in

Μήπως είμαι ευρωκομμουνιστής; Του Χρήστου Λάσκου

Μήπως είμαι ευρωκομμουνιστής; Του Χρήστου Λάσκου

Σε πρόσφατες συζητήσεις με συντρόφους που έχουν παραμείνει στο ΣΥΡΙΖΑ πιστεύοντας πως –ακόμη και μετά τα θέματα (!) που προέκυψαν από το καλοκαίρι κι έπειτα- υπάρχουν περιθώρια επιρροής «από μέσα», ώστε να ασκηθεί φιλολαϊκή πολιτική μέσω ρωγμών και ισοδυνάμων, έχει έρθει στο τραπέζι ένα τελευταίο επιχείρημα. 

Όλοι σχεδόν αποδέχονται πως το Μνημόνιο είναι της αρκούδας και δεν βγαίνει κιόλας. Ξέρουν πως η παρέμβαση σχετικά με το χρέος δεν θα είναι παρά κάτι κοντά σε ό,τι είχε «πετύχει» να του υποσχεθούν  ο Σαμαράς πριν από τρία χρόνια ακριβώς. 

Επιπλέον, δεν έχουν εξήγηση για την στήριξη που παρέχουν σε εξακολουθητικές αντιδημοκρατικές πρακτικές και πραξικοπήματα παρά μόνο πως «δεν βλέπουν άλλη εναλλακτική», ως εάν το αδιέξοδο είναι η μοίρα πλέον της ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ελλάδα.  

Παρόλα αυτά, ωστόσο, επιστρατεύουν ένα τελικό, στρατηγικό σχεδόν, επιχείρημα. 

Λένε, δηλαδή: όσοι ισχυρίζεστε πως θα έπρεπε, αντίθετα από ό,τι έκανε η κυβέρνηση με την αποδοχή του Μνημονίου, να προχωρήσουμε σε «ρήξη», πέραν του γεγονότος πως δεν μετράτε καλά τους συσχετισμούς, φετιχοποιείτε, επιπλέον, μια στάση, ανάγοντας όλο το συγκρουσιακό δυναμικό μιας μακροχρόνιας και ποικιλόμορφης αναμέτρησης σε μια μοναδική στιγμή στον χρόνο. Κάποιος πολύ καλός σύντροφος, μάλιστα, μου είπε χαρακτηριστικά πως η αντίληψή μου προσομοιάζει πολύ σε αυτή του ΝΑΡ, πλέον: όλα ή τίποτε, σε μια στιγμή στο χρόνο. 

Πού είναι, συνεχίζει αυτή η κριτική, η σύνθετη «αριστεροευρωκομμουνιστική» στρατηγική για το σοσιαλισμό, που τον αντιλαμβάνεται ως μια μακρά πορεία ρήξεων και όχι ως τη μία και μοναδική «Ρήξη», αυτήν που μεταφυσικά επικαλούνται όλοι οι τύποι αριστεριστών από την εποχή του Μπλανκί και του Μπακούνιν, τουλάχιστον; 

Πού είναι η σύλληψη των αναγκαίων αναβαθμών που χτίζουν τη δυνατότητα για την σοσιαλιστική μετάβαση πάνω στις πιο μικρές μάχες, στις πιο καθημερινές κι ασήμαντες διεκδικήσεις, οι οποίες εδώ και τώρα, ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες και στους πιο αρνητικούς συσχετισμούς, οικοδομούν μέσα κι έξω από τους θεσμούς το καλύτερο αύριο για τις υποτελείς τάξεις;

Πού είναι, εν τέλει, όλη η σύνθετη προβληματική του «δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό»; 

Μάλιστα!

Ας πούμε δυό λόγια, λοιπόν. 

Επί της ουσίας, όσο κι αν προκαταρκτικά θέλω να πω πως  δεν βλέπω οι πρακτικές της παρούσας κυβέρνησης και του σύστοιχου σε αυτήν κόμματος να δίνουν τροφή για σκέψη σε τέτοια στρατηγικά πεδία. Είναι πολύ περισσότερο πρωτόλεια τα θέματα που τίθενται. Γι’ αυτό, άλλωστε, σχεδόν κανείς από τον κυβερνητικό αστερισμό δεν ασχολείται παρά μόνο ξεκαρφωτικά, νομίζω, στις τελευταίες παραγράφους συνεντεύξεων. 

Παρόλα αυτά θα απαντήσω στην πρόκληση. Λέγοντας πως δεν αισθάνομαι ούτε αριστεριστής ούτε ανυπόμονος. Πως προφανώς και κατανοώ το βάρος των συσχετισμών και την καταναγκαστική υλικότητα του κράτους –του καπιταλιστικού κράτους για να μην ξεχνιόμαστε. Πως συνεχίζω να μην πιστεύω στη «μία και μοναδική ρήξη», βάσει της οποίας θα αλλάξουν όλα. Πως θεωρώ τον πραξικοπηματισμό εξίσου επικίνδυνο με τον δεξιό ρεφορμισμό. 

Και πως, ακριβώς γι’ αυτό, νομίζω πως δεν υπάρχει αριστερή πολιτική –η παραμικρή οσμή της- χωρίς πραγματικές ρήξεις, με όλη την πολιτική δραστηριότητα να συγκεντρώνεται στο επίπεδο του κράτους και της διαχείρισής του, με πλήρη περιφρόνηση για τα πραγματικά κινήματα στο όνομα, μάλιστα, του «κοινωνικού».

Επειδή, όμως, σοβαρή αντιπαράθεση για τη στρατηγική δεν μπορεί να γίνει στο πλαίσιο μιας σαββατιάτικης επιφυλλίδας αρκούμαι να παραθέσω, ως πρόκληση για όσους πραγματικά ενδιαφέρονται σχετικά, μια τοποθέτηση, πολύ παλιά στον χρόνο πια, του Κοκκινοπράσινου Δικτύου, που κατά λέξη σχεδόν επαναλήφθηκε στη συνέχεια σε προγραμματικά ντοκουμέντα του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ: 

«Απ΄ αυτήν την άποψη το θεμελιώδες είναι πώς να συλλάβουμε ένα ριζικό μετασχηματισμό του κράτους συναρθρώνοντας τη διεύρυνση και το βάθεμα των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και των ελευθεριών με την ανάπτυξη μορφών άμεσης δημοκρατίας στη βάση και τη διασπορά αυτοδιαχειριστικών εστιών. Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα ενός δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό και ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού. Και η τοποθέτηση αυτή παρόλη την γενικότητά της είναι εξαιρετικά σαφής. Ξεκαθαρίζει πως το καίριο είναι ο μετασχηματισμός του κράτους κατά τη διάρκεια της μεταβατικής διαδικασίας και όχι η υποκατάσταση μιας ελίτ αριστερών εμπειρογνωμόνων στην κορυφή ενός κράτους αμετάλλακτου ή «κατεστραμμένου». Διευκρινίζει πως αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων δεν σημαίνει απανωτές μεταρρυθμίσεις σε συνεχή πρόοδο, κατάκτηση κομμάτι-κομμάτι μιας κρατικής μηχανής ή απλή κατάληψη κυβερνητικών θέσεων ή κορυφών: σημαίνει κατηγορηματικά μια πορεία ουσιαστικών διαρθρωτικών αλλαγών που το κορυφαίο σημείο τους –και θα υπάρξει αναγκαστικά ένα τέτοιο σημείο- βρίσκεται στην ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ των λαϊκών μαζών και πάνω στο στρατηγικό πεδίο του κράτους. Ο δημοκρατικός δρόμος είναι εκείνη η στρατηγική που προετοιμάζει την ιστορική ρήξη επιτυγχάνοντας θεσμικές μεταβολές στην προοπτική του σοσιαλισμού. Όλες οι μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν τη δυνατότητα συλλογικής δράσης των ανθρώπων σήμερα, όλες οι επιλογές που μειώνουν την επικράτεια του εμπορεύματος, όλες οι θεσμικές αλλαγές που επιτρέπουν την αμεσοδημοκρατική παρέμβαση του πληθυσμού  είναι πολιτικές νίκες του κινήματος από την σκοπιά του σοσιαλισμού. Είναι πολιτικές παρεμβάσεις που ξεκόβουν τόσο από μια αριστερίστικη σωτηριολογική προσμονή μιας απρόβλεπτης στην πράξη κατάστασης επαναστατικής κρίσης και δυαδικής εξουσίας όσο –και πιο έντονα- με μια ρεφορμιστική προκήρυξη θεσμικών αλλαγών, που μεταρρυθμίζουν τον καπιταλισμό χωρίς να τον κλονίζουν ούτε κατ’ ελάχιστο. Ο δημοκρατικός δρόμος επιχειρεί να προετοιμάσει την κατάσταση της ιστορικής τομής, να την φέρει κοντύτερα στον χρόνο. Γιατί και οι δύο στάσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως στην πραγματικότητα μας αναγκάζουν να βλέπουμε το σοσιαλισμό «εκτός χρόνου», ολοκληρωτικά απροσδιόριστο ή απεριόριστα απομακρυσμένο. Σε ότι αφορά μάλιστα τον εκσυγχρονισμό –ανώτατο στάδιο του ρεφορμισμού- στην πραγματικότητα κόβει κάθε δεσμό με το σοσιαλιστικό πρόταγμα: πρόκειται για ένα μεταρρυθμισμό διακηρυκτικό, ένα μεταρρυθμισμό χωρίς μεταρρυθμίσεις. 

Στο πλαίσιο μιας τέτοιας στρατηγικής προφανώς οι κοινοβουλευτικές και εκλογικές διαδικασίες και παρεμβάσεις του κινήματος έχουν το ρόλο τους. Για να παρέχουν, ωστόσο, πραγματικές δυνατότητες θα πρέπει το κίνημα να παρεμβαίνει πολύ πριν τις εκλογικές μάχες, στο επίπεδο της ίδιας της διαδικασίας σχηματισμού της συναίνεσης. Πρέπει να προωθεί μια αγωνιστική αντικαπιταλιστική πρακτική που να υπονομεύει την αστική ηγεμονία, να αποσυνθέτει την ταξική συμμαχία στην οποία η τελευταία στηρίζεται, να θέτει σε κρίση τους μηχανισμούς, τους θεσμούς, τις πρακτικές εκεί που αυτές ριζώνουν. Και κυρίως να αποφεύγει τον εκλογικισμό, την ιδέα δηλαδή πως η εξουσία κατακτιέται με τις εκλογές και ότι οι εκλογές κερδίζονται μέσα στις προεκλογικές καμπάνιες: ιδέα ολέθρια, που δεν σταμάτησε να φέρνει καταστροφικές ήττες- ακόμη και εκλογικές.

Βασική πολιτική αποστολή του αριστερού κόμματος σε μια στρατηγική δημοκρατικού δρόμου είναι η προώθηση της αυτοοργάνωσης και της πολιτικής ριζοσπαστικοποίησης των κινημάτων. Γιατί δεν υπάρχει καμία πιθανότητα επιτυχίας του σοσιαλιστικού εγχειρήματος χωρίς την ενεργό και μαζική κινητοποίηση των λαϊκών τάξεων και των επί μέρους κινημάτων».

Όποιος στα παραπάνω αναγνωρίζει ο,τιδήποτε από όσα γίνονται και λέγονται από την κυβέρνησή μας ας προσπαθήσει να μας πείσει. 

Ο,τιδήποτε, οσοδήποτε μικρό και στοιχειώδες. Για να συνεχίσουμε στα σοβαρά τη συζήτηση.

———————————————————————————————

Η στρατηγική συζήτηση πρέπει να γίνει. Είναι προφανές πως θα πρέπει πολλά να δούμε από την αρχή. Και άλλα από τη μέση ή το τέλος. 

Και, μάλιστα, χωρίς θέσφατα κανενός είδους. Όλα δοκιμάζονται.

Πώς θα μπορούσε, άλλωστε, να είναι αλλιώς με βασικό δεδομένο τη μεγαλύτερη ίσως καπιταλιστική κρίση της ιστορίας. 

Το θέμα είναι η συζήτηση να είναι αυτό που της αξίζει και όχι πρόσχημα –έστω και με τις καλύτερες προθέσεις. 

Όλα να μπουν σε επερώτηση –ακόμη κι αυτά που αποτελούσαν τις πιο επεξεργασμένες τοποθετήσεις.

Κάποιοι στη διεθνή συζήτηση ισχυρίζονται πως ο «ριζοσπαστικός ρεφορμισμός» είναι που απέτυχε. 

Και ίσως η μόνη ελπίδα   είναι η επανοικοδόμηση μιας gauche de gauche. Που θα καλέσει τις υποτελείς τάξεις σε μια μεγάλη διακινδύνευση. Μήπως και εμποδιστεί η αποκαλυψιακή διακινδύνευση, που συνδέεται με την προϊούσα καπιταλιστική δυστοπία. Πολύ περισσότερο όταν π.χ. ο ίδιος ο Μπιλ Γκέιτς μας προειδοποιεί πως «μόνον ο σοσιαλισμός μπορεί να σώσει το περιβάλλον». Και την εργασία, και την ασφάλιση, και την παιδεία, και την υγεία και όλα. 

Γι’ αυτό, από στρατηγική άποψη, αυτό που προσάπτω κατ’ εξοχήν σε όσους παραμένοντες γνήσια ενδιαφέρονται για κείνη την έρμη κομμουνιστική υπόθεση είναι πως η αποδοχή, έστω και δύσθυμα(!), του νεοφιλελεύθερου πλαισίου στην ακραία του εκδοχή, όπως εμφανίζεται με τα μνημόνια, δεν είναι ένας δεξιόστροφος πραγματισμός απλώς, πρόκειται για ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί προσχώρηση σε έναν πραγματισμό της δυστοπίας. Έχει πολύ περισσότερο στρατηγικό χαρακτήρα από ό,τι αντιλαμβάνονται οι φορείς του. Υποστηρίζει την ηγεμονία του πιο άγριου καπιταλισμού, την ώρα που αυτός αδυνατεί να προσφέρει οποιοδήποτε θετικό πολιτικό αφήγημα. Εκεί που δυσκολεύεται να δώσει την παραμικρή υπόσχεση ευημερίας, οσοδήποτε στο μέλλον, έρχονται οι πραγματιστές να τον απαλλάξουν από το άγος προδίδοντας την «ουτοπική» ελπίδα. Και όλα αυτά χωρίς την παραμικρή συζήτηση, με πλήρη ευτελισμό κάθε δημοκρατικής δυνατότητας, γιατί έτσι αποφάσισε ένας κύκλος, του οποίου, μάλιστα, η επάρκεια είναι αληθινά παροιμιώδης.

Μπορεί να είναι ο δικός μου απλοϊκός, επιφανειακός τρόπος να βλέπω τα πράγματα που δεν καταφέρνει να συλλάβει την «πολυπλοκότητα του πραγματικού» και τον «σύνθετο χαρακτήρα της ταξικής πάλης». 

Μπορεί. Όλα είναι πιθανά. 

ΥΓ. Ας κρατήσουμε, πάντως, πως σήμερα, 31η Οκτωβρίου 2015, η κομμουνιστική υπόθεση παίζεται στον Έβρο. 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τι δεν καταλαβαίνετε; Του Δημήτρη Κουκλουμπέρη

Ποτέ την Κυριακή: 24ωρη απεργία των εργαζομένων στο εμπόριο