in

Ένας υπερεθνικός επιθεωρητισμός πάνω από την ελληνική εκπαίδευση. Του Χρήστου Κάτσικα

Ένας υπερεθνικός επιθεωρητισμός πάνω από την ελληνική εκπαίδευση. Του Χρήστου Κάτσικα

Κροκοδείλια δάκρυα για τα ελληνικά σχολεία συνόδευσαν την πρόσφατη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της Έκθεσης PISA του ΟΟΣΑ που διεξάγεται κάθε τρία χρόνια μετρώντας τις επιδόσεις των 15χρονων μαθητών στην κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες.

Και αυτό γιατί στο τεστ εκπαιδευτικής αξιολόγησης PISA 2012 η Ελλάδα βρέθηκε στην 42η θέση, μεταξύ των 65 χωρών που συμμετείχαν, σημειώνοντας πτώση 17 θέσεων, καθώς το 2009 ήταν στην 25η θέση.

Όπως γίνεται κατανοητό η κατάταξη της χώρας μας στις τελευταίες θέσεις χρησιμοποιείται ως τεκμήριο από όποιον θέλει να κατακεραυνώσει συνολικά τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία της εκπαίδευσης (δασκάλους, καθηγητές, γονείς, μαθητές) για την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους.

Και αυτό ακριβώς γίνεται και στη χώρα μας. Από τους διαμορφωτές της πολιτικής, από τα μέσα ενημέρωσης και από παράγοντες που επηρεάζουν την κοινή γνώμη τα αποτελέσματα της Έκθεσης PISA χρησιμοποιούνται ως η επαρκής απόδειξη της αποτυχίας των εκπαιδευτικών συστημάτων. Μάλιστα, συμβαίνει το εξής παράδοξο: Στις χώρες όπου οι μαθητές καταγράφουν υψηλές επιδόσεις η κυρίαρχη πολιτική συγχαίρει τον εαυτό της και πιστώνεται με μια αποτελεσματική εκπαιδευτική πολιτική. Στις χώρες με χαμηλότερα επιτεύγματα, η κυρίαρχη πολιτική κατηγορεί ευθέως τους εκπαιδευτικούς για την κακή απόδοση.

Στο πλαίσιο αυτό δεν ήταν λίγοι αυτοί που θεώρησαν ευκαιρία να ξεσκονίσουν για μια ακόμη φορά τα ρεφρέν τους για τους «τεμπέληδες καθηγητές που δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους» και για «τους μαθητές που είναι όλο συνθήματα και καταλήψεις». Ανάμεσά τους ο γνωστός Ι.Κ. Πρετεντέρης δεν άφησε την ευκαιρία χαμένη και στο “Βήμα” της 8/12 έριξε ευθέως τα βόλια του στους εκπαιδευτικούς θεωρώντας τους υπεύθυνους για το «σχολείο που όπως φαίνεται ειδικεύεται στο να παράγει πολλούς αγανακτισμένους, αναστατωμένους, αδικημένους, απογοητευμένους…».

Όπως γίνεται κατανοητό, η κατάταξη της χώρας μας στις τελευταίες θέσεις χρησιμοποιείται ως τεκμήριο από όποιον θέλει είτε να κατακρίνει την εκπαιδευτική πολιτική των κυβερνήσεων είτε να κατακεραυνώσει συνολικά τους εμπλεκόμενους στη διαδικασία της εκπαίδευσης (δασκάλους, καθηγητές, γονείς, μαθητές) για την πλημμελή άσκηση των καθηκόντων τους.
Είναι αθώο το PISA;

Καμιά συζήτηση ασφαλώς για το ποιος είναι ο ΟΟΣΑ, το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα και οι πολιτικές του προτεραιότητες για το σχολείο. Ούτε ασφαλώς σκέφτηκε να ρωτήσει κανείς για το αν η Σιγκαπούρη που πρωτεύει συνεχώς στον εν λόγω διαγωνισμό είναι το πρότυπο κοινωνίας και εκπαίδευσης που πρέπει να ακολουθήσουμε. Ή μήπως είναι τελικά;

Αλλά ας δούμε τα πράγματα με μια σειρά.

Ο Οργανισμός Οικονομικής Ανάπτυξης και Συνεργασίας (ΟΟΣΑ), με εργαλείο το Διεθνές Πρόγραμμα Αξιολόγησης Μαθητών/-τριών PISA πρωτοστατεί στην πολιτική επιτήρησης, συμμόρφωσης, πιστοποίησης «εκπαιδευτικών προϊόντων» και «εκπαιδευτικών υπηρεσιών» και ανταγωνισμού. Πολύ εύστοχα ο πανεπιστημιακός Γιώργος Μαυρογιώργος επισημαίνει ότι ο ΟΟΣΑ, με «συμβουλευτικές εκθέσεις», εμπορεύεται εμπειρογνωμοσύνη για την άσκηση πολιτικής και στην εκπαίδευση. Οι βασικοί του πολιτικοί και ιδεολογικοί άξονες κινούνται γύρω από την ενθάρρυνση ενός ακραίου διεθνούς ανταγωνισμού, με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, την περιστολή των δαπανών και την υποχρηματοδότηση της εκπαίδευσης, την αύξηση των ελέγχων, την ένταση των εξεταστικών διαδικασιών, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, την αποκέντρωση της χρηματοδότησης, την ελεύθερη επιλογή σχολείου, το «μπόλιασμα καλών διεθνών πρακτικών» και, γενικώς, την προώθηση τεχνοκρατικών και διαχειριστικών προσεγγίσεων στον σχεδιασμό των εκπαιδευτικών αλλαγών.

Ο Γιώργος Μαυρογιώργος τονίζει ότι το PISA εισβάλλει, ως άλλος επιθεωρητής, στα σχολεία δυο φορές (πιλοτική-βασική) στα τρία χρόνια. Με τα δοκίμια αξιολόγησης προωθεί συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, τον μαθητή, κ.ά., και υποδηλώνει ένα σύστημα αρχών, αντιλήψεων και επιλογών που προβάλλουν (και ώς ένα βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Πού στοχεύει τελικά το PISA;

Ε, λοιπόν, τι άλλο συνιστά αυτή η λειτουργία του PISA παρά μια συγκεκριμένη μορφή άσκησης κοινωνικού ελέγχου στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία; Αυτή η εξέλιξη, σε τελευταία ανάλυση, σημαίνει ότι η συμμετοχή στις διαδικασίες του ανοίγει τις προϋποθέσεις για εκχώρηση του ελέγχου της ίδιας της παιδαγωγικής και διδακτικής πράξης στους ορισμούς της ενιαίας υπερεθνικής και αυστηρά συγκεντρωτικής «επιθεωρητικής» του εξουσίας. Τόσο οι χώρες που κατακτούν τα πρωτεία όσο κι αυτές που προσδιορίζονται από το σύνδρομο της τελευταίας θέσης ανταγωνίζονται με κοινό σημείο αναφοράς το «εξεταστικό παράδειγμα» PISA. Αυτό σημαίνει ότι η όλη υπόθεση έχει εξελιχθεί ήδη σε ένα μηχανισμό «παρακυβέρνησης» των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών που συμμετέχουν, με επιλογή των ίδιων των κυβερνήσεων. Φανταστείτε, κυνηγώντας την πρωτιά, η «προαιρετική» συμμετοχή να έχει ως αποτέλεσμα τη μετατροπή των σχολικών μονάδων και των εκπαιδευτικών συστημάτων σε φροντιστήρια διεθνούς πατέντας για τη συμμετοχή στο PISA! Βέβαια, η εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων έχει επεκταθεί δραματικά σε όλα τα πεδία της υποτιθέμενης εθνικής κυριαρχίας. Η εκπαίδευση δεν θα μπορούσε να είναι η εξαίρεση. Δεν χωράει καμιά αμφιβολία. Αν οι συνταγές του ΟΟΣΑ και της Ε.Ε. στοχεύουν στις «δομές και τις υποδομές» του εκπαιδευτικού συστήματος, ο γνωστός διεθνής διαγωνισμός PISA στοχεύει στο «περιεχόμενο» της εκπαίδευσης. Χέρι – χέρι ο διεθνής διαγωνισμός PISA επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά του (μέσα από τον έλεγχο των αναγνωστικών, μαθηματικών και φυσικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει τη σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Στην πράξη οι στόχοι του προωθούν αντί της γνώσης τη δεξιότητα. Για να πάει καλά μια χώρα στον διαγωνισμό πρέπει οι μαθητές της να έχουν αντιμετωπίσει τη Γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά ως εργαλείο επικοινωνίας, να έχουν διδαχτεί από τα Μαθηματικά κυρίως μεθόδους επίλυσης πρακτικών προβλημάτων, ενώ στις Φυσικές επιστήμες να μην έχουν εμβαθύνει στο γιατί αλλά στο πώς. Έτσι, το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, προσαρμοζόμενο στους στόχους του προγράμματος, να «προπονεί» τους μαθητές σε τέτοιου είδους θέματα αντί να τους διδάσκει, να τους καταρτίζει αντί να τους εκπαιδεύει.

Αναδημοσίευση από την Αυγή.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Γιατί η Αριστερά δίνει τη μάχη για τα δικαιώματα των ομόφυλων ζευγαριών;

Το «Δάσος των Χριστουγέννων» στην Ιερισσό