Πρέπει να βάλουμε χειροπέδες στον Όλιβερ Τουίστ;

Παρίσι, Παρασκευή 20 Γενάρη 2012, ώρα 13:15, μετρό Μαξ Ντουρμουά, 18ο διαμέρισμα
Της Έλσας Παπαγεωργίου

Βγαίνω από το τρένο, στα χέρια μου κρατάω σημειώσεις για το μάθημα. Σήμερα θα μιλήσουμε για την κουλτούρα και την ιδεολογία. Σίγουρα θα αφιερώσω λίγο χρόνο για να μιλήσω για τη σκηνή στην οποία ο Αλτουσέρ μας περιγράφει την ιδεολογία ως υποταγή στην «ανώτατη αρχή». Πρόκειται για την περίφημη και χιλιοσχολιασμένη σκηνή κατά την οποία ο περαστικός ανταποκρίνεται σχεδόν με ενστικτώδη τρόπο στην αρχή που τον εγκαλεί: «Ε! Εσείς εκεί!». Ο περαστικός, χωρίς καν να ξέρει αν η φωνή απευθύνεται στον ίδιο, αναγνωρίζει την αστυνομική έγκληση και γυρίζει αμέσως.

Η Τζούντιθ Μπάτλερ, στην Ψυχική Ζωή της Εξουσίας, λέει πως η σκηνή δεν χρειάζεται καν να λάβει χώρα για να είναι αποτελεσματική. Σχολιάζοντας την παθιασμένη προσκόλληση στο νόμο ως προϋπόθεση συγκρότησης του υποκειμένου, συμπληρώνει κάτι για την είσοδο στο λόγο, την κατάκτηση του «εγώ», ως ιδιοποίηση της ενοχής.

Η σκηνή που θα περιγράψω έλαβε χώρα στο παρισινό μετρό. Με τα χαρτιά στο χέρι και το νου στην ιδεολογία «ως έγκληση», που περιέχει μια βαθιά αλήθεια χωρίς να είναι η μόνη αλήθεια της ιδεολογίας, βγαίνω από το βαγόνι και κατευθύνομαι προς την έξοδο. Γραμμή 4, κατεύθυνση Πορτ ντε λα Σαπέλ. Παρά τη βιασύνη και τη βαθιά προσήλωση στη συζήτηση με τον «Άλλον», δεν μπορώ παρά να προσέξω αυτό που διαδραματίζεται μπρος στα μάτια μου.

Τρεις νεαροί αστυνομικοί, δύο άντρες και μια γυναίκα, έχουν στριμώξει, με την πλάτη στον τοίχο, τέσσερα παιδιά μεταξύ επτά και έντεκα ετών. Πρόκειται για Ρομ, κατά πάσα πιθανότητα. Περνάνε χειροπέδες στο μεγαλύτερο εξ αυτών, ένα κοριτσάκι ηλικίας το πολύ έντεκα ετών.

Σοκαρισμένη, αμήχανη και μην πιστεύοντας ακριβώς στα μάτια μου ρωτάω: «Τι κάνετε εκεί; Βάζετε χειροπέδες στο παιδί;».

Μου απαντάει η γυναίκα αστυνομικός, οι άντρες όντας απασχολημένοι να σφίξουν τις χειροπέδες αφού είναι μεγάλες για ένα παιδικό καρπό κι ενώ το κοριτσάκι βγάζει μικρές κραυγές πόνου: «Κυρία μου αν ήσασταν εσείς αυτή από την οποία είχαν κλέψει το πορτοφόλι;».

«Πορτοφόλι, ξεπορτοφόλι δεν βάζουμε χειροπέδες στα παιδιά» ανταπαντώ σε μια ύστατη προσπάθεια να σώσω την πολιτειακή μου αξιοπρέπεια. Πρέπει να φύγω, έχω μάθημα σε πέντε λεπτά και δέκα λεπτά δρόμο μέχρι τη σχολή. Μιλάω με μια άλλη γυναίκα που παρενέβη όπως κι εγώ μεταξύ των δεκάδων που ήταν μάρτυρες.

Ωρίομαι, τι πράγματα είναι αυτά, είναι παράνομο, υπάρχει σύμβαση προστασίας των δικαιωμάτων των παιδιών. Εχει καταλυθεί κάθε όριο… «Εχετε δίκιο», μου λέει, «συμφωνώ μαζί σας, γι αυτό πρέπει να ψηφίσουμε. Από τότε που έχουμε το Σαρκοζύ όλο τέτοια γίνονται».

Γριλίζω κάτι για τον εκφασισμό μιας ολόκληρης κοινωνίας κι ότι η ψήφος δεν αρκεί σε αυτή την περίπτωση. Οφείλουμε να εξεγερθούμε…και συνεχίζω για τη δουλειά μου.

Στην είσοδο της σχολής πετυχαίνω τη γραμματέα και μια από τις υπεύθυνες. Με μεγάλη ένταση τους περιγράφω τι έγινε και ρωτάω αν υπάρχει τρόπος να έρθουμε σε επαφή με συλλόγους που δραστηριοποιούνται στη γειτονιά ή με κάποιους δημοτικούς συμβούλους.

Στην αρχή μου προτείνουν να το χειριστώ ατομικά, γρήγορα όμως καταλαβαίνουν ότι, εκτός από το ότι πρέπει να πάω άμεσα στο μάθημα, το μόνο που θα έκανα πηγαίνοντας μόνη στο τμήμα να παραπονεθώ θα ήταν να προσφέρω άπειρο γέλιο στους αστυνομικούς υπηρεσίας αν όχι το να προκαλέσω αντίποινα εις βάρος μου. Η προφορά μου εξάλλου μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει αφορμή και για τα δύο ενδεχόμενα.

Στο διάλλειμα, συνομιλώντας με τη διευθύντρια, και κατόπιν συνομιλίας που προηγήθηκε με μια αξιόπιστη δημιοσιογράφο, συμφωνήσαμε να απευθυνθώ σε έναν από τους πολύ γνωστούς και παλιούς συλλόγους που δραστηριοποιείται για τα δικαιώματα προσφύγων και μεταναστών. Όπερ και εγένετο.

Στο μεταξύ έμαθα ότι οι αστυνομικές επιθέσεις στους καταυλισμούς των Ρομ δεν έχουν σταματήσει ούτε μια μέρα εδώ και δύο χρόνια περίπου. Ότι σε κάποια από αυτές τις επιθέσεις η αστυνομία χώρισε τους γονείς από τα παιδιά και ότι κάποια από αυτά έκαναν βδομάδες να ξαναβρούν τους γονείς τους.

Αυτές τις μέρες διάβαζα πάλι για τον εγκλεισμό οικογενειών με βρέφη και παιδιά σε «κέντρα κράτησης» ή αλλιώς στρατόπεδα όπως λέμε και στην Ελλάδα που ξέρουμε από αυτά.  

Σε αναμονή νεότερων για τη συγκεκριμένη υπόθεση, δεν μπορώ να αποφύγω από το να κάνω κάποιες σκέψεις:

Στη Γαλλία, τα δικαιώματα των παιδιών αποτέλεσαν για μια μακρά περίοδο θέσφατο. Η βασική υποχρέωση του Κράτους απέναντι στα παιδιά, ανεξάρτητα από εθνικότητα και από το αν είχαν ή όχι χαρτιά, ήταν να τα στέλνει στο σχολείο.

Πριν από λίγα χρόνια ξεκίνησαν οι συλλήψεις έξω από τα σχολεία, γονιών, παππούδων και γιαγιάδων που δεν είχαν χαρτιά. Έτσι δημιουργήθηκε το Δίκτυο Εκπαίδευση Χωρίς Σύνορα. Οι απανωτές κινητοποιήσεις και η διαρκής επαγρύπνηση εκπαιδευτικών, γονέων και κηδεμόνων έβαλε φρένο στο νέο μέσο εξεύρεσης ατόμων προς απέλαση και, πολλές φορές, σταμάτησε απελάσεις μαθητών που ήταν μεγαλύτεροι των δεκαέξι ετών.

Όμως, οι ποσοστώσεις στις απελάσεις αποτελούν πάντα το βασικό κριτήριο διαμόρφωσης των μεταναστευτικών πολιτικών.

Ενα κλίκ πιο πίσω στο χρόνο, η έννοια του παιδιού και της παιδικής ηλικίας άρχισε να αντικαθίσταται από αυτήν του ανήλικου. Σιγά τα αυγά θα πει ίσως κάποιος. Με τη διαφορά ότι τόσο στο επίπεδο του νόμου όσο και σε αυτό της κοινωνικής συνείδησης η έννοια του παιδιού συνδέεται με τα δικαιώματα και την κοινωνική προστασία ενώ αυτή του ανηλίκου με την παραβατικότητα και, συνεπώς, με την επιτήρηση και την τιμωρία.

Η συνέχεια είναι πάνω κάτω γνωστή. Λιγότερα παιδιά και περισσότεροι ανήλικοι, λιγότερα δικαιώματα και περισσότερη τιμωρία.  

Στο μεταξύ, το φαινόμενο της επετείας άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο έντονο. Γυναίκες με μωρά στα χέρια, έγκυοι αλλά και άντρες μικρότερων ή μεγαλύτερων ηλικιών.

Δεν ξέρω αν οι καταυλυσμοί έχουν αυξηθεί ή όχι. Αυτό που ξέρω είναι ότι κάποια στιγμή κάτι άλλαξε.

Αν η θέα των αστέγων ήταν για εμάς, μεσόγειους και μεσόγειες επαρχιώτες και επαρχιώτισσες, ένα πρώτο σοκ, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, τότε που νομίζαμε ότι βγαίνουμε στο εξωτερικό για σπουδές ενώ στην πραγματικότητα μεταναστεύαμε, αυτή η δεύτερη αλλαγή ήταν ένα ακόμα μεγαλύτερο. Ισως γιατί μεγαλώναμε, ίσως γιατί κάποιοι και κάποιες από εμάς γινόμασταν γονείς με τη σειρά μας και αυτό επιδρούσε και σε εμάς και στο άμεσο φιλικό και συντροφικό περιβάλλον και σίγουρα γιατί ο καθένας και η καθεμιά βλέπει τι γίνεται γύρω του.

Επετεία και εξαθλίωση, τεκμήριο ενοχής για όσους και όσες λαμβάνουν κοινωνικά επιδόματα, ρατσισμός και περιφρόνηση στην υποψία ότι μπορεί να είσαι άνεργος ή άνεργη. Την ίδια στιγμή τα θύματα αστυνομικής βίας δεν σταματούν να αυξάνονται.

Ο Ολιβερ Τουίστ στοιχειώνει το παρισινό μετρό παρέα με την Τιτίκα και χωρίς Γιάννη Αγιάνη. Πρόσφατα είδα, τους φορούν και χειροπέδες.

Στα αυτιά μου αντήχησαν με δύναμη και βία οι στίχοι του Μπρεχτ που τους αποδίδουμε πάντα διαφορετικά αλλά που πάντα σημαίνουν το ίδιο. Σε μια στιγμή στο μάθημα έκανα κι εγώ τη δική μου απόδοση. Ηταν η πιο ήσυχη στιγμή.

Όταν ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές δεν μίλησα γιατί δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους τσιγκάνους δεν μίλησα γιατί δεν ήμουν τσιγκάνος.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους ομοφυλόφυλους δεν μίλησα γιατί δεν ήμουν ομοφυλόφυλος.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους εβραίους δεν μίλησα γιατί δεν ήμουν εβραίος.
Όταν ήρθαν να πάρουν εμένα, δεν έμενε πια κανείς να με υπερασπιστεί.

Ή κάπως έτσι….Έτσι κι αλλιώς, αυτοί οι στίχοι ανήκουν σε μια κουλτούρα προφορική. Αυτή που γεννιέται μέσα στους αγώνες. Εκεί που γεννιέται και η ανθρωπιά.

από το RedNotebook.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΔΗΜ.ΑΡ: Προστασία ιδιωτών-κατόχων ομολόγων μέχρι 100.000 ευρώ

Ολοκληρώθηκε η σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών