Στίβεν Μ. Καν (επιμ.), Για τη διδακτική της φιλοσοφίας, Τόπος, σελ. 436
(μετάφραση: Μαρία Τουλγαρίδου, εισαγωγή -επιστημονική επιμέλεια της ελληνικής έκδοσης: Αντιγόνη Ντόκα)
Οι φιλόσοφοι μέχρι σήμερα ερμήνευαν τον κόσμο. Το θέμα είναι να τον αλλάξουμε.
Καρλ Μαρξ
Η λέξη διδακτική στο τίτλο του βιβλίου είναι, νομίζω, ελαφρώς παραπειστική. Κι αυτό στο μέτρο που το βιβλίο αυτό δεν μοιάζει καθόλου με τις συνήθεις διδακτικές, που συχνά βρίθουν από… διδακτισμό!
Εδώ έχουμε την κατάθεση βιωμένων εμπειριών από 24 καθηγητές φιλοσοφίας, εμπειριών διδασκαλίας σε διάφορα «κοινά», διαφορετικού υπόβαθρου και ενδιαφερόντων. Όπως, επίσης, εμπειρίες διδασκαλίας ποικίλων επιμέρους θεματικών.
Τι είναι, όμως, η φιλοσοφία; Και γιατί είναι τόσο σημαντική, που ο Μαρξ αισθάνεται την ανάγκη να προτρέψει τους φιλόσοφους -και όχι τους οικονομολόγους ή τους κοινωνικούς επιστήμονες εν γένει- να αλλάξουν τον κόσμο.
Θα μπορούσε κάποιος να πει πως η φιλοσοφία είναι σημαντική γιατί ασχολείται «με τα πρώτα και τα έσχατα», με όλα όσα έχουν μεγάλη σημασία για την ζωή των ανθρώπων. Προφανώς, δεν είναι αυτή η γνώμη της πλειοψηφίας. Για τους περισσότερους, η φιλοσοφία είναι ενασχόληση αλλοπαρμένων και φευγάτων τύπων -που δεν πατούν καλά στο έδαφος, δηλαδή.
Σα να λέμε, οι φιλόσοφοι είναι κάτοικοι της κατάλληλης Νεφελοκοκκυγίας, της πολιτείας που έφτιαξαν οι κούκοι στα σύννεφα, που την έφτιαξαν προκειμένου να γίνουν ρυθμιστές της θεϊκής εξουσίας, ενδιάμεσοι μεταξύ θεών και ανθρώπων. Της πολιτείας, που πορεύεται με τους δικούς της νόμους μακριά από την πεζή πραγματικότητα.
Πολύ γέλασαν οι Αθηναίοι με την γνωστή κωμωδία του Αριστοφάνη, που βασικό της εύρημα είχε τη σάτιρα των πολλών «ψώνιων», ντόπιων και ξένων, που σύχναζαν στην πόλη του φιλοσοφώντας, μιλώντας, δηλαδή, για πράγματα ακατάληπτα κι α-νόητα, πράγματα, που δεν μπορούν να «εννοηθούν», πλάσματα της φαντασίας, φαντάσματα. Κούκοι, λοιπόν, μονάχοι θα είναι, με τον δρόμο που έχουν επιλέξει, έστω κι αν, κάποιες φορές, φαίνεται να απολαμβάνουν τη δημοφιλία.
Η πλειοψηφική αυτή στάση είναι αποτέλεσμα παρεξήγησης. Και, μάλιστα, καταφανώς αυτό-υπονομευμένης. Πώς, αλήθεια, να κοροϊδεύεις τους «φιλοσόφους», όταν ο ίδιος είσαι φιλόσοφος; Όταν, που λέει ο λόγος, όλοι είμαστε φιλόσοφοι;
Έλεγε ο Καντ: «Δυο πράγματα γεμίζουν την ψυχή μου με συνεχώς καινούργιο και αυξανόμενο δέος και θαυμασμό, όσο συχνότερα και σταθερότερα ασχολείται μαζί τους ο στοχασμός: ο έναστρος ουρανός πάνω μου και ο ηθικός νόμος μέσα μου. Και τα δύο δεν χρειάζεται να τα αναζητώ και απλώς να τα υποθέτω έξω από το οπτικό πεδίο μου, σαν να ήταν κρυμμένα μέσα στα σκοτάδια ή στο υπερπέραν· τα βλέπω εμπρός μου και τα συνδέω αμέσως με τη συνείδηση της ύπαρξής μου».
Το ίδιο, περίπου, ισχύει για όλους μας. Από την πρώτη στιγμή, που καταλαβαίνουμε τον κόσμο και τον εαυτό μας, απορούμε κι αναρωτιόμαστε για πλήθος από πράγματα.
Η «επίσημη» φιλοσοφία με τα ίδια καταγίνεται, ακόμη κι αν το κάνει στη δική της ειδική γλώσσα.
Υπάρχουν, στ’ αλήθεια όσα βλέπω γύρω μου; Μήπως είναι ψευδαίσθηση του μοναδικού υπάρχοντος νου, που τα φτιάχνει μόνος του;
Όσα γνωρίζω πόσο ασφαλή είναι; Τι είναι η αλήθεια; Η αντιστοιχία με την πραγματικότητα; Και τι είναι η πραγματικότητα; Είναι οι «ψυχές» μέρος της πραγματικότητας; Και ποιας πραγματικότητας; Υπάρχουν άλλοι νόες; Και πώς μπορώ να το αποδείξω;
Ο Θεός υπάρχει; Κι αν ναι, «πού» υπάρχει; Αν είναι υπερβατικός, χωρίς καμιά δυνατότητα από μέρους μας να τον «αγγίξουμε», πώς συνάγουμε την ύπαρξή του;
Είναι ο κόσμος μας πεπερασμένος ή άπειρος; Η «ψυχή» είναι άλλη υπόσταση από το σώμα; Μπορεί να απομακρυνθεί από αυτό και να ζήσει, ίσως, αιώνια;
Γιατί, άραγε, να υπάρχει κάτι και όχι τίποτα; Και τι θα σήμαινε αν «το μόνο, που υπάρχει είναι το τίποτε»; Τι είδους ύπαρξη μπορεί να διεκδικήσει το μηδέν;
Είναι το Σύμπαν ένα συνεχές Εν ή πολλαπλές ατομικότητες, σαφώς διακριτές μεταξύ τους;
Υπάρχει αντικειμενική ηθική; Ή είμαστε καταδικασμένοι να πράττουμε το καλό κατά πώς η κοινωνία ορίζει -καθεμιά διαφορετικά, ίσως.
Υπάρχει αντικειμενική αισθητική; Υπάρχουν πράγματα που όλοι αποδεχόμαστε ως όμορφα; Είναι ενιαία η αντίληψη του «υψηλού»;
Θα πει κάποιος, βέβαια, πως οι πιο πάνω διατυπώσεις είναι πολύ μακριά από τα ενδιαφέροντα του μέσου (;) ανθρώπου.
Αμφιβάλλω. Το σύνολο, σχεδόν, των ερωτημάτων, που τέθηκαν προηγουμένως, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, μας απασχολούν. Με άλλες διατυπώσεις, μέσα σε άλλα ερωτήματα, τόσο που να γίνονται τα αρχικά αγνώριστα, αλλά μας απασχολούν.
Έχω διδάξει φιλοσοφία, σε διάφορες εκδοχές, στο Λύκειο για αρκετά χρόνια. Μέχρι που κρίθηκε πως το μεταπτυχιακό μου στη φιλοσοφία δεν ήταν επαρκές για τη σχετική διδασκαλία και έδωσαν το μάθημα στον θεολόγο του σχολείου!
Η εμπειρία μου, λοιπόν, είναι πως ακόμη και τα πιο αφηρημένα από τα ζητήματα προκαλούσαν ζωηρό ενδιαφέρον στα παιδιά. Η ριζική αμφιβολία του Καρτέσιου, το οντολογικό επιχείρημα για την ύπαρξη του Θεού, ο υποκειμενικός ιδεαλισμός του Μπέρκλεϊ, η μοναδική Υπόσταση του Σπινόζα, προκαλούσαν πραγματικό προβληματισμό. Και, μάλιστα, συχνά, ανεξαρτήτως αν επρόκειτο για «καλό» ή «κακό» μαθητή.
Ήταν σαν να τα είχαν ξανασκεφτεί. Επειδή, βέβαια, δεν τα είχαν ξανασκεφτεί, κάτι πρέπει να λειτουργούσε ως «υπόστρωμα», που τους τραβούσε να τα σκέφτονται, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία. Και τι άλλο μπορούσε να είναι αυτό εκτός από τις μόνιμες, καλύτερα ή χειρότερα διατυπωμένες, απορίες; Από την ίδια την απορία, ως υπαρξιακή ανάγκη, που πηγάζει από την ίδια την «φύση» μας.
Αν, λοιπόν, η φιλοσοφία είναι τόσο σημαντική και τόσο, ασυνείδητα έστω, αντιληπτή ως σημαντική, έστω κι αν δεν την καταλαβαίνουμε ως «φιλοσοφία», είναι προφανές πως η διδασκαλία της είναι μεγάλης σημασίας υπόθεση.
Η ατελείωτη διαύγαση των ερωτημάτων, έστω και αν ποτέ δεν δοθούν «απαντήσεις», δίνει τη δυνατότητα να αξιοποιήσουμε μια μοναδική μηχανή σκέψης. Η διδασκαλία, δε, από μια άποψη, είναι ο καλύτερος τρόπος να φιλοσοφούμε. Δεν είναι τυχαίο πως όλοι οι φιλόσοφοι είχαν μαθητές, κανείς δεν ήταν, στα αλήθεια, κούκος.
Ο προβληματισμός, επομένως, που μας προσφέρει το βιβλίο, αναφορικά, με το πώς διδάσκεται ή είναι καλό να διδάσκεται η φιλοσοφία, είναι ο ίδιος φιλοσοφία. Τα παραδείγματα, που μας δίνονται, σε μια μεγάλη ποικιλία, δείχνουν πόσο όλοι μπορούμε να είμαστε «άξιοι» για υψηλού επιπέδου φιλοσοφία, έστω κι αν δεν το είχαμε ποτέ υποψιαστεί. Ή αν, μέσα στον ωφελιμισμό που μας διακατέχει -και χωρίς να ξέρουμε πως κι αυτός είναι μια φιλοσοφική «σχολή»- δεν καταλαβαίνουμε «σε τι μας χρησιμεύει»; Ή, ακόμα, αν δεν βλέπουμε πόσο τα πράγματα «δεν είναι τόσο απλά» όσο νομίζουμε, ακόμη και για όσα είμαστε σίγουροι και ανυποχώρητοι.
Να ένα παράδειγμα, από την μετα-ηθική: «[Υπάρχουν, άραγε, αληθείς και εσφαλμένες ηθικές θέσεις;] [Ε]ξετάσαμε τα επιχειρήματα […], που αμφισβητούσαν την υπόθεση ότι όταν η ηθική [παύει να είναι «δογματική» και] υποβαθμίζεται για να εμπίπτει στη σφαίρα της γνώμης, αυτό υπαγορεύει την ανοχή. Αν [όμως] οι μη ανεκτικές γνώμες δεν είναι περισσότερο σωστές ή λάθος από τις δικές μου, γιατί αυτό δεν ενισχύσει την τοποθέτηση κατά αντί υπέρ της ανοχής; Πολλοί από τους φοιτητές κατέληξαν να αναγνωρίσουν ότι πίστευαν πως οι μη ανεκτικές θέσεις είναι εσφαλμένες και πως είναι λάθος να τις πιστεύει κανείς. Συγκεκριμένα παραδείγματα αποδείχτηκαν τότε ανεκτίμητα. Το κολέγιο […] είχε τότε μόλις υιοθετήσει νια πολιτική απαγόρευσης προσβλητικών αφισών. Το κριτήριο για τον προσδιορισμό της προσβλητικότητας ήταν αν κάποιος στην κοινότητα ένιωθε ότι αυτό που απεικόνιζε η αφίσα τον προσέβαλε. Αυτό το επαναλάμβαναν πολλοί φοιτητές ως μια απόδειξη του ίσου σεβασμού σε όλες τις γνώμες. Όμως, όταν επισημάνθηκε ότι οι ομοφοβικοί και οι ρατσιστές προσβάλλονται από απεικονίσεις ανδρών που κρατιούνται χέρι χέρι και διαφυλετικών ζευγαριών αντίστοιχα, αυτοί οι ίδιοι οι φοιτητές κατανοούσαν πλήρως ότι τέτοιες γνώμες δεν πρέπει να δικαιολογούν την οποιαδήποτε απαγόρευση» (σελ. 90).
Είναι διαυγές, νομίζω, πόσο άμεσα είναι, τελικά, πολλά από όσα φαίνονται αρχικά αφηρημένα. Για σκεφτείτε, επιπλέον, τι σημαίνει «στην πράξη», η γνωσιολογική απόφανση πως δεν υπάρχει αντικειμενικότητα παρά μόνο εξουσία, πράγμα που σημαίνει πως, ελλείψει αντικειμενικότητας, αυτοί που κατέχουν την εξουσία δεν διαθέτουν, ποτέ και πουθενά, νομιμότητα. Τότε, όμως, πώς φτάνουμε, ακόμη και οι πιο ριζοσπάστες, να κάνουμε λόγο για «παράνομη άσκηση της εξουσίας»;
Να, λοιπόν, που η διδασκαλία της φιλοσοφίας δίνει τη δυνατότητα και τα εργαλεία, για να σκεφτούμε πάνω στα πιστεύω και τις δεσμεύσεις μας. Έτσι ώστε, είτε επιχειρηματολογώντας πειστικά να τις στεριώσουμε είτε για να τις εγκαταλείψουμε είτε για να τις μετατοπίσουμε.
Στο βιβλίο, που μου δίνει αφορμή, γι’ αυτά τα σχόλια, προσφέρονται πολλά παραδείγματα, όπου η περιγραφή τρόπων και μορφών διδασκαλίας, όπως και περιεχομένων ή σειράς, μας δείχνει πόσο αυξάνει τη στοχαστική μας ικανότητα η ενασχόληση με την κριτική σκέψη -τί είναι, αλήθεια, κριτική σκέψη;- με την ευτυχία και τις σχετικές αναζητήσεις, το «νόημα της ζωής», δηλαδή, αναγκαστικά και τον θάνατο, την αθανασία ή τη μεταθανάτια ζωή. Ακόμη κι αν δεν «υπάρχει» αθανασία και μεταθανάτια ζωή.
Μας δείχνει, ακόμα, πόσο μπορούμε να στοχαστούμε δημιουργικά κι ωφέλιμα σχετικά με τον ανθρώπινο πόνο, όχι μόνο υπό την οπτική της θεοδικίας -πώς το αφήνει ο αγαθός Θεός να συμβαίνει;- αλλά υπαρξιακά, σαν να είναι δικό μας θέμα, κατανοώντας τον ίδιο τον πόνο του άλλου ως δικό μας πόνο. Απέναντι στον οποίο κανένα βιβλίο, όπως λέει ο Σαρτρ δεν μπορεί να είναι αντίβαρο.
Σταματώ εδώ με τα «φιλοσοφικά». Και επισημαίνω πώς μπορούμε, από τη μεταφερόμενη αμερικανική εμπειρία, να αντιληφθούμε τι μας περιμένει κι εμάς με τις «αξιολογήσεις», τη δημιουργική «διαχείριση» και τη «σύνδεση με την οικονομία». Ένας από τους συγγραφείς, λοιπόν, μας λέει πώς οι παλιότεροι συνάδελφοί του τον συμβούλεψαν να βρει τρόπους, ώστε να μην τον αξιολογούν ψηλά οι φοιτητές του ως προς τη διδασκαλία, γιατί αυτό μπορούσε να αναγνωστεί ως υποβάθμιση, από μέρους του, της «παραγωγικής» ερευνητικής του δουλειάς και των πέιπερς, που είναι το κατεξοχήν «νόμισμα -τραπεζογραμμάτιο» της Ακαδημίας!