Το καλοκαίρι του 2019 είχαμε την τύχη να δούμε την ιστορική παράσταση του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, υποψήφιου βουλευτή τότε στο Επικρατείας της Ν.Δ., «Οιδίπους Τύραννος», με πρωταγωνιστή τον Δημήτρη Λιγνάδη. Ήταν η χειρότερη παράσταση που έχω δει ποτέ.
Φυσικά, αυτό δεν είχε τίποτα να κάνει με τα εγκλήματα που θα αποκαλύπτονταν μελλοντικά και τα οποία τότε αγνοούσαμε. Το κριτήριο ήταν ότι η παράσταση των Μαρκουλάκη και Λιγνάδη ήταν ένα σχεδιασμένο νεοσυντηρητικό μανιφέστο, ένα βαθιά πολιτικό θέατρο που είχε ως συνειδητό σκοπό να πολεμήσει από σκηνής αυτό που ο Λιγνάδης κατήγγειλε ως αριστερή ηγεμονία, ή αριστερή παρακμή, στην τέχνη. Να μας γυρίσει πίσω, στον αρχαίο μύθο, την αρχαία Ελλάδα, τις πανανθρώπινες αξίες και τέτοια. Ήταν η θεατρική έκφραση της συνολικής πολιτικής και ιδεολογικής αντεπίθεσης της δεξιάς. Ήταν μια δράση ενταγμένη σε ένα πολιτικό σχέδιο, την εκδίπλωση του οποίου βλέπαμε παράλληλα στην πολιτική σκηνή, το δημόσιο λόγο, τα ΜΜΕ, παντού.
Επί σκηνής, το αποτέλεσμα ήταν μία απωθητική, οπισθοδρομική, ακαλαίσθητη παράσταση. Δεν θυμάμαι πια λεπτομέρειες, αλλά ξεκινούσε με ένα άνοιγμα που θα θεωρούταν ξεπερασμένο ακόμα και σε παιδική παράσταση: ένας αντρίκιος χορός κοπανούσε τα πόδια του στη σκηνή για να κάνει δυνατά γδουπ, μια «σύλληψη» που την αξιοποίησαν σε όλη την παράσταση. Το κείμενο έμπαζε μέσα ξέμπαρκες ατάκες στα αρχαία, για να μας δείξει φαντάζομαι την τρισχιλιετή συνέχεια της γλώσσας μας ή την περίφημη μουσικότητα των αρχαίων ή να μας μάθει αρχαία ή κάτι άλλο εξίσου αποτυχημένο.
Κατά τα άλλα, η σκηνοθεσία απλά έκανε χώρο για έναν Λιγνάδη, ο οποίος απήγγειλε με μια παλαιομοδίτικη θεατρινίστικη προφορά, σαν να κάνει ασκήσεις ορθοφωνίας. Η προσοχή του ήταν σαφώς στραμμένη στο κοινό, το οποίο φανερά καθοδηγούσε (στο μυαλό του φαντάζομαι θεωρούσε ότι το «δίδασκε»), και όχι στη δουλειά του πάνω στη σκηνή. Το σκηνικό μακάβριο και τελείως «συμβολικό», σπαρμένο από πτώματα βρεφών – τα οποία ευτυχώς από μακριά έμοιαζαν με σβουνιές αγελάδων, ανακουφίζοντας λίγο τους θεατές. Όλα γεμάτα στόμφο, πόζα, φλεξάρισμα, χωρίς να αφήνουν πουθενά χώρο για λίγο θέατρο, για λίγη αλήθεια.
Βεβαίως, η παράσταση σε γενικές γραμμές υμνήθηκε – και όχι μόνο από τα στρατευμένα στην ίδια υπόθεση μέσα. Τα ελληνικά ΜΜΕ έχουν μια έφεση στο πολιτιστικό γλείψιμο, ακόμα και όταν δεν έχουν συμφέρον να ταυτιστούν με τους συντελεστές. Ίσως φταίει ότι δεν έχουν να πληρώσουν κάποιο πολιτιστικό συντάκτη ή συντάκτρια με γνώση και άποψη, που θα λέει και μισή αλήθεια όταν χρειάζεται (ο 958 εδώ ήταν ξανά μια εξαίρεση, φαντάζομαι θα υπήρχαν κι άλλες).
Ο δικός τους άνθρωπος
Γιατί τα θυμήθηκα τώρα αυτά; Για να «κλωτσήσουμε κάποιον που είναι στα γόνατα»; Ναι, εννοείται πως ναι, όσο αφορά τον συγκεκριμένο. Δεν με ενδιαφέρει όμως αυτό, με ενδιαφέρουν δύο άλλα πράγματα.
Πρώτο, το εύλογο ερώτημα που πηγάζει από παντού: γιατί η πολιτική και κοινωνική δεξιά δείχνει τέτοιο αυτοκαταστροφικό πάθος να στηρίζει τον Λιγνάδη, ακόμα και μετά την καταδίκη του; Η μία απάντηση που κυκλοφορεί, είναι ότι τους έχει δεμένους, με μυστικά κι εγκλήματα, παρόμοιας φύσης υποθέτω, που δεν θέλουν να αποκαλύψει. Δεν μπορώ να ξέρω, κανείς μας μάλλον δεν μπορεί, αν ένα τεράστιο κύκλωμα που φτάνει από τους αρθρογράφους της Καθημερινής ως το Μαξίμου γνωρίζει για εγκλήματα και βιασμούς και προσπαθεί να τα καλύψει. Θα ήθελα να πιστεύω πως δεν είναι έτσι και προσωπικά δεν το βρίσκω ούτε πιθανό, ούτε αναγκαίο.
Μου φαίνεται πολύ πιο εύλογη λοιπόν η απάντηση ότι ο Λιγνάδης είναι «ο δικός τους άνθρωπος». Σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή για την αντεπίθεση της δεξιάς, αυτός βγήκε με θάρρος μπροστά και πήρε θέση, ανέλαβε το δικό του μετερίζι, έκανε δουλειά, έτρεξε. Πόσους άλλους καλλιτέχνες, διανοούμενες, ανθρώπους του πολιτισμού έχει η εγχώρια δεξιά να στηριχτεί και να στηρίξει; Και δεν μιλώ για τους εγνωσμένους αριστερούς καλλιτέχνες μόνο. Που να αναφερθεί; Στον Κυνόδοντα; Πόσο να αναπαραχθεί με έναν Ρουβά ή έναν Σαββόπουλο;
Τότε λοιπόν, το 2019, ο Λιγνάδης ήταν εκεί. Όχι μόνο με τα λόγια, αλλά με τα έργα του. Ο Οιδίποδας ισχυρίζομαι ήταν πολύ πιο σημαντική πολιτική παρέμβαση, από τις συνεντεύξεις, την εκδήλωση για τα θύματα της τρομοκρατίας ή τη μετονομασία της αίθουσας προς τιμή της γνωστής συνεργάτιδας των Ναζί. Προφανώς και μετά από αυτό του δώσανε δικαίως το Εθνικό, χωρίς διαγωνισμούς και προκηρύξεις. Όταν είσαι σε πόλεμο, δεν κοιτάς τους τύπους.
Πιστεύω ότι τα παραπάνω αρκούν για να τον στηρίζει για πάντα η δεξιά, ό,τι και να έχει κάνει. Άλλωστε, η δεξιά δεν έχει κανένα ηθικό όριο. Αν είναι σε πόλεμο, αν πρέπει να υποστηρίξει άνθρωπό της, μπορεί να παρομοιάσει τους βιασμούς ανηλίκων με βόλτες κάτω από τις βουκαμβίλιες. Αν για την αριστερά ο σκοπός άγιασε τα μέσα μόνο στις πιο σκοτεινές κι εντέλει ηττημένες στιγμές της, το ’15 κακή ώρα, για τη δεξιά ο αμοραλισμός αυτός είναι ο κανόνας. Για αυτό και δεν πρέπει να τους μοιάζουμε όχι μόνο πολιτικά, αλλά ούτε και ηθικά.
Πρέπει όμως να κρατήσουμε το εξής μάθημα: πόσο κρίσιμο ήταν για αυτήν να απλώσει την επίθεσή της σε όλα τα οχυρά της πολιτικής, της ιδεολογίας, της τέχνης. Τόσο, που ως σήμερα συνεχίζει να πληρώνει εθελοντικά τις αναγκαστικές της επιλογές σε ανθρώπους, ακόμα και αν της βγαίνουν παιδοβιαστές. Αντί λοιπόν να ψάχνουμε, ή να ευχόμαστε, συνωμοσίες κι αποκαλύψεις που θα οδηγήσουν άξαφνα τη δεξιά σε κατάρρευση, θα είναι πολύ πιο αποτελεσματικό να κάνουμε την αντίστροφη δουλειά, σε κάθε θέση, σε κάθε πόστο.
Η εργαλειοποίηση της τέχνης
Το οποίο μας φέρνει στο δεύτερο λόγο. Εκείνο το καλοκαίρι, η παράσταση των Μαρκουλάκη και Λιγνάδη, όσο κακή και να ήταν, πέτυχε το σκοπό της. Ή μήπως τον πέτυχε γιατί ήταν κακή; Μπορεί σήμερα μια παράσταση να είναι καλή και ταυτόχρονα στρατευμένα συντηρητική; Δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι η παράσταση αυτή, όπως και η σύντομη θητεία Λιγνάδη στο Εθνικό, αποδεικνύουν ότι η τέχνη όχι μόνο εργαλειοποιείται, αλλά είναι πάντα εξαρχής εργαλείο. Αν δεν είναι εργαλείο δηλαδή, τί είναι; Αυτοσκοπός;
Και -σε αντίθεση με αυτά που συνήθως πιστεύουμε- το αν ένα θέατρο είναι αριστερό ή δεξιό, συντηρητικό ή προοδευτικό, επαναστατικό ή αστικό, δεν έχει να κάνει με τα λογάκια, με το αν ανεβάζεις Σοφοκλή ή Σέξπηρ ή Μπρεχτ, έχει να κάνει με το πως τους ανεβάζεις, έχει να κάνει με το θέατρο καθ’ εαυτό. Με το τι θέση παίρνει οι ηθοποιοί μπροστά στην εξέδρα, μπροστά στην κοινωνία. Με το αν υιοθετούν πχ τη χυδαία δασκαλίστικη στάση του Λιγνάδη που θέλει να μας καθοδηγήσει για να «γυρίσουμε πίσω», ή αν αναζητούν να μας ανοίξουν ένα μονοπάτι για να πάμε μπροστά. Τα λόγια, και στο θέατρο και στη ζωή, μικρή σημασία έχουν μπροστά στα έργα.