in

Όμως εγώ παραδέχτηκα την ήττα…Tου Στρατή Μπουρνάζου

Όμως εγώ παραδέχτηκα την ήττα…Tου Στρατή Μπουρνάζου

Ο τίτλος, καρφωμένος στο μυαλό μου εδώ και δυο βδομάδες, προσπαθεί να εκφράσει δύο βασικά, για μένα, πράγματα, προκειμένου να συνεχίσουμε: την ήττα και την παραδοχή της. Θα προσπαθήσω να τα εξηγήσω, μαζεύοντας τη σκέψη και τα κουράγια μου.

α) Λέμε όλοι, και σωστά, ότι η συμφωνία (θα) είναι κακή, απέχει από το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ, συνιστά ήττα. Ασφαλώς. Όμως πρόκειται για κάτι πολύ παραπάνω. Όχι μόνο δεν ακυρώσαμε τα Μνημόνια, αλλά θα υπογράψουμε ένα καινούργιο· κι αυτό δεν είναι «λεπτομέρεια», αλλά σεισμός, καθώς η κατάργηση των Μνημονίων υπήρξε, τα τελευταία χρόνια, κορμός της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, συνεκτικό του στοιχείο και βασικός λόγος της ανόδου του. Έτσι, η ήττα πλήττει συνολικά τη δυνατότητα άσκησης πολιτικής εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ. Ας υποθέσουμε, λ.χ., ότι (αν και μοιάζει απίθανο σήμερα) χάνει τις επόμενες εκλογές· σε ποια βάση θα αντιπολιτευθεί και θα αντιπαλέψει το Μνημόνιο, αφού το έχει αποδεχθεί;

Υπάρχει, εδώ, μια ποιοτική διαφορά, σε σχέση με άλλες ήττες (ενός συνδικάτου, λ.χ.): η άσκηση της εξουσίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, καθώς βρίσκεται στην κυβέρνηση, είναι αναγκασμένος –με όποιες «ρωγμές»– να εφαρμόσει τα αντίθετα από όσα έλεγε.

β) Η ήττα αφορά, αν και σε διαφορετικό βαθμό, όλους όσους υποστηρίξαμε το πολιτικό σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ. Ασφαλώς, ο ρόλος της Μέρκελ και του Σόιμπλε είναι καθοριστικός, και η όλη ιστορία αποκαλυπτική για την «υπαρκτή Ε.Ε.». Ωστόσο, αυτό δεν συνιστά άλλοθι, για να καταλήξουμε ότι, τελικά, εμείς δεν φταίμε. Όχι, δεν τα λέγαμε καλά· και το γράφω, ασφαλώς, και σε ό,τι με αφορά. Και η διάθεση ωραιοποίησης ή υπεκφυγής μου φαίνεται ό,τι χειρότερο· χρειάζεται, νομίζω, συναίσθηση, αναστοχασμός αλλά και, πώς να το πω, ταπεινότητα, συντριβή· όχι για να σκύψουμε το κεφάλι, αλλά για μπορούμε να κοιτάζουμε τους άλλους στα μάτια.

Όλα τα παραπάνω ήταν σε μεγάλο βαθμό γνωστά· μάλιστα, αφού περιγράφαμε τους Μέρκελ, Σόιμπλε & συντροφία με τα μελανότερα χρώματα, γιατί περιμέναμε να έχουν άλλη στάση; Πού βασίζαμε τις ελπίδες μας; Στη λογική, στην κινητοποίηση των λαών, στα ρήγματα, στις πιέσεις. Απεδείχθησαν πολύ λίγα και η εκτίμηση λάθος.

Όπως έγραψε, υπερβολικά αλλά εύγλωττα, ο Δημήτρης Τσίρκας στο facebook, η Αριστερά, αδυνατώντας «να υλοποιήσει τα προτάγματά της, αρέσκεται στις καταγγελίες και τις κατάρες εναντίον των αντιπάλων της. Τους περιγράφει με τα πιο μελανά χρώματα, τους ξορκίζει και εκτοξεύει κενές απειλές εναντίον τους. Έτσι, ο Σόιμπλε είναι εκβιαστής τραμπούκος, η Μέρκελ αδίστακτη νεοφιλελεύθερη, ο Γιουνκέρ ύπουλος διπρόσωπος κ.ο.κ. Το μόνο που αποδεικνύει όμως με όλα αυτά είναι η δική της παροιμιώδη ανικανότητα ν’ αντιδράσει. Καταφεύγει διαρκώς σε ηθικολογίες και αφηρημένες επικλήσεις σε υπερβατικές αρχές».

γ) Με πόση έπαρση διακηρύσσαμε ότι θα σκίσουμε τα Μνημόνια, απορρίπταμε αλαζονικά όσους το αμφισβητούσαν ή έλεγαν ότι είναι αναπόφευκτα; (δεν το λέω για να πω ότι είχαν δίκιο, αλλά ότι εμείς είχαμε άδικο). Και, έτσι, ανοίγουμε ένα μεγάλο κεφάλαιο: τον αντιμνημονιακό λόγο.

Η αντίθεση στα Μνημόνια εξέφρασε, πιστεύω, υπαρκτές κοινωνικές αντιθέσεις, διάθεση αντίστασης και ριζοσπαστισμό, την αντιπαράθεση στην κηδεμονία και τη φτωχοποίηση. Ωστόσο, ακούγοντας προχθές τον Πάνο Καμμένο στη Βουλή (ιδεοτυπικό εκφραστή του παλαιού αντιμνημονιακού και νυν νεομνημονιακού λόγου) αντιλαμβάνεται κανείς πως ο λόγος αυτός δεν προάγει καμιά ριζοσπαστική κριτική αλλά καθηλώνει. Οι κραυγές Καμμένου για «φυλακές» (σχεδόν μετωνυμία της κρεμάλας) είναι κάτι πολύ διαφορετικό από τη διεκδίκηση κοινωνικής δικαιοσύνης ή τη δημοκρατική απαίτηση λογοδοσίας. Όπως τα πρωτοσέλιδα της αντιμνημονιακής Κόντρας (ένα μείγμα δημαγωγίας, συνωμοσιολογίας, λατρείας του «αρχηγού», σεξισμού, αντιπλουτοκρατισμού, χυδαίου λαϊκισμού και σκέτης χυδαιότητας) έχουν τόση σχέση με την Αριστερά όσο και η αλήστου μνήμης Αυριανή. Και, εν τέλει, η κατακραυγή, λ.χ., εναντίον του Στ. Θεοδωράκη πόσο βαθαίνει την αριστερή μας ματιά; (δεν το λέω από καμιά «συμπάθεια» στον Θεοδωράκη, από αγωνία για μας το λέω).

δ) Αν λοιπόν δεχόμαστε ότι πολλά από όσα λέγαμε ήταν εξωπραγματικά, καθήκον μας είναι να μη φτιάξουμε μια νέα χίμαιρα. Αν η βεβαιότητα του «έντιμου συμβιβασμού» εντός ευρωζώνης απεδείχθη φενάκη και πρέπει να αποκαθηλωθεί, το τελευταίο που χρειαζόμαστε είναι να στήσουμε στο βάθρο της ένα καινούργιο παραμύθι με νέους σωτήρες και το μαγικό ραβδί της Ρήξης, που γιατρεύει πάσαν νόσον.

***

Και τώρα τι; Αν είσαι ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ., Ποτάμι δικαιούσαι να πανηγυρίζεις. Επιβεβαιώθηκες, ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε, φάνηκε ότι οι λεονταρισμοί (αλλά ούτε η δημοκρατία — και αυτό είναι το θέμα!) δεν ωφελούν, η πολύμηνη διαπραγμάτευση στοίχισε. Σύμφωνοι — και δεν το λέω ειρωνικά. Υπάρχει όμως ένα μεγάλο «Αλλά»: όσα λάθη κι αν κάναμε, τα Μνημόνια δεν δικαιώνονται: παραμένουν κοινωνικά άδικα και οικονομικά ολέθρια. Το ζήτημα δεν είναι διόλου θεωρητικό ή αρμοδιότητας του δικαστηρίου της Ιστορίας. Είναι πρακτικό και επείγον, καθώς το νέο Μνημόνιο θα συνεχίσει την καταστροφική του δράση.

Και υπάρχει ένα ακόμα «Αλλά»: στο μετάλλευμα του ΣΥΡΙΖΑ, του Όχι, της διαμαρτυρίας υπάρχει πολύ ευγενές μέταλλο. Μαζί με τις αυταπάτες και τα κακά, πρέπει να διακρίνουμε την ελπίδα, την προσδοκία ενός καλύτερου αύριο, τη φλόγα που κινητοποίησε όλο αυτό τον κόσμο. Κι αυτό είναι δύναμη προωθητική για την κοινωνία· ενώ δεν είναι η επιβεβαίωση του αδιεξόδου, η συντριβή του ορίζοντα, η ακύρωση της πολιτικής, που εκβάλλει είτε στην μοιρολατρία και την εθελοδουλία είτε σε τυφλά ξεσπάσματα.

***

Δεν μπορώ να μιλήσω, ακόμα, για τα διά ταύτα, σκέφτομαι όμως μερικά «προαπαιτούμενα». Ένα είναι η διατήρηση χώρων διαλόγου, αντιπαράθεσης, κριτικής (και εδώ οι κραυγές περί «προδοσίας» ή «αποστασίας» είναι καταστροφικές — όχι μόνο για όσους τις εισπράττουν, αλλά και όσους τις εκτοξεύουν). Σ’ αυτή τη κατεύθυνση, η κουβέντα για το Plan A, το Plan B, αλλά και το Plan C (μορφές αλληλέγγυας οικονομίας, συνεργατικές τράπεζες, «κοινά» κ.ο.κ.) είναι κατεπείγουσα, με όρους όμως πραγματικούς και όχι ιδεολογικούς.

Άλλο προαπαιτούμενο, η συνέχιση της αντίστασης. Και εδώ οι κραυγές περί «προδοσίας» ή «αποστασίας», οι βίαιες προσβολές είναι ολέθριες. Όχι μόνο αξιακά (όταν αγωνίζεσαι για την κοινωνική απελευθέρωση δεν μπορείς να τσαλαπατάς τον άλλο), αλλά και πολιτικά: είναι πρωτόγονες, εγκλωβίζουν και διασπούν. Άλλο η σφοδρή κριτική, άλλο ο κανιβαλισμός. Και θα είναι κακό η πολιτική αντιπαράθεση, το επόμενο διάστημα, να αναλωθεί στην καταγγελία και την αυτοεπιβεβαίωση. Ασφαλώς η υπογραφή του Μνημονίου αποτελεί τομή και είναι καθοριστικό σε ποια πλευρά τάσσεται καθένας. Αλλά η άποψη μπορεί να δικαιωθεί ουσιαστικά μέσα από την πολιτική πράξη, όχι μέσα από την καταγγελία του αντιπάλου.

Πέρα από την πολιτική και τα πρόσωπα, πίσω από τις γραμμές ας διακρίνουμε κάτι: την ελπίδα που τροφοδότησε ο Γενάρης και το δημοψήφισμα, τον πόνο από τη διάψευση και την ήττα. Δεν είναι εκδορά ή αμυχή, αλλά τραύμα βαθύ. Ξέρω πολλούς που το χλευάζουν, λένε π.χ. ότι τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ είναι άξια της μοίρας τους. Δικαίωμά τους, ασφαλώς, να το λένε, αλλά το βρίσκω μίζερο και ανόητο. Ο πόνος, το κλάμα (που δεν είναι υποκριτικό, δεν έγιναν ηθοποιοί ξαφνικά τόσοι άνθρωποι) φανερώνει ένα ταρακούνημα. Και αυτό, αξιακά αλλά και πολιτικά (οι καιροί είναι ρευστοί) μας αφορά. Ο πόνος και το δάκρυ, η συντριβή μπορεί να γίνουν πηγή δύναμης και ζωής· ο κυνισμός ή η αυταρέσκεια, η ωμότητα ή η χαιρεκακία, δύσκολα. Αυτό πιστεύω.

Πηγή: Ενθέματα

Φωτογραφία: Άρθουρ Ντόουβ, «Κόκκινος ήλιος», 1935

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Η επιστροφή της άσχημης Γερμανίας. Του Γιόσκα Φίσερ

Δύο ταινίες από την Ταινιοθήκη της ΕΡΤ-3 τη Δευτέρα