in

Oι μητέρες μας

Oι μητέρες μας

Το απροσδόκητο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Σεζάρ Ντιάζ από τη Γουατεμάλα ήταν η βασική επιλογή μας για την τρέχουσα κινηματογραφική εβδομάδα. Χρυσή Κάμερα στις Κάννες, βραβείο που απονέμεται στην καλύτερη πρώτη ταινία ενός σκηνοθέτη κι επίσημη υποψηφιότητα του Βελγίου για τα φετινά Oscar. O Nτιάζ μας είχε συστηθεί έμμεσα λίγα χρόνια νωρίτερα, καθώς εργάστηκε ως μοντέρ στο “Ηφαίστειο” του Χάιρο Μπουσταμάντε, ενώ έχει δημιουργήσει και δύο ντοκιμαντέρ.

Γράφει ο Μίλτος Τόσκας

2018 ξεκινάει στην πρωτεύουσα της χώρας η πολύκροτη δίκη που αφορά τα γεγονότα του εμφυλίου (1981-83). Ο νεαρός Ερνέστο εργάζεται στο ιατροδικαστικό ινστιτούτο. Θέλοντας και μη μπλέκει τη δουλειά του με το προσωπικό δράμα που βιώνει, καθώς ο πατέρας του είναι ένας από τους περίπου 45.000 αγνοούμενος αυτής της ανθρώπινης τραγωδίας που σε μεγάλο βαθμό αποσιωπήθηκε και δεν πήρε παγκόσμιες διαστάσεις. Στο εισαγωγικό του σημείωμα ο σκηνοθέτης μιλάει επίσης για 200.000 νεκρούς και συρράξεις που έφτασαν μέχρι το 1996.

 Από τη μία ο υιός θέλει να μάθει τα πάντα-ό,τι συνέβη, από την άλλη η βαριά “τραυματισμένη” μητέρα δε θέλει να θυμάται την επίγεια κόλαση που βίωσε. Θα λύσει τη σιωπή της μονάχα όταν πρέπει και το κρίνει η ίδια. Ένα επώδυνο παρελθόν κυνηγάει μία ολόκληρη γενιά ανθρώπων, την έχει στιγματίσει ανεξίτηλα. Τα πως, τα γιατί, στοιχειώνουν τις ζωές τους. Είδαν τους αγαπημένους τους να χάνονται μέσα σε μία στιγμή κι ακόμα και σήμερα με επιμονή κι υπομονή αναζητούν τα οστά τους. Ένα ιερό καθήκον στο οποίο έχουν αφιερωθεί με περίσσεια αυταπάρνηση.

Για την Γενοκτονία των Μάγια ή το Σιωπηλό Ολοκαύτωμα όπως άτυπα χαρακτηρίζεται μπορείτε να πληροφορηθείτε αρκετά στοιχεία από το βιβλίο του Νόαμ Τσόμσκι, “πως λειτουργεί αυτός ο κόσμος”. Εμφύλιος σπαραγμός που πυροδοτήθηκε έξωθεν. Ήδη από το 1955 περίπου οι Αμερικανοί είχαν βάλει στον στόχο τη Γουατεμάλα. Η ιστορία της Κεντρικής και της Λατινικής Αμερικής άλλωστε είναι μία πονεμένη υπόθεση για την οποία έχουν γραφτεί αρκετά βιβλία και στο μέλλον δεδομένα θα απασχολήσει και πάλι τους ανθρωπολόγους.

Ο Ντιάζ παίρνει άριστα. Δημιουργεί ένα υπόκωφο δράμα χωρίς κραυγές κι ακραίες αντιδράσεις. Καταφέρνει να διεγείρει συναισθηματικά τον θεατή και να του επιφέρει την ανάλογη φόρτιση. Ειδικά τα πλάνα με τα ταλαιπωρημένα πρόσωπα των γυναικών των ανταρτών να γυρνούν το ένα μετά το άλλο, αλλά κι η σκηνή της κορύφωσης με την μητέρα και το υιό στο κρεβάτι να αγκαλιάζονται και να κλαίνε, αφού έχει επέλθει η λύτρωση απογειώνουν το έργο του σκηνοθέτη και δικαιώνουν την επιμονή του στη λεπτομέρεια.

Με στοιχεία που σου φέρνουν στο μυαλό ντοκιμαντέρ, με εξαιρετικές πινελιές μουσικής η ταινία καλείται να γιατρέψει τον πόνο και τις ανοιχτές πληγές αυτών των ανθρώπων. Επιπροσθέτως κάνει γνωστή σε ολόκληρο τον κόσμο τη συγκεκριμένη σφαγή-γενοκτονία. Δεν έχει στόχο να αποθαρρύνει, αλλά αντιθέτως να αφυπνίσει συνειδήσεις και να ενεργοποιήσει το κοινό αίσθημα. Το έργο αποκτά συγχρόνως οικουμενικό και διαχρονικό χαρακτήρα. Ευαισθητοποιεί και μας βάζει σε δεύτερες σκέψεις.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Καθαρή Τρίτη

Καταγγελία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα Αιολικά Πάρκα εντός προστατευόμενων περιοχών Natura 2000