in ,

Πεσμένα φύλλα

Γράφει ο Βασίλης Κεχαγιάς

Έστω και με μια εβδομάδα καθυστέρησης από την έξοδο της ταινίας στις κινηματογραφικές αίθουσες, οφείλουμε να σταθούμε στο τελευταίο φιλμ του Άκι Καουρισμάκι, «Πεσμένα φύλλα», απόσταγμα ωριμότητας ενός δοκιμασμένου στο χρόνο σκηνοθέτη. Έχοντας ξεκινήσει στα 1983 την παρουσία του στη μεγάλη οθόνη (μάλιστα, αρχικά με τη συνδρομή του αδελφού του Μίκα ), ο Φινλανδός δημιουργός έδωσε στην πρώτη του εμφάνιση την εικόνα ενός «αναρχικού» των εικόνων, με τους «Λένινγκραντ καουμπόις πάνε Χόλιγουντ». Εμφάνισε εξ αρχής μια διάθεση μελαγχολίας για ό,τι ο σύγχρονος δυτικός πολιτισμός πλάσαρε ως ευδαιμονία και έναν σαρκασμό για τον τρόπο με τον οποίον όλο τούτο το πολιτιστικό οικοδόμημα θυσίαζε στα θεμέλια του ανθρώπινες ψυχές. Θαρρείς και έχει αναλάβει την κινηματογραφική συνηγορία των απόκληρων του κόσμου, ο Άκι Καουρισμάκι πληθωρικός σε παραγωγές ( κάποτε και αμήχανος ή στομωμένος ), τα τελευταία χρόνια διαμορφώνει μια ταυτότητα, που τον έφερε με τα « Πεσμένα φύλλα» σε μια από τις καλύτερες του στιγμές και με το «Βραβείο Επιτροπής» στο Φεστιβάλ των Καννών, κάτι σαν χάλκινο μετάλλιο. Ίσως, βέβαια, κάποια στιγμή , να του ανήκε και κάτι μεγαλύτερο, ιδίως το 2002 με τον «Άνθρωπο χωρίς παρελθόν» ή  δέκα χρόνια αργότερα, με το «Λιμάνι της Χάβρης».

Ήδη από αυτήν την «φινλανδική Αμελί», όπως καταχρηστικά θα βαφτίζαμε την ταινία που εξελισσόταν σαν παραμυθένια εκδοχή του πολέμου, ο Άκι Καουρισμάκι φανέρωσε τη διάθεση του για μια άλλη ανάγνωση του κόσμου, μακριά από την καταθλιπτική ή απορριπτική διάθεση ταινιών του παρελθόντος, όπως το « Προσέλαβα έναν επαγγελματία δολοφόνο», «Μακριά πετούν τα σύννεφα» ή ακόμη και το « Κοριτσάκι με τα σπίρτα», λίγο αργότερα. Στο  νέο κόσμο του δημιουργού, τα «ακραία κοινωνικά φαινόμενα», όπως η απομόνωση, η κατάθλιψη και η εργασιακή εκμετάλλευση, μπορούν να φωτίζονται από το αίσθημα του μαγικού, που μόνον η τέχνη – και ακόμη πιο πολύ το σινεμά – μπορεί να χαρίσει.

Στα «Πεσμένα φύλλα», όπως και ο τίτλος αποδίδει, όλα μοιάζουν κατεστραμμένα, δίχως κανένα μέλλον για τους ήρωες. Απέναντι τους ακόμη και η τύχη-μοίρα. Το κινηματογραφημένο σαν απέραντη έκταση θλιβερού εργοτάξιου  Ελσίνκι στερεί με την δίχως οξυγόνο καθημερινότητά του τις ανάσες των πρωταγωνιστών. Θα ήθελαν να ερωτευτούν ανάμεσα στο εργατικό ξεζούμισμα  ( η πρωταγωνίστρια αλλάζει συνεχώς δουλειές, φτάνοντας ακόμη και στη σκληρότητα των θεωρούμενων «ανδρικών») και στο εξουθενωτικό αλκοόλ. Γεννημένος, μεγαλωμένος, κολλημένος στην ανήλιαγη πόλη του βορρά, ο σκηνοθέτης τη συστήνει με τον παράλληλο τρόπο της αγάπης και του μίσους, σα να οφείλεις να μιλήσεις για τις αδυναμίες ενός προσώπου που αγαπάς.
Για να οργανώσει τον κόσμο της πόλης του, ο Καουρισμάκι αποστραγγίζει κάθε ίχνος ζωής, δράσης και αισθήματος από το περιβάλλον των ηρώων, ώστε ανάμεσα στους δύο να μπορεί να συμβεί ο,τιδήποτε εξωπραγματικό, σχεδόν σα να ζουν σε μια ου-τοπία, αντιθέτως με έναν πολιτισμό που βρίθει δυς-τοπίας – σύμφωνα και με την εκφραστική μόδα. Έτσι υπάρχει πάντα το περιθώριο της αντίδρασης και της εξέγερσης, κόντρα στην τελματώδη απραξία. Με το τρόπο του Μπρεσσόν, ο Καουρισμάκι αδειάζει τα πλάνα του από τα περιττά, περιβάλλοντα στοιχεία, όλα αυτά που χαρτογραφούν τη μιζέρια και κρατάει ρόλους μόνο για τους πρωταγωνιστές του: μπορούν να ονειρεύονται το αδύνατο και να το ζουν, έστω και με τη φαντασία τους. Αυτός θα μπορούσε να είναι και ένας ορισμός του σινεμά. Έτσι τα πεσμένα φύλλα της ζωής μπορούν να σηκωθούν, να τραγουδήσουν και να ζήσουν, κάπως σαν τα ζωγραφικά ψωμιά του Θεόφιλου, που μπορούν να στέκονται όρθια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Την μεθόδευση κατάργησης των Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης καταγγέλλει το Σωματείο Εργαζομένων ΔΕΥΑ Θέρμης

Πίσω από τις κλειστές πόρτες του Κρατικού Ωδείου Θεσσαλονίκης