in

Η λιτότητα, το Grexit και η διαπραγμάτευση. Tου Πέτρου Σταύρου

Η λιτότητα, το Grexit και η διαπραγμάτευση. Tου Πέτρου Σταύρου

Καθώς προχωρούν οι διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους «θεσμούς» των δανειστών, τρία δεδομένα αρχίζουν και φαίνονται όλο και πιο καθαρά και εξηγούν ή αμφισβητούν τόσο την επιχειρηματολογία των δύο πλευρών, αλλά και δοκιμάζουν τα επικοινωνιακά δόγματα μιας συμβατικής «σοφίας».

Το πρώτο σημείο που αξίζει σχολιασμό είναι η απλοϊκή αντίληψη του «στρατοπέδου» της αντί-λιτότητας που, ούτε λίγο ούτε πολύ, υποστηρίζει ότι οι πολιτικές λιτότητας έχουν αποτύχει παντού και πως οι πολιτικές δυνάμεις που συνεχίζουν και τις εισηγούνται εμφορούνται από έναν καταστροφικό ανορθολογισμό. Η πραγματικότητα όμως είναι άλλη. Η λιτότητα έχει πετύχει τους στόχους της και μάλιστα, στην Ευρώπη, έχει υπερκεράσει σε αποτελεσματικότητα εξεζητημένες πολιτικές «έξυπνης» και τεχνολογικής εξειδίκευσης που εξαγγέλθηκαν, κατά το παρελθόν, από ευρωπαϊκούς αναπτυξιακούς θεσμούς. Τα στοιχεία της Eurostat που συγκρίνουν τους λόγους εισαγωγών και εξαγωγών των χωρών της Ευρωζώνης μεταξύ 2008 και 2013 δείχνουν πως η πλειοψηφία των χωρών αυτών διατηρούν εμπορικά πλεονάσματα με χώρες εκτός Ευρωζώνης.

Συνολικά, η Ευρωζώνη βρίσκεται σε πλεονασματική θέση με χώρες όπως είναι η ΗΠΑ, η Ελβετία, η Τουρκία, ή Νορβηγία, η Βραζιλία κλπ και έχει καταφέρει να περιορίσει σημαντικά τα εμπορικά ελλείμματα με χώρες όπως η Ιαπωνία. Η λιτότητα, λοιπόν, έχει καταφέρει, μέχρι τώρα τουλάχιστον, να καταστήσει την Ευρωζώνη ανταγωνιστική ήπειρο αλλά με τους δικούς της πολιτικούς όρους και όχι με τους όρους μια ουδέτερης οικονομικής αποτελεσματικότητας. Οι «εταίροι» μας λοιπόν έχουν κάθε λόγο να υποστηρίζουν τις πολιτικές λιτότητας, διότι αυτές έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικότερες από τις πολιτικές της ευρωπαϊκής συνοχής. Η λιτότητα είναι το επιστέγασμα της δικής τους πολιτικής μεροληψίας αλλά και ο δικός τους τρόπος να εφαρμόζουν αποτελεσματικά οικονομικές πολιτικές αντί της απλής εναπόθεσης των ζητημάτων στους αργούς ρυθμούς της προσαρμογής των οικονομιών στα αγοραία πρότυπα. Μια τέτοια «αυθόρμητη» λειτουργία των αγορών δεν υπάρχει και το έχουν καταλάβει καλά. Συνεπώς, οι πολιτικές λιτότητας δεν πρόκειται να εγκαταλειφθούν στο ορατό μέλλον από τις κυρίαρχες ευρωπαϊκές ελίτ. Η λιτότητα είναι μια στρατηγική του κεφαλαίου που σχετίζεται με την αναπαραγωγή του και εκτείνεται σε ορίζοντα δεκαετιών. Δεν ξεμπερδεύουμε εύκολα με αυτήν.

Το δεύτερο σημείο που χρήζει επισήμανσης είναι μια ορισμένου είδους κινδυνολογία που έχει οικειοποιηθεί σε ένα βαθμό και η Αριστερά και που, με λίγα λόγια, ταυτίζει τη ρήξη εντός της Ευρωζώνης, με όρους στάσης πληρωμών, με το Grexit. Η ίδια αντίληψη δαιμονοποιεί μεθόδους και εργαλεία που αντικειμενικά βάζει στο τραπέζι των συζητήσεων η ίδια η σκληρή πραγματικότητα της οικονομικής συγκυρίας. Ο έλεγχος κεφαλαίων, ο εσωτερικός δανεισμός και η εναλλακτική χρήση νέων μέσων πληρωμών θεωρείται ότι θα φέρουν την καταστροφή και τη γενική πτώχευση της κοινωνίας. Αν όμως αποδεχθούμε την παραπάνω λογική τότε, πριν ξεμείνουν τα ταμεία του δημοσίου από ρευστό, θα έχει ξεμείνει η αριστερά και το κίνημα από κάθε πολιτικό εργαλείο και μέσο πίεσης. Χωρίς κανένα αντισυμβατικό μέσο ρευστότητας –στην ουσία, χωρίς κάποιο εναλλακτικό σχέδιο πίστωσης- η πορεία της διαπραγμάτευσης θα εξαρτηθεί μονομερώς από τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Είναι όμως η χρήση αντισυμβατικών μέσων η ασφαλέστερη οδός εξόδου από το ευρώ; Και ναι και όχι:

Ναι, εφόσον συνεχιστεί ο εξοστρακισμός (με την έννοια της μη πρόσβασης στις «πηγές» του ευρώ) της ελληνικής οικονομίας από το κοινό νόμισμα. Κάποια στιγμή, η ενοποίηση όλων των αντισυμβατικών μέσων πληρωμής θα αντικαταστήσει το ευρώ με το πραγματικό νόμισμα της οικονομίας. Αυτό δηλαδή που κατεξοχήν χρησιμοποιεί η εν λόγω οικονομία. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το Grexit δεν είναι, σώνει και καλά, μια αυτόματη διαδικασία. Δεν είναι η επόμενη μέρα ενός πιστωτικού γεγονότος ούτε ο επόμενος μήνας μιας πιστωτικής «ασφυξίας». Μπορεί να διαρκέσει αρκετά χρόνια δίνοντας, με πλάγιο τρόπο, τον χρόνο που δεν δίνουν οι επίσημες διαπραγματεύσεις.

Όχι, διότι τα αντισυμβατικά εργαλεία, όπως ο έλεγχος κεφαλαίων διατηρούν το ευρώ εντός της ελληνικής οικονομίας ενώ ο ELA, με αντιφατικό τρόπο ομολογουμένως, χρηματοδοτεί με ευρώ την ουσιαστική «φυγή» του ευρώ από την ελληνική οικονομία, προστατεύοντας μόνο τις τράπεζες. Ίσως ο ELA, δηλαδή, μας εξωθεί εκτός ευρώ πιο γρήγορα από ότι η χρήση άλλων μέσων που έχουν κατηγορηθεί δυσανάλογα σε σχέση με κάποιες όντως προβληματικές πτυχές τους.

Το τρίτο σημείο της σημερινής κατάστασης που πρέπει να τονιστεί είναι πως οι συγκρίσεις των κερδών της διαπραγμάτευσης με τα δυσμενή μέτρα που θα περιείχε μια όποια «λίστα Χαρδούβελη» δεν έχει άλλο νόημα πέραν του επικοινωνιακού. Η υπογραφή, για παράδειγμα, ενός κάποιου ελάχιστου μνημονίου δεν μπορεί να παράγει ευεργετικά αποτελέσματα για μια οικονομία επειδή απλά και μόνο συγκρίνεται με μια υποθετικά δυσμενέστερη κατάσταση. Ένα τρίτο μνημόνιο δεν θα είναι «μίνι» ούτε «λάιτ». Θα είναι κανονικό μνημόνιο και ίσως και χειρότερο από τα άλλα δύο εφόσον εφαρμόζεται πάνω σε μια «πληγή» που έχει επιδεινωθεί ή έχει «κακοφορμίσει». Με λίγα λόγια, αν με τα πρωτογενή πλεονάσματα μπορούσαμε, τουλάχιστον, να πληρώνουμε τους τόκους του χρέους, ένας «έντιμος συμβιβασμός» θα ήταν ρεαλιστική εξέλιξη μιας δυναμικής διαπραγμάτευσης. Ξέρουμε πολύ καλά όμως πως εκτός από τους τόκους πρέπει να πληρώνουμε και χρεολύσια και πως αυτά τα τελευταία απαιτούν διαρκώς νέες ή ανανεωμένες χρηματοδοτικές συμφωνίες. Νέα δανεικά δηλαδή με νέα μνημόνια.

Η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου δεν συνιστά «κωλοτούμπα» ούτε προσχώρηση στον νεοφιλελευθερισμό, παρά κάποια πολύ προβληματικά σημεία της. Συνιστά όμως το όριο της στρατηγικής μιας, υποτίθεται, αμοιβαίας επωφελούς πρότασης διευθέτησης του ελληνικού ζητήματος εντός της ευρωζώνης. Είναι μια συμφωνία που απέφυγε και σωστά στην αρχή να πάρει κάποιο υψηλό ρίσκο. Όμως, η δυναμική της τελείωσε εξαιρετικά σύντομα. Η συνέχιση στην ίδια γραμμή θα σημαίνει αγνόηση της πολιτικής του αντιπάλου που και υψηλού ρίσκου είναι, καθότι ρισκάρει το μέλλον της ευρωζώνης, και σε μονομερείς ενέργειες προβαίνει για να οδηγήσει την ελληνική κυβέρνηση προ τετελεσμένων γεγονότων.

Η προεκλογική ατζέντα του ΣΥΡΙΖΑ δεν υποσχέθηκε ρήξη με την Ευρωζώνη, ούτε όμως απέκλεισε την ανάληψη πολιτικών υψηλού ρίσκου. Στη σημερινή έντονα ταξική ευρωπαϊκή «αρένα» δεν υπάρχουν ασφαλείς καταστάσεις ούτε οι συντηρητικοί «παίκτες» είναι οι πιο σοφοί.

πηγή: Rednotebook.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο Βαγγέλης κάτι ήθελε να πει…Της Μαρίνας Δελάκη

Συνεχίζονται με επιτυχία οι παραστάσεις του Σχήματος εκτός Άξονα