σε έναν προσδιορισμό των μορφών εκπροσώπησης που να είναι πλήρως νομιμοποιημένες και να προχωρήσουμε σε μια διπλωματική δουλεία σύγκλισης, που να σέβεται όλες τις ιστορίες και όλες τις ταυτότητες, αλλά και με τη συνείδηση ότι θα πρέπει να ξεπεραστούν διαχωρισμοί που είναι διαρκώς και περισσότερο μερικοί.

Θεωρούμε ότι είναι αναγκαίο να ξεκινήσουμε να σχεδιάζουμε το πεδίο όσων συμμετέχουν στη διαδικασία διαμέσου της ατομικής συμμετοχής τους στα ποιοτικά σημεία αυτού του ντοκουμέντου. Σε σχέση με αυτό η πρόταση που ζητάμε να συζητηθεί αφορά το άνοιγμα του «Συλλόγου Η Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα» [που κατέθεσε νομικά το όνομα και το σύμβολο του ψηφοδελτίου] σε μια μαζική ατομική συμμετοχή, γράφοντας το Καταστατικό (μέσα σε εννέα μήνες) με συμμετοχικό και δημοκρατικό πνεύμα. 

Στα συλλογικά υποκείμενα, από τη μια πλευρά, (κόμματα, κινήματα, συλλόγους) δεν ζητάτε να διαλυθούν ως προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε αυτή τη διαδικασία, αλλά ελπίζουμε στην πλήρη δέσμευσή τους και την ανάληψη του τελικού στόχου, όπως έκαναν κατά τις ευρωεκλογές.

Γύρω από εμάς υπάρχει ένας κόσμος γυναικών και ανδρών, που καθημερινά αγωνίζεται για να αντισταθεί και να αλλάξει ή τουλάχιστον που «δεν τα δέχεται». Υπάρχει μια «αριστεράς εκτός της αριστεράς», που δεν βρίσκει αποκούμπι σε αυτό που υπάρχει (ή που φαίνεται) και που αξίζει μια πολιτική εκπροσώπηση άξια αυτού του ονόματος. Με αυτούς θα πρέπει να πορευτούμε.

*Ο Μάρκο Ρεβέλι είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Τορίνο και πρωταγωνιστής στη δημιουργία του “ψηφοδελτίου Τσίπρα” στην Ιταλία. Αποτέλεσε έναν από τους διανοούμενους που συνυπέγραψαν το κάλεσμα για τη δημιουργία του ψηφοδελτίου, συμμετείχε ως εγγυητής στη σύνθεσή του και ως τις ευρωεκλογές αποτελούσε τον εκπρόσωπο του. Σήμερα συμμετέχει στο “Συντονιστικό της Άλλης Ευρώπης με τον Τσίπρα” και στο Σύλλογο που έχει νομικά την κυριότητα του ονόματος και του συμβόλου του ψηφοδελτίου. 

Μετάφραση – απόδοση: Αργύρης Παναγόπουλος

Πηγή: avgi.gr

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Η μεγάλη προδοσία. Του Άγγελου Μανταδάκη

Πεζοπορία στον Χορτιάτη την Κυριακή 2 Νοεμβρίου

Back to Top

Ad Blocker Detected!

Refresh