“ΑΡΝΗΤΙΚΟ 13” Ένα αφήγημα που μπορεί να χαρακτηριστεί ποίηση εν πεζό λόγο. ¨Η μέσα από μία καλά δουλεμένη και ξεχωριστά ιδιότυπη γραφή, μία προφανής διάθεση για στιχουργική έκφραση που ξεδιπλώνεται προσεκτικά και ισορροπημένα από την πρώτη επαφή του αναγνώστη με το κείμενο. Ξεδιπλώνεται και ανθίζει άλλοτε – και μάλλον πιο συχνά – τα μαύρα ρόδα μιας dark και gothic αυθεντικής αισθαντικότητας και άλλοτε – σπανιότερα και καταπληκτικά – τα αυριανά ρόδα μίας ωριμασμένης παιδικότητας, λυτρωτικά και σωτήρια.
Τα κείμενα που ανταλλάσσονται με μορφή επιστολών μέσω e-mail ξεκινούν μέσα σε ένα βαρύ και ασφυκτικό προοίμιο καλοκαιρινών διακοπών. Τέλη Ιουλίου. Μία εποχή που ο περισσότερος κόσμος ξεκινά τις μικρές ανέμελες αποδράσεις σε κλίμα ευφορίας και γενικής χαλάρωσης, οι γράφουσες βυθίζονται σε ένα βασανιστικό παρόν με εμμονικές συνιστώσες βιώματα του παρελθόντος παλιού και πρόσφατου. Αναπολούν κι ενδοσκοπούν. Δεν θα έλεγα νοσταλγικά. Αναπολούν «οικογενειακές Κυριακές» και «μαθηματικές Τετάρτες», στιγμιότυπα και αναμνήσεις των παιδικών χρόνων, της εφηβείας και του τότε.
Ανακαλούν μία εποχή αθωότητας και τη με το ανθρώπινο περιβάλλον που την στοιχειοθετεί : Γονείς, μικρότερα αδέρφια, φίλοι. Ενδοσκοπούν τη σχέση που καθορίζει σημαντικά την ταυτότητα στο παρόν για τον καθένα. Σπάνια ο καθένας τολμά να την επανεξετάσει. Να βάλει με θάρρος το δάκτυλό του στον όποιο «τύπο των ίλων», μιας εποχής που τελικά για τον μέσο άνθρωπο, με το πέρασμα των χρόνων, λίγο πολύ εξιδανικεύεται. Και με αφορμή αυτήν την ανάκληση έρχονται στην επιφάνεια μία σειρά από εικόνες και καταιγιστικά συναισθήματα, βιώματα : η πρώτη υπαρξιακή αγωνία, το άγχος του θανάτου, παιδικοί και μη φόβοι.
Στοιχειώματα που εκπέμπουν απόηχους ακόμα και στην ενήλικη ζωή. Και μαζί με αυτά, τα άλλα πρόσωπα, οι ρόλοι που οι άλλοι προσδοκούσαν να παίξουν με το πρόσχημα της ασφάλειας και της αναγκαιότητας, οι προσδοκίες των άλλων, οι πιεστικά συμβατικές προς άτομα όμως που ακόμη δεν έχουν καταλάβει πως είναι εξ’ ορισμού ασυμβίβαστα.
Αύγουστος. Πρόταση για ανταλλαγή, ρόλων, προορισμών, ταυτοτήτων προς εκδίκηση του παρόντος και του κόσμου που συνιστά. Τελικά, ματαίωση του ταξιδιού για την μία, και για την άλλη ένα ταξίδι στα πάτρια εδάφη που επιφυλάσσει την οδύνη των συγκρούσεων της ψυχρότητας μιας τραυματισμένης σχέσης.
Ανάκληση εδώ εικόνων εξιδανίκευσης οι οποίες αυτάρεσκα ντύνουν την απαρχή κάθε σχέσης. Καταγραφή, με κυνισμό που πονάει, ανάμεσα στα άλλα, μίας αυτοκτονίας από εκείνη που επέλεξε να μην ταξιδέψει. Κι ενώ ο υπόλοιπος κόσμος εύχεται ο συγκεκριμένος μήνας διακοπών να κυλήσει αργά, οι συγγραφείς και ταυτόχρονα ηρωίδες του αφηγήματος βλέπουν με προσμονή τον ερχομό του Σεπτέμβρη.
Επίταση της διαφορετικότητας θα πει κάποιος μπροστά στο επίτευγμα της πορείας είτε προς την καταστροφή, είτε προς την σωτηρία και την επούλωση των τραυμάτων.
Το δώρο της μαχήτριας προς την ευάλωτη είναι μία ημερομηνία γιορτής 29 Μαΐου, της Αγίας Υπομονής. Ακολουθεί απόφαση για συμμαχία κι όμως η ισορροπία ακόμα ζητούμενο.
Οι βασανιστικές ενδοσκοπήσεις και ετεροσκοπήσεις, εαυτών και αλλήλων, παρόντος και παρελθόντος, συνεχίζονται καθώς προχωρά το φθινόπωρο. Οι συλλογισμοί, οι εμπειρίες και οι υποθέσεις, η κριτική και τα συναισθήματα εναλλάσσονται και ανταλλάσσονται σε ρυθμό καταιγίδας. Τα ερωτήματα, πιεστικά πάντοτε, πασχίζουν να βρουν και τελικά βρίσκουν μία άλλοτε βιωματική και άλλοτε κυνική και κατά βάθος μελαγχολική απάντηση.
Συμπεράσματα και απόψεις για το τι είναι αγάπη και έρωτας, για το επιθυμητό ερωτικά πρόσωπο που δύσκολα τελικά συμπίπτει να μας επιθυμεί σε μία ιδανική συγχρονικότητα, η απογοήτευση και η αίσθηση της αυτοματαίωσης και ακόμα θέσεις – απόψεις για τον κόσμο, την κοινωνία και σημαντικά γεγονότα της εποχής μας.
Όλα αυτά τα έξωθεν και έσωθεν βασανιστικά, ξετυλίγονται σαν συναρτήματα σε ένα ψυχόδραμα που βαδίζει προς την κορύφωση ακολουθώντας την νοητική δράση των συγγραφέων – ηρωίδων μέχρι το τέλος του φθινοπώρου, οπότε και επέρχεται η λύση – λύτρωση. Απόφαση για συνέχεια, για κοινή πορεία και αλληλοστήριξη όταν χρειάζεται, με πεποίθηση στην δύναμη του ονείρου.
“Πάλι καταλήξαμε. Στη δυσκολία του αισιόδοξου. Σου σερβίρω πιάτο ξαναζεσταμένο δικό σου, παλιό, ευχετικό… Να κάνει όνειρα. Πολλά. Να τα φωτίζεις. Να στρώνεις δρόμους από όνειρα” γράφει η Μαίρη και πιο κάτω γράφει η Στέργια : “Χτυπήθηκα χταπόδι σε βράχο, να βγει μελάνι. Και βγήκε στο χαρτί, στα γράμματά μας… Εγώ με αυτά τελείωσα… Με την ευχή να μου χαρίσει η φύση λίγη από την γενναιότητά της και τα στοιχειά της. Αυτή τη φορά να μην την πάρω και φύγω μακριά. Αυτή τη φορά μην φύγω μακριά μου”.
Κλείνοντας το βιβλίο, μένει η ποιητική αίσθηση που το διατρέχει. Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, μία αίσθηση από κάτι ανάμεσα σε ποίηση της γενιάς του beat και σε ποίηση της Κατερίνας Γώγου στα πιο οδυνηρά και στενάχωρα ξεσπάσματα των κειμένων του. Και αυτά από τον ήχο, άλλοτε black metal μουσικής και άλλοτε μίας θλιμμένης rock μπαλάντας.
Σαφώς βέβαια δυναμωμένη κι εξισορροπημένη αυτή η ανάμικτη αίσθηση από την δημιουργική αταξία, την ζωογόνο διαφορετικότητα και την επαναστατικότητα.
Και τελικά, από την αιχμηρή κριτική. Θέση άποψη των συγγραφέων για ό,τι συμβαίνει εντός και στον κόσμο γύρω του. Και ακόμη από την μεταφυσική τους κάποιες φορές αντίληψη.
Δεν έχω παρά να τις συγχαρώ για ένα δύσκολο συγγραφικά εγχείρημα, το οποίο δεν είναι μία απλή γραμμική ιστορία, αλλά τελικά μία κατάθεση ψυχής.
Στέργια Κάββαλου- Μαίρη Γεωργίου
Αρνητικό 13
(Τετράγωνο, 2011)
Επιμέλεια: Φώτης Κατσιμπούρης