in

Ραντεβού στα ψαράδικα

Ραντεβού στα ψαράδικα

Το μεσημέρι της παραμονής, η Θεσσαλονίκη γιόρταζε στο Μοδιάνο το τέλος του χρόνου: γύφτοι, σαλάμια στο χαρτί, σάπια τραπέζια, σπουδαστές κλαρίνου, σκυλάδικα και εμποροβιοτέχνες. Τέλεια. Σε αντίθεση με όλες τις πολιτισμένες πόλεις του κόσμου που εορτάζουν τον ερχομό του Νέου Έτους, η Θεσσαλονίκη γιορτάζει το τέλος του παλιού. Δεν είναι πολύ πιο λογικό να θες να ξεσκάσεις από αυτό που τελειώνει, από το να χαίρεσαι προκαταβολικά για αυτό που έρχεται;

Προχθές όμως ήταν η τελευταία φορά που το γλέντι αυτό έγινε στο Μοδιάνο. Γιατί όπως ξέρουμε, τη Στοά, ή έστω τη μισή που ήταν κρατική ιδιοκτησία, την πούλησε η κυβέρνηση σε ένα πολυκατάστημα ρούχων και τον κύριο Σαμ Φάις. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι «με την ολοκλήρωση του διαγωνισμού γίνεται ένα σημαντικό βήμα για την αποκατάσταση και αναβίωση του ιστορικού αυτού οικοδομήματος με στόχο να ανακτήσει την αίγλη του και να συνεχίσει να αποτελεί ορόσημο για την πόλη της Θεσσαλονίκης». Ο νέος ιδιοκτήτης από την πλευρά του δεσμεύεται να διατηρήσει το χαρακτήρα της ως αγορά τροφίμων, να την ανακαινίσει και «να φέρει τα καλύτερα brands της αγοράς».

Ακόμα όμως κι αν τηρήσει το λόγο του, ο «ιστορικός χαρακτήρας» της αγοράς δεν έγκειται στην κατηγορία των εμπορευμάτων που πουλάει, αλλά στις σχέσεις: ποιος, πουλάει τί φαΐ, σε ποιον και πόσο. Κι όποιος έχει πατήσει το πόδι του έστω και μία φορά στη Μοδιάνο ή το Καπάνι, αντιλαμβάνεται ότι ένα σύγχρονο mall τροφίμων που φιλοξενεί τα «καλύτερα brands της αγοράς» δεν θα αποτελεί καμία ιστορική συνέχεια. Δεν είναι καθόλου πιθανό πχ να αφήσει και του χρόνου τους γύφτους να παίζουν ζουρνάδες ανάμεσα στα brands. Θα πληρώσει μάλλον κάποιους καλούς μουσικούς που θα παίζουν ωραία παραδοσιακά, αλλά εμείς κι οι γύφτοι δεν θα ξαναπάμε.

Τί θέλουμε όμως, να διατηρήσουμε την τωρινή κατάσταση, με τα μαγαζιά κλειστά και τη στοά να καταρρέει; Θέλουμε ο φτωχός κόσμος που ψώνιζε στο Μοδιάνο να έχει λεφτά να παίρνει ψάρι και κρέας από εκεί, και να μην βγάζει τις γιορτές με κότσι από τα Λίντλ των 2,49 ευρώ. Τα μαγαζιά κλείνουν και το αστικό περιβάλλον καταρρέει έτσι κι αλλιώς, μέσα κι έξω από τη Στοά. Και για αυτό δεν φταίει η απουσία επενδύσεων στο λιανικό εμπόριο, άλλωστε μόνο σε αυτό γίνονται επενδύσεις, αλλά η φτώχεια. Η πώληση της Στοάς με στόχο τη δημιουργία ενός ακόμα εμπορικού πολυκαταστήματος δεν θα παράξει τίποτα, θα κλείσει λίγα ακόμα μαγαζιά εντός και πέριξ, θα αυξήσει την εκμετάλλευση των εμποροϋπαλλήλων και θα αποκλείσει από το Μοδιάνο τους φτωχούς. Και σε αντάλλαγμα, θα διατηρήσει ένα ψεύτικο, μουμιοποιημένο κουφάρι στη θέση ενός χώρου αντιφατικού και ζωντανού – για την ακρίβεια τόσο ζωντανού, όσο του επέτρεπαν οι εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες, από το 1925 ως σήμερα.

Η πώληση του Μοδιάνο για 1,9 εκατομμύρια ευρώ (κράνος να βγάζαμε 2-3 παραμονές, θα τα μαζεύαμε), είναι αρκετή για να χαρακτηρίσει την πολιτική της κυβέρνησης και την ποιότητα της ψυχής της για πάντα και τελεσίδικα, ακόμα κι αν όλο τον υπόλοιπο καιρό πετούσε πενηντάευρα στους συνταξιούχους έξω από το Μαξίμου ή εκτελούσε ολιγάρχες στην Πλατεία Συντάγματος. Η βρώμικη δουλειά που έχει γίνει με τις ιδιωτικοποιήσεις κοινών χώρων, πόρων κι αγαθών, μία δουλειά που ακόμα κι οι προηγούμενοι ντρέπονταν ή αδυνατούσαν να διεκπεραιώσουν, αποτελεί μακράν την καλύτερη υπηρεσία του κυβερνητικού προσωπικού, όχι προς τους «δανειστές» -χέστηκε ο Ρέγκλιγκ για τα 1,9 εκ. του Μοδιάνο- αλλά για τους αγοραστές, δηλαδή για το ελλαδικό και μη κεφάλαιο. Και ταυτόχρονα τη μεγαλύτερη ντροπή για όποιο κυβερνητικό στέλεχος έχει περάσει κάποια παραμονή από το Μοδιάνο.

Γιατί – κι αυτό είναι το καθοριστικό – ένας φόρος ή μία μείωση των συντάξεων με ένα νόμο περνάει, με ένα νόμο αλλάζει. Ο βαθύς μετασχηματισμός του κράτους και της κοινωνίας μέσα από την ιδιωτικοποίηση των κοινών αγαθών όμως, συνταγματοποιεί τον νεοφιλελευθερισμό, διευρύνει την επικράτεια του κεφαλαίου και απαγορεύει οποιαδήποτε εναλλακτική πολιτική στο διηνεκές. Από την άλλη βέβαια, τόσο το καλύτερο για εμάς: αυτό σημαίνει ότι κανείς πια δεν θα πιστέψει κανένα κόμμα που θα υπόσχεται ότι θα ψηφίσει ένα – δυο νόμους κι όλα θα γίνουν όπως πρώτα. Κάθε αντιπαράθεση με το μνημονιακό καθεστώς θα συνεπάγεται αναπόφευκτα ρήξεις πολύ πιο βαθιές από τις αρμοδιότητες μίας Βουλής. Μία μικρή ιδιωτικοποίηση να θες να αναιρέσεις, βρίσκεσαι αντιμέτωπος με όλο το κεφάλαιο και τους νόμους του κόσμου.

Και τέλος, τόσο το χειρότερο για αυτούς: η λυσσασμένη πολιτική ιδιωτικοποιήσεων είναι ο πιθανότερος αδύναμος κρίκος της κυβερνητικής αλυσίδας. Είναι δύσκολο να οργανωθούν και να αντισταθούν οι «φορολογούμενοι», γενικά κι αφηρημένα, όσους φόρους και να τους βάλεις. Το πολύ-πολύ, να μην σε ξαναψηφίσουν. Οι ιδιωτικοποιήσεις όμως προσφέρουν ένα, πολύ υλικό, πολύ συγκεκριμένο, πεδίο οργάνωσης κι αντιπαράθεσης. Κι επειδή στο Μοδιάνο τα μαγαζιά είναι κλειστά και λείπουν οι εργαζόμενοι που θα αναλάβουν να το στήσουν, η δουλειά πέφτει στους ώμους μας.

Και του χρόνου λοιπόν, το μεσημέρι της 31ης του Δεκέμβρη του 2017 ραντεβού ξανά στα ψαράδικα, για να γιορτάσουμε το τέλος του χρόνου και το τέλος του κόσμου. Εμείς θα παίζουμε νταούλια και ζουρνάδες και θα χορεύουν κι οι αγορές κι οι αγοραστές κι οι πωλητές. Κι αν έχει ξεκινήσει την ανακαίνισή του ο κ. Φάις, θα βγουν οι καλικάντζαροι και θα του το κάψουνε.

Καλή μας χρονιά.

Νίκος Ν.

Φωτογραφία: Σταυρούλα Πουλημένη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Προβολή του θρίλερ του Νίκολας Ρεγκ, «Μετά τα μεσάνυχτα»

Ματαίωση πλειστηριασμών και αυτή την Τετάρτη στο Ειρηνοδικείο