in

Έκτακτο δελτίο ακραίων κοινωνικών φαινομένων. Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

Έκτακτο δελτίο ακραίων κοινωνικών φαινομένων. Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου

Ανεξάρτητα από τις υπαρκτές, στρατηγικού χαρακτήρα διαφορές τους, όλες οι αριστερές δυνάμεις (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.α.) οφείλουν να δώσουν την εκλογική και κυρίως τις μετεκλογικές μάχες σε πνεύμα αλληλοσεβασμού και αλληλεγγύης απέναντι στους κοινούς εχθρούς- το αστικό, Μνημονιακό μπλοκ και την τροϊκανή επικηδεμονία.

1. Σύμφωνα με έναν διαδεδομένο, κυνικό αφορισμό, υπάρχει μόνο ένα πράγμα που είναι χειρότερο από το να μη γίνουν ποτέ τα όνειρά μας πραγματικότητα: η περίπτωση να… γίνουν! Εύχομαι να τους διαψεύσουμε- όπως κι αν αντιλαμβάνεται κανείς το «εμείς».

2. Οι τελευταίες μέρες του 2014 και οι πρώτες του 2015 είδαν την Ελλάδα να φιγουράρει ως πρώτο θέμα, στις περισσότερες ισχυρής επιρροής εφημερίδες της Ευρώπης και της Αμερικής. Σε μια μικρή χώρα με τεράστια συμβολική σημασία για τον πολιτισμό της Δύσης, μια χώρα που επελέγη ως το πειραματόζωο της διεθνούς χρηματιστικής ολιγαρχίας μετά την κρίση του 2008, εμφανίζεται ισχυρό το ενδεχόμενο ανάδειξης κυβέρνησης από δυνάμεις  που κινούνται αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας, για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τις αμέσως επόμενες εβδομάδες, η Ελλάδα θα συμπυκνώσει τις ελπίδες πάρα πολλών και τους εφιάλτες άλλων, ενσαρκώνοντας τη δυσοίωνη προειδοποίηση των FinancialTimes: οι  λαοί, που δεν αντέχουν πια και δεν υπακούουν άλλο στις φωνές της «λογικής», δηλαδή του φόβου και της εθελοδουλείας,  είναι ο αδύναμος κρίκος της Ε.Ε. και ολόκληρου του ιμπεριαλιστικού πλέγματος.

3. Η ανατροπή της τελευταίας Μνημονιακής κυβέρνησης δεν υπήρξε αποτέλεσμα ενός ρωμαλέου λαϊκού κινήματος, αλλά κοινοβουλευτικής ήττας των Σαμαροβενιζέλων. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι έχουμε να κάνουμε απλώς με μια «κρίση των από πάνω», διχασμού της ελληνικής ολιγαρχίας και των ξένων κέντρων μεταξύ παραδοσιακών αστικών δυνάμεων και ΣΥΡΙΖΑ, όπως υποστηρίζουν ή υπονοούν κάποιοι.

Ο λαϊκός παράγοντας ήταν παρών στην τελευταία, κρίσιμη φάση της πολιτικής κρίσης, είτε ρητά (σχετική ανάκαμψη των μαζικών αγώνων από το τέλος του καλοκαιριού με αντανάκλαση και στην ήττα του κυβερνητικού μπλοκ ακόμη και στο γήπεδό της, εκείνο της τρομολαγνείας, στην υπόθεση Ρωμανού), είτε υπόρρητα, με τη διόγκωση της λαϊκής κατακραυγής κατά των κυβερνώντων μετά τις ευρωεκλογές. Αυτός ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που δεν επέτρεπε στην κυβέρνηση να πάρει πρόσθετα μέτρα παρά μόνο επί ποινή σταδιακής διάλυσης και της Νέας Δημοκρατίας κατά το πρότυπο του ΠΑΣΟΚ.

Σ’αυτό το φόντο, η επιβολή του Σταύρου Δήμα με την εξάντληση όλων των μέσων εξαγοράς, εκβιασμού και αποστασίας βουλευτών, ακόμη κι αν ήταν (και ενδεχομένως ήταν) δυνατή, δεν φάνταζε σκόπιμη από την πλευρά του συστήματος. Θα κέρδιζε απλώς λίγο χρόνο, με αντίτιμο την εξαγρίωση μεγάλου τμήματος των λαϊκών στρωμάτων και την εξώθηση του ΣΥΡΙΖΑ σε πιο «ακραίες» θέσεις, ακόμη και παρά τη θέληση του ηγετικού του πυρήνα. Η στωική αντίδραση των ισχυρότερων αστικών μερίδων (τράπεζες, εφοπλιστές, συγκροτήματα της ενημέρωσης)- που πάντως εξακολουθούν να υποστηρίζουναναφανδόν τα Μνημονιακά κόμματα- δείχνει ότι θεωρούν το ΣΥΡΙΖΑ  δυνητικά χειραγωγήσιμο, αλλά όχι ακόμη ελεγχόμενο.

4.Από την πλευρά της η τρόικα, ενώ θα ήθελε να κάνει πιο εύκολη τη ζωή του Σαμαρά, δεν είχε κανένα λόγο να προσφέρει υποχωρήσεις σε μια παραπαίουσα κυβέρνηση. Πρώτα απ’ όλα, γιατί κάτι τέτοιο θα την υποχρέωνε να προβεί σε πολλαπλάσιες υποχωρήσεις απέναντι σε μια άλλη, πιο απείθαρχη κυβέρνηση, με νωπή λαϊκή εντολή, η οποία ήταν ούτως ή άλλως πιθανό να πάρει τη θέση της σημερινής. Έπειτα γιατί ειδικά η Γερμανία δεν ήθελε και δεν θέλει να δει το πουλόβερ της λιτότητας να αρχίσει να ξηλώνεται από την Ελλάδα. Φυσικά, ένα ορισμένο κούρεμα του χρέους και μια χαλάρωση της λιτότητας είναι πράγματα απολύτως διαχειρίσιμα για τη Γερμανία, με βάση τα μικρά μεγέθη της Ελλάδας. Ωστόσο μια τέτοια εξέλιξη είναι βέβαιο ότι θα ανοίξει την όρεξη πολύ μεγαλύτερων χωρών, όπως η Ιταλία και η Γαλλία, κάτι που δεν θέλουν ούτε να το σκέφτονται οι γερμανικές ελίτ, όταν μάλιστα αντιμετωπίζουν την κλιμακούμενη πίεση των εθνικιστών- αντιευρωπαϊστών στο εσωτερικό τους. (Οι πρόσφατες διαδηλώσεις εναντίον των μεταναστών στη Γερμανία δείχνουν ότι το μέχρι τώρα ελεγχόμενο AfDθα μπορούσε, προοπτικά, να εξελιχθεί σε κάτι πολύ περισσότερο επικίνδυνο, όπως το UKIPτου Νάιτζελ Φάρατζ στη Βρετανία).

Τούτων δοθέντων, η Γερμανία άφησε τον Σαμαρά και τον Βενιζέλο να σηκώσουν το Σταυρό του Μαρτυρίου, ελπίζοντας ότι είτε θα επιβάλουν στο ΣΥΡΙΖΑ άνευ όρων συνθηκολόγηση μετά από ενδεχόμενη εκλογική του νίκη, είτε ότι «θα γδάρουν ζωντανή» την κυβέρνησή του, οδηγώντας την σε γρήγορη κατάρρευση, για να παραδειγματίσουν όλους όσοι ρέπουν προς την απειθαρχία, σε πανευρωπαϊκή κλίμακα. Πιστεύουν ειλικρινά ότι κάτι τέτοιο θα τους είναι πάρα πολύ εύκολο και από μια άποψη δικαιολογούνται, έχοντας δει στην πράξη με πόσο ψοφοδεή τρόπο συμπεριφέρθηκαν τελικά, έναντι του Βερολίνου, οι πολιτικοί της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς, τύπου Παπανδρέου, Βενιζέλου, Θαπατέρο, Ολάντ και πάει λέγοντας.

Το ότι το πιστεύουν, δεν σημαίνει όμως ότι θα το πετύχουν κιόλας. Ας δώσουμε για μια φορά δίκιο στον κ. Πάγκαλο, που είπε κάποτε ότι η Γερμανία είναι «γίγαντας με μυαλό μικρού παιδιού». Έχοντας μπει με μεγάλη καθυστέρηση από την εποχή των μεσαιωνικών Αυτοκρατοριών σε εκείνη του νεωτερικού, δημοκρατικού έθνους- κράτους, η Γερμανία είχε πάντα σχετικά υπανάπτυκτη πολιτική κουλτούρα και σχεδόν θρησκευτική πίστη στην ωμή δύναμη- είτε στη δύναμη των πάντσερ, κατά το παρελθόν, είτε στην οικονομική της δύναμη, σήμερα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προκαλούσε τη μοίρα της, μόνο που μέχρι να τη συναντήσει έπαιρνε στο λαιμό της και τους λαούς ολόκληρης της ηπείρου.

5. Οι κρίσιμες εκλογές- εξπρές που έχουμε μπροστά μας σφραγίζονται ήδη από μια οξεία πολιτική πόλωση με έντονα κοινωνικά  χαρακτηριστικά. Η αστική τάξη, η μερίδα της μικροαστικής τάξης που  δεν υπέστη μεγάλες συνέπειες από την κρίση και τα εκφυλισμένα- λούμπεν στοιχεία της ξενοφοβίας και του παραδοσιακού αντικομμουνισμού πολώνονται έντονα προς τη Νέα Δημοκρατία, ενώ οι κεντροαριστερές εφεδρείες κατακερματίζονται και συρρικνώνονται- αν και μπορεί να παίξουν σοβαρό ρόλο σε σενάρια εκβιασμού και εξημέρωσης της Αριστεράς. Από την άλλη, τα εργατικά και ευρύτερα λαϊκά στρώματα πολώνονται έντονα προς τα αριστερά και κυρίως προςτο ΣΥΡΙΖΑ, συχνά χωρίς μεγάλες προσδοκίες, με δικαιολογημένες αμφιβολίες και έντονες ταλαντεύσεις.

Η αναμέτρηση θα είναι πολύ σκληρή και, παρά το μέχρι στιγμής δημοσκοπικό προβάδισμα του ΣΥΡΙΖΑ, η έκβασή της δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Δεν αποκλείεται να δούμε, ακόμη και πριν τις εκλογές, ακραία φαινόμενα, όπως ο τραπεζικός πανικός (bankrun), ή πάλι η επιστράτευση κάποιας μορφής «στρατηγικής της έντασης»,  όσο κι  αν παρόμοια μέσα είναι δίκοπο μαχαίρι για όποιον τα μετέρχεται. Υπάρχουν ρεαλιστικές δυνατότητες να πετύχει η Αριστερά μια μεγάλη εκλογική νίκη, ίσως πολύ μεγαλύτερη από ό,τι φαντάζονται οι περισσότεροι. Δεν θα πετύχει κάτι τέτοιο όμως ο ΣΥΡΙΖΑ αν παγιδευτεί στη λογική της «μετατόπισης προς το κέντρο», προς άγραν «μετριοπαθών» ψηφοφόρων. Αν μη τι άλλο, η διάλυση του «Κέντρου» θα έπρεπε να έχει κάνει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ περισσότρο επιφυλακτική απέναντι σε συμβουλάτορες- πολιτικά ναυάγια, που αναζητούν ναυαγοσώστες και φαντάζονται ότι μπορούν να τους υπαγορεύσουν και τους όρους τους! Αντίθετα, η Αριστερά μπορεί να δημιουργήσει ένα μεγάλο ρεύμα λαϊκής υποστήριξης μόνο με μια αποφασιστική, επιθετική γραμμή απέναντι στους αποδυναμωμένους και ανυπόληπτους πολιτικούς της αντιπάλους, εμπνέοντας εμπιστοσύνη στα ταλαντευόμενα στρώματα, που πείθονται λιγότερο από χειρονομίες μετριοπάθειας και περισσότερο από την αίσθηση της δύναμης.

6. Ανεξάρτητα από τις υπαρκτές, στρατηγικού χαρακτήρα διαφορές τους, όλες οι αριστερές δυνάμεις (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.α.) οφείλουν να δώσουν την εκλογική και κυρίως τις μετεκλογικές μάχες  σε πνεύμα αλληλοσεβασμού και αλληλεγγύης απέναντι στους κοινούς εχθρούς- το αστικό, Μνημονιακό μπλοκ και την τροϊκανή επικηδεμονία. Ενδεχόμενη επικράτηση του αστικού μπλοκ σ’αυτές τις εκλογές δεν θα «απελευθερώσει» τις λαϊκές μάζες από τις «κοινοβουλευτικές αυταπάτες», για να τις ρίξει με ανανεωμένη ορμή στα πεδία των εξωκοινοβουλευτικών αγώνων, όπως ορισμένοι φαντασιώνονται. Θα θωρακίσει πολιτικά τις αντιδραστικότατες αλλαγές που έχουν επέλθει, σε βάρος της μισθωτής εργασίας, στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο, ανοίγοντας το δρόμο για άλλες, ακόμη πιο επώδυνες. Θα προκαλέσει μεγάλο πλήγμα στο ηθικό του λαού και στο αξιόμαχο της Αριστεράς όλων των κομμάτων, ρευμάτων και τάσεων- εν ολίγοις, μια ήττα από την οποία θα κάνουμε καιρό να συνέλθουμε. Όλοι.

Η πρόκληση της αριστερής κυβέρνησης (καλύτερα, κυβέρνησης λαϊκής συμμαχίας με κορμό την Αριστερά) έχει τεθεί στην ημερήσια διάταξη, στην Ελλάδα, από την  ίδια την πραγματικότητα της ταξικής πάλης- όπως μπήκε, νωρίτερα, στην ημερήσια διάταξη των κινημάτων της Λατινικής Αμερικής. Δεν ξεμπερδεύεις με τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι κοινωνίες του υπερώριμου καπιταλισμού και του εδραιωμένου κοινοβουλευτισμού στον 21ο αιώνα με τη μηχανιστική αντιγραφή της ιστορικής πείρας επαναστατικών κινημάτων του 19ου ή των αρχών του 20ου αιώνα και το μηρυκασμό τσιτάτων από τη θεωρητική σκέψη που βασίστηκε σ’αυτά τα κινήματα. Ο νέος καπιταλισμός και η νέα εργατική τάξη που αναπτύσσεται μαζί του επιβάλλουν μια κομμουνιστική στρατηγική μακράς διαρκείας, στην οποία η κοινοβουλετική νίκη μπορεί να αποτελέσει έναν πρώτο, αλλά κρίσιμο γύρο. Μια αριστερή κυβέρνηση χωρίς πραγματικά επαναστατική κατάσταση θα πρέπει – αν δεν προδώσει τον εαυτό της και τον κόσμο που την ανέδειξε-να δρα ως διαρκής αντιπολίτευση στο αστικό σύστημα εξουσίας, που θα έχει χάσει έναν κρίσιμο μοχλό, αλλά όχι το «βαθύ κράτος». Θα πρέπει να μάθει «να κυβερνά υπακούοντας» στον οργανωμένο λαό, βοηθώντας ταυτόχρονα στην ισχυροποίησή του.

7. Στοιχειώδης ρεαλισμός επιβάλλει να αναγνωρίσουμε ότι δεν υπάρχει περίπτωση να αναδειχθεί από τις προσεχείς εκλογές μια ριζοπαστική αριστερή κυβέρνηση που θα ανοίξει το δρόμο για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό. Πρώτα απ’ όλα, γιατί οι ταξικοί συσχετισμοί και οι λαϊκές διαθέσεις δεν έχουν ωριμάσει για τέτοιας ποιότητας ανατροπές. Αλλά και γιατί ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ δεν δικαιούται την εμπιστοσύνη των λαϊκών στρωμάτων- άλλωστε, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη ούτε σε ένα σημαντικό τμήμα μελών και στελεχών του.

Ασφαλώς δεν έχουμε να κάνουμε με ένα αστικό, σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που έχει ήδη πάρει, ή τείνει να πάρει τη θέση του σοσιαλφιλελεύθερου ΠΑΣΟΚ στο αστικό πολιτικό σύστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ διαμορφώθηκε ως ρευστό, πολυσυλλεκτικό κόμμα λαϊκής υποστήριξης, αλλά χωρίς οργανικούς δεσμούς με τα λαϊκά στρώματα. Στο οργανωμένο λαϊκό κίνημα, που θα κληθεί να δώσει και να κερδίσει τις μεγάλες συγκρούσεις που βρίσκονται μπροστά μας, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μικρότερες δυνάμεις από το ΚΚΕ και την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά. Κινείται με βάση το «άμεσο όφελος» (συχνά μόνο το εφήμερο, επικοινωνιακό όφελος), χωρίς συνεκτική στρατηγική και ηγετική ομάδα με στοιχειώδη σύμπνοια. Ο καιροσκοπισμός και ο τακτικισμός του αφήνουν ανοικτά όλα τα ενδεχόμενα, για το καλύτερο ή το χειρότερο, σε κάθε κομβική επιλογή. Προοιωνίζονται μια επόμενη κοινοβουλευτική ομάδα πολύ  αμφίβολης συνοχής, όταν έρθουν τα δύσκολα. Οι μετατοπίσεις προς τα δεξιά της τελευταίας διετίας, ιδίως μετά τις ευρωεκλογές, ενισχύουν τη δικαιολογημένη καχυποψία ακόμη και όσων διαθέτουν μεγάλα αποθέματα καλής πίστης ή ευπιστίας.

Όλα αυτά συνηγορούν υπέρ της ανάγκης να κρατήσουν οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στάση οργανωτικής ανεξαρτησίας και πολιτικής δυσπιστίας έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Μια ισχυρή παρουσία αυτών των δυνάμεων στις επερχόμενες εκλογές θα ασκεί πίεση και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, στην προοπτική της ανάληψης κυβερνητικών καθηκόντων, ενώ ενδεχόμενη αφομοίωσή τους από αυτόν, ή εκλογικής περιθωριοποίησής τους θα τον κάνει ακόμη περισσότερο ευάλωτο στην αστική και ιμπεριαλιστική πίεση.

8. Οι προγραμματικές δεσμεύσεις και οι εκλογικές συμμαχίες του ΣΥΡΙΖΑ προδιαθέτουν όχι για μια πολιτική «τύπου Τσάβες», ανοιχτή σε αντικαπιταλιστικές ρήξεις, αλλά, τηρουμένων των αναλογιών, σε μια πορεία «τύπου Λούλα», με περιορισμένη αναδιανομή πλούτου, υπέρ των πιο χτυπημένων από την κρίση κοινωνικών στρωμάτων. Ωστόσο, η υλοποίηση ακόμη και του μινιμαρισμένου προγράμματος που εξήγγειλε ο Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ και στο Διαρκές Συνέδριο του κόμματός του δεν χωράει στα ασφυκτικά πλαίσια της γερμανικής Ευρώπης και θα οδηγήσει το ΣΥΡΙΖΑ, ανεξάρτητα ή και παρά τη βούληση της ηγεσίας του, σε ρήξη με τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και το διεθνές χρηματιστικό κεφάλαιο.

Το πιθανότερο είναι ότι ο πρώτος γύρος της σύγκρουσης θα κριθεί πολύ γρήγορα- είτε με μια ταπεινωτική συνθηκολόγηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και συμμάχων, που θα προεξοφλεί τη γρήγορη αποδόμησή της, είτε με το πέρασμα σε μια νέα, αβέβαιη, πάντως ελπιδοφόρα περίοδο κλιμακούμενων ρήξεων και ανατροπών, στην Ελλάδα και την Ευρώπη. Η εκτίμηση αυτή δεν βασίζεται στα γελοία,  τρομοκρατικά επιχειρήματα των συστημικών δυνάμεων περί των ομόλογων που λήγουν τέλη Μαρτίου και υποτίθεται ότι θα βάλουν το πιστόλι στον κρόταφο του Αλέξη Τσίπρα. Εκπρόσωποι μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων αναγνωρίζουν, σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες, ότι είναι αδύνατο να εκβιασθεί μια κυβέρνηση με νωπή λαϊκή εντολή,βάσει του χρονοδιαγράμματος της προηγούμενης κυβέρνησης, που μόλις θα έχει μαυριστεί στις κάλπες. Κάτι τέτοιο θα ξεσήκωνε πανευρωπαϊκές διαμαρτυρίες, όχι μόνο από τις αριστερές, αλλά ακόμη και από συστημικές, εθνικιστικές δυνάμεις, εμφανίζοντας την Ε.Ε. ως σύγχρονη Ιερή Συμμαχία, φυλακή των λαών. Επομένως, είναι σχεδόν βέβαιο ότι επί του προκειμένου θα δοθεί μία εντελώς προσωρινή λύση, χωρίς να εκτονώνει στο ελάχιστο το ευρύτερο πρόβλημα.

Σε αντίθεση με τη δημοσιολογία του συρμού, πιστεύουμε ότι ο χρόνος θα κυλάει υπέρ της νέας ελληνικής κυβέρνησης και σε βάρος της Μέρκελ. Η σταθεροποίηση μιας κυβέρνησης, η οποία θα διευρύνει αμέσως τα κοινωνικά της ερείσματα, απλά και μόνο με το σταμάτημα της λιτότητας και των αντιλαϊκών «μεταρρυθμίσεων», μαζί με το προσωρινό μορατόριουμ στην αποπληρωμή του χρέους ή μέρους του ενόψει διαπραγματεύσεων αποτελεί εφιάλτη για τη γερμανική ολιγαρχία. Πολύ περισσότερο που η Ισπανία, με την ισχυρή Αριστερά, έχει μπροστά της δύο κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις- τοπικές την άνοιξη και βουλευτικές το φθινόπωρο- ενώ και οι βρετανικές εκλογές, στις αρχές Μαίου, αντιπροσωπεύουν έναν άλλο, πολύ διαφορετικό βέβαια, παράγοντα πίεσης προς το Βερολίνο.

Για όλους αυτούς τους λόγους, είναι η πέριξ της Μέρκελ γερμανική ηγεσία η οποία θα επιταχύνει, πιστεύουμε, τη σύγκρουση για να ξεκαθαρίσει μια ώρα νωρίτερα το τοπίο. Μια σύγκρουση την οποία η Αριστερά και το εργατικό κίνημα της Ελλάδας δεν μπορούν να αποφύγουν, μπορούν όμως να κερδίσουν ή τουλάχιστον να αντέξουν, αφήνοντας ανοιχτή την προοπτική της νίκης στον επόμενο γύρο, στο βαθμό που θα γίνουν καταλύτες για ριζοσπαστικές αλλαγές στην Ευρώπη.

9. Σ’αυτό το φόντο, εάν η Αριστερά πετύχει μια μεγάλη εκλογική νίκη στις 25 Ιανουαρίου (επαναλαμβάνουμε, ένα πολύ μεγάλο «εάν») οφείλει από την πρώτη κιόλας στιγμή να εξαγγείλει και στη συνέχεια να δρομολογήσει ταχύτατα μια πρώτη δέσμη αποφασιστικών μέτρων που θα εκμεταλλευθούν και θα διευρύνουν τη δυναμική της λαϊκής, δημοκρατικής νίκης. Να χρησιμοποιήσει δηλαδή με τόλμη το μοχλό της κυβέρνησης για να αποδιοργανώσει περαιτέρω το συγχυσμένο αστικό στρατόπεδο, να ανορθώσει το ηθικό των λαϊκών δυνάμεων και να συμβάλει στη συγκρότηση ενός λαϊκού μπλοκ, κερδίζοντας το θεμελιώδες σε παρόμοιες καταστάσεις έκτακτης ανάγκης: πολιτικό χρόνο για προετοιμασία ενόψει των κρίσιμων μαχών του επόμενου διαστήματος. Για το σκοπό αυτό χρειάζεται ένα επεξεργασμένο «πρόγραμμα 100 ημερών», βασικές παράμετροι του οποίου μπορεί να είναι:

-Η άμεση ανακούφιση των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων και η αποφασιστική ενίσχυση των εργατικών δικαιωμάτων (συλλογικές συμβάσεις, φραγμός στις απολύσεις και τις ιδιωτικοποιήσεις) που θα ανατρέψουν προς όφελος της εργασίας τους ταξικούς συσχετισμούς δύναμης.

-Η απαλλαγή από το Μνημόνιο και η «έξωση» της τρόικα από την Ελλάδα.

-Η αναστολή εξυπηρέτησης ενός χρέους που όλοι οι σοβαροί άνθρωποι σε όλο τον κόσμο αναγνωρίζουν ότι είναι αδύνατο να αποπληρωθεί, ενόψει διαπραγματεύσεων για τη ρύθμισή του.

-Η ανάληψη ελέγχου από το κράτος των μεγάλων τραπεζών (στις οποίες το κράτος είναι ήδη βασικός μέτοχος) και ο εξαναγκασμός σε παραίτηση του κ. Στουρνάρα από τη διοίκηση της Τράπεζας της Ελλάδας.

-Η δραστική, δημοκρατική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, η Σεισάχθεια για εκείνους που τη δικαιούνται και η προστασία της πρώτης κατοικίας.

-Η ταχύρρυθμη αλλαγή του τοπίου στα ΜΜΕ στο έδαφος της δημοκρατικής νομιμότητας και της εκκαθάρισης των σκανδαλωδών συμβάσεων.

-Η αναστύλωση της δημόσιας εκπαίδευσης και της λαϊκής Υγείας, δύο τομέων που αγγίζουν κάθε λαϊκή οικογένεια και έχουν καταβαθρωθεί από τις Μνημονιακές πολιτικές.

-Η υιοθέτηση μιας πολυδιάστατης πολιτικής εθνικής ανεξαρτησίας και η αναζήτηση εναλλακτικών στηριγμάτων στη διεθνή σκηνή στη βάση του αμοιβαίου οφέλους, πράγμα που δεν αποκλείει, το αντίθετο, την αξιοποίηση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.

10. Είναι πολύ πιθανό ότι, ακόμη κι αν μας εκπλήξει θετικά- και ιδίως αν το κάνει!- η «υπαρκτή Αριστερά» του σήμερα, επιστρατεύοντας όλα τα αποθέματα αποφασιστικότητας και ευελιξίας, η στιγμή της ρήξης με το ευρωσύστημα θα έρθει προτού ακόμη να έχουν δημιουργηθεί ισχυρά στηρίγματα σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ενόψει αυτού του ενδεχόμενου, επείγει η πολιτική και ψυχολογική προετοιμασία της λαϊκής πλειοψηφίας, η οποία πρέπει να κληθεί να αναλάβει η ίδια την ιστορική ευθύνη για την περαιτέρω πορεία της χώρας- με δημοψήφισμα και στους δρόμους. Σ’αυτόν τον κρίσιμο κάβο, μια  μαχόμενη Αριστερά θα έχει μαζί της, εκτός από το πρόταγμα της κοινωνικής δικαιοσύνης, το πατριωτικό και δημοκρατικό αίσθημα του λαού, απέναντι στην πέμπτη φάλαγγα των βιαστών της λαϊκής κυριαρχίας. Κι όπως έλεγε ο υπεράνω πάσης υποψίας για αριστερισμό Τζον Κένεντι: «Όποιοι κάνουν τη μεταρρύθμιση αδύνατη, καθιστούν την επανάσταση αναπόδραστη»! 

Πηγή: rproject.gr

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Έχει σημασία αν έχεις δίκιο ή άδικο. Tου Γιώργου Κυρίτση

Εκδήλωση Μνήμης για τον Νίκο Τεμπονέρα στις 9/1