in

Τρεις και μία φωτογραφίες. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Τρεις και μία φωτογραφίες. Του Δημοσθένη Παπαδάτου-Αναγνωστόπουλου

Φωτό 1: «Καλή» και «κακή» Ευρώπη: βίοι παράλληλοι

Θα περάσουν τα προληπτικά μέτρα που ζητούν Γερμανία και ΔΝΤ, ώστε να «σιγουρευτεί» το πλεόνασμα που προβλέπει για το 2018 το Μνημόνιο 3; Η απάντηση μοιάζει να εξαρτάται από την έκβαση της μάχης μεταξύ καλής και κακής Ευρώπης, σχήμα που καιρό τώρα φαίνεται να καθοδηγεί την τακτική της ελληνικής κυβέρνησης. Η «κακή» Ευρώπη του Σόιμπλε, λέει λίγο-πολύ το σχήμα, απεργάζεται την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, ζητώντας διαρκώς περισσότερη λιτότητα. Στον αντίποδα, η «καλή» Ευρώπη, των Ντράγκι και Γιουνκέρ (ΕΚΤ και Κομισιόν, αντίστοιχα) κατανοεί, και καθώς επενδύει στη σχέση με την Ελλάδα περισσότερο απ’ το ΔΝΤ, συμπαρίσταται. Υπάρχουν πράγματι, όμως, αυτές οι δύο «Ευρώπες»; Κι αν ναι, μέχρι πού μπορεί να αξιοποιηθεί η αντιπαράθεσή τους;

Καταρχάς οι «κακοί»: Σύμφωνα με τον γερμανό υπουργό Οικονομικών, η πολιτική του χαμηλότοκου δανεισμού που ακολουθεί ο Ντράγκι, και στην οποία θέλει να υπαχθεί και η Ελλάδα κλείνοντας την πρώτη αξιολόγηση, είναι πρόβλημα. Επιμένοντας, λέει ο Σόιμπλε, ότι η Ευρωζώνη θα επιστρέψει στην ανάπτυξη αν η αγορά ενισχυθεί με φθηνότερο «ρευστό», η ΕΚΤ δημιουργεί προβλήματα στις γερμανικές τράπεζες και στις αποταμιεύσεις των συνταξιούχων. Ακόμα χειρότερα, σύμφωνα με τον ίδιο, η ΕΚΤ «δικαιώνει» τον αντιευρωπαϊσμό της γερμανικής ακροδεξιάς AfD, που δεν θέλει άλλη γερμανική βοήθεια σε αχαΐρευτους ευρωπαίους εταίρους. Στις εκτιμήσεις για την ΕΚΤ, ο Σόιμπλε έχει μαζί του έναν σοσιαλδημοκράτη, τον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ: αν και υποστηρίζει την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, ο γερμανός αντικαγκελάριος θεωρεί κι αυτός ότι ο χαμηλότοκος δανεισμός φτωχαίνει τους ήδη φτωχούς.

Στον αντίποδα, λοιπόν, ο Ντράγκι διατηρεί μια λιγότερο εθνοκεντρική και πιο «συστημική» ματιά: επιμένει στη λήψη όσων «ανορθόδοξων» μέτρων θεωρεί ότι βοηθούν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα στο σύνολό του, και στο πλαίσιο αυτό, πρεσβεύει μια στάση προς την Ελλάδα «χαλαρότερη» από τη γερμανική. «Οι χαμηλές αποδόσεις για τις γερμανικές τράπεζες οφείλονται στα υψηλά πλεονάσματα στη Γερμανία», αντιτείνει. Και ο γερμανός κεντρικός τραπεζίτης Γενς Βάιντμαν τον στηρίζει απέναντι στον Σόιμπλε: «Οι άνθρωποι δεν είναι μόνον αποταμιευτές: είναι επίσης υπάλληλοι, φορολογούμενοι και δανειολήπτες, και επωφελούνται από τα χαμηλά επίπεδα των επιτοκίων».

Είναι λοιπόν ο Μάριο Ντράγκι σύμμαχος της Ελλάδας; Όχι, γιατί τα προαναφερθέντα είναι μόνο η μία πλευρά. Μία δεύτερη, πέρα από τα περσινά γυμνάσια της ΕΚΤ κατά της ελληνικής κυβέρνησης, είναι η διάψευση της υπόθεσης Ντράγκι ότι ο χαμηλότοκος δανεισμός, φέρνοντας «ρευστό» στην αγορά, θα φέρει και ανάπτυξη[1]. Και μία τρίτη, η επιβεβαίωση όσων προέβλεπαν ότι ο χαμηλότοκος δανεισμός δεν σημαίνει νέες θέσεις εργασίας[2]. Στο φόντο, λοιπόν, μιας διάψευσης και μιας επιβεβαίωσης, μελέτη της ΕΚΤ για το χρέος που δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα, αναφέρει πως, «όταν το κόστος δανεισμού βρίσκεται σε χαμηλά επιτόκια, [αυτό] διευκολύνει τη μείωση του χρέους της Ευρωζώνης· όμως, για να επιτευχθεί μια σημαντική συρρίκνωσή του, είναι αναγκαία η αποφασιστική [sic] εφαρμογή των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας».

Σε απλά ελληνικά: η «καλή» Ευρώπη, στην οποία ποντάρει η ελληνική κυβέρνηση, δεν αγχώνεται καθόλου για την ανεργία και δεν διανοείται καν τη διαγραφή του χρέους (πράγμα ουσιωδώς διαφορετικό από την «ελάφρυνση»…). Περπατώντας παράλληλα με την «κακή», βλέπει το δρόμο για την Ανάσταση –την πολυαναμενόμενη ανάπτυξη–, να περνά υποχρεωτικά από την κορύφωση των Παθών – τη συνέχιση της λιτότητας. Είναι όμως γι’ αυτό που μια επιμέρους σύμπτωση της «καλής» Ευρώπης με την ελληνική κυβέρνηση δεν μπορεί να μεταμφιέζεται σε στρατηγική.

 

Φωτό 2: Να θυμόμαστε τη Μαρφίν. Αλλά τι να θυμόμαστε;

Κάτι η μαύρη έκτη επέτειος, κάτι οι προγραμματισμένες απεργίες για το ασφαλιστικό, η Μαρφίν ξαναβρέθηκε στην επικαιρότητα. Και συνεπής με τον ακροδεξιό εαυτό του, ο αντιπρόεδρος της ΝΔ δεν παρέλειψε να την αποδώσει στο «μίσος κάποιων της Άκρας Αριστεράς».

Τι (δεν) θυμόμαστε, τελικά, όταν θυμόμαστε τη Μαρφίν; Καταρχάς, τα ονόματα των τριών νέων ανθρώπων που δεν έφταιξαν σε τίποτα: την Αγγελική Παπαθανασοπούλου, τη Βιβή Ζούλια και τον Νώντα Τσακάλη. Έπειτα, την τεράστια διαδήλωση εκείνης της μέρας: τα μπλοκ του ΣΥΡΙΖΑ που βρίσκονταν στην ουρά της συγκέντρωσης, στο Μουσείο, και που δεν ξεκίνησαν παρά μιάμιση ώρα μετά την προγραμματισμένη ώρα της συγκέντρωσης, ίσως και παραπάνω. Τίποτα δεν μπορούσε να σταματήσει τον κόσμο αυτό – κι εκείνο που τελικά τον σταμάτησε, ήταν οι εγκληματικά ανεγκέφαλοι που έριξαν μολότοφ στην τράπεζα ενώ μέσα βρίσκονταν εργαζόμενοι. Πώς μπορεί να συνδέεται, όμως, με την όποια Αριστερά αυτό που τη φρέναρε για άγνωστο διάστημα – και που έγινε επιχείρημα για αμέτρητες επιθέσεις σε βάρος της, αλλά και σε βάρος συλλήβδην του αντιεξουσιαστικού χώρου; Το κυριότερο: Γιατί οι πάσης φύσεως ακροδεξιοί, όσο και οι τεθλιμμένοι κατήγοροι της Αριστεράς από το «συνταγματικό τόξο», εννοούν να αποσιωπούν κρίσιμες πτυχές της υπόθεσης;

Τη μέρα της διαδήλωσης, η μοναδική έξοδος διαφυγής από το κατάστημα της Mαρφίν ήταν κλειστή, το κλειδί-τηλεχειριστήριο άφαντο και το ίδιο το κατάστημα χωρίς πιστοποιητικό πυρασφάλειας: αυτά αναφέρονται στο πόρισμα της Επιθεώρησης του υπ. Εργασίας (βλ. εδώ http://www.tovima.gr/society/article/?aid=356369). Αργότερα, θα μαθαίναμε ότι δικηγόροι της τράπεζας απειλούσαν με μηνύσεις όποιον δημοσιοποιούσε το πόρισμα εσωτερικού ελέγχου που διεξήγαγε η ίδια η εταιρεία. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι, μετά το συμβάν, ο ανερχόμενος ιδιοκτήτης της τράπεζας Ανδρέας Βγενόπουλος ακύρωσε τα πολιτικά σχέδιά του και η τράπεζα μετονομάστηκε. Οι άνθρωποι που χάθηκαν ξεχάστηκαν από τους περισσότερους – ο δε αντιεξουσιαστικός χώρος υποχρεώθηκε σε μια διαδικασία αυτοκάθαρσης που είχε ήδη αργήσει πολύ. Έξι χρόνια πέρασαν, και στο μεταξύ άλλαξαν πολλά. Ό,τι έγινε τότε, όμως, δεν μπορεί να αλλάξει. Ας το θυμόμαστε λοιπόν όπως έγινε – τουλάχιστον εμείς.

 

Φωτό 3: Χωρικοί, αρχοντοχωριάτες και δούκισσες

Φαντάζομαι ότι εκατομμύρια άνθρωποι αδιαφορούν εντελώς αν ο Αλέξης Τσίπρας είπε ή δεν είπε στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ πως «το κόμμα απευθύνεται πλέον σε ευρύτερα ακροατήρια και όχι σε ένα “αριστεροχώρι”». Κάπως διαφορετικά, και δικαίως, είναι τα πράγματα για έναν κόσμο που καταλαβαίνει αλλιώς τι σημαίνει κόμμα, πολιτική εκπροσώπηση, κοινωνικές συμμαχίες, ιστορικό μπλοκ, ηγεμονία, εθνικό ακροατήριο.

Δεν μπορώ να πω αν το CNN.gr, που απέδωσε στον Τσίπρα την επίμαχη δήλωση (25.4.2016), το έκανε εσφαλμένα, άρα κι αν, όσοι τη σχολιάσαμε, την υιοθετήσαμε επιπόλαια. Γι’ αυτό που είμαι σίγουρος όμως (και όχι, καθόλου «δικαιωμένος»…), είναι πως το δόγμα αυτό του εξαστισμού –από το χωριό στην πόλη– καθοδηγεί το λόγο και την πράξη των κυβερνώντων, ήδη από τις υποτιμητικές αναφορές στον «ΣΥΡΙΖΑ του 3%» – ήδη, δηλαδή, από το 2012. Το ίδιο με άλλα λόγια είπε ο πρωθυπουργός και στην περσινή Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης, λέγοντας «βάλαμε την πατρίδα πάνω από το κόμμα». Και υπάρχουν κάμποσα άρθρα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που στο ίδιο αναφέρονται, όταν μιλούν για την εξουδετέρωση του κόμματος –άρα και των κοινωνικών του εκπροσωπήσεων– μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου.

Η ουσία δεν αλλάζει: υιοθετώντας το τρίτο Μνημόνιο, όχι ως πρόσκαιρο συμβιβασμό αλλά ως πρόγραμμα, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον, πριν από οτιδήποτε, κόμμα της κρατικής διαχείρισης – άρα και του εθνικού ακροατηρίου: κόμμα του εθνικού «κοινού τόπου». Οι παρελάσεις, η υποδοχή του Αγίου Φωτός και οι μέρες ελληνοφωνίας δεν είναι παρά το «εποικοδόμημα» σε αυτή τη μετεξέλιξη. Για τους καλοπροαίρετους (sic) πλην κολληματίες που διαφωνούν, τα έχει πει από παλιά ο Γιορδάνης, στον Αρχοντοχωριάτη του Μολιέρου: «Ορίστε κει στενοκεφαλιές, να μένεις, θέλοντάς σου, παρακατιανός πάντα. Φτάνουν πια οι αναλογίες σου: ο κόσμος να χαλάσει, η κόρη μου θα γίνει μαρκησία· κι αν με παραφουσκώσεις, θα την κάμω και δούκισσα».

 

Τέλος και αρχή: Για τα Ενθέματα και το Στρατή

Το καλοκαίρι του 2010, όταν ετοιμάζαμε το RedNotebook, ο Στρατής ήταν ο πρώτος στον οποίο απευθυνθήκαμε: «Θέλουμε να κάνουμε κάτι σαν τα Ενθέματα αλλά στο ίντερνετ, και νάναι όλοι: ο Ιός, οι Θέσεις, οι Αναγνώσεις,  η Εποχή, κι αν θέλετε κι εσείς».

«Κάτι σαν τα Ενθέματα». Δηλαδή τι; Κάτι που να διαβάζεται, κάτι απ’ το οποίο να μαθαίνεις, αλλά να μην είναι για λίγους. Κάτι ανοιχτό, αλλά με πυρήνα τη δική μας άποψη για τα πράγματα, και ταυτόχρονα έγκυρο. Κάτι που νάχει κόπο: όσο γίνεται όχι προκάτ συμπεράσματα και φιλοσοφέξ πόζες. Και χωρίς, κατά το δυνατόν, ναρκισσισμό και επιτήδευση – πράγμα που θέλει «καθοδήγηση» και άσκηση. Κάτι, τέλος πάντων, που να φτιάχνει σχέση, άρα να θέλει χρόνο, και που να «εκπαιδεύει», πρώτα απ’ όλα εμάς.

Ήταν σημαντικό που μπορούσαμε να λέμε ότι ο Στρατής και τα Ενθέματα ήταν μέσα σ’ αυτό το φιλόδοξο «κάτι». Κι εξίσου σημαντικό που την Άνοιξη του 2011, όταν δηλαδή άνοιξε το Εντευκτήριο των Ενθεμάτων, αυτό το «κάτι» που ετοιμάζαμε βρήκε στέγη – βρήκε δηλαδή εμπιστοσύνη, ανθρώπους με κοινή ματιά στα πράγματα και πολλή, μα πολλή ζεστασιά.

Το Red μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι ήταν η …Νεολαία των Ενθεμάτων στα χρόνια του Στρατή: Εμείς με τη ροπή να «τσακωνόμαστε» περισσότερο, το «Κόμμα» με τη μέριμνα για τις «ευρύτερες συμμαχίες». Και μπορεί ο Στρατής να μην ήταν ποτέ αυτό που σκεφτόμαστε όταν λέμε «κομματικό στέλεχος» (το αντίθετο: θα έφριττε στην ιδέα…), τέτοιου ηγετικού «στελέχους» αρετές όμως ήταν οι ικανότητές του ως «συντονιστή»: να φέρνει και να κρατάει διαφορετικούς ανθρώπους κοντά, να επινοεί κοινωνικο-πολιτικο-πολιτιστικά γεγονότα, να συνδέει το εγχείρημα με ό,τι κινείται εδώ και έξω, να υποστηρίζει μια ορισμένη «ατζέντα» — σε γενικές γραμμές, την ίδια από την περίοδο του Μακεδονικού. Και φυσικά η ικανότητα να βγάζει κάθε εβδομάδα μια σπουδαία μικρή εφημερίδα που να αφορά πολλούς, επιβιώνοντας ο ίδιος εκατοντάδων ψυχοφθόρων Παρασκευών, όπερ ουδόλως αυτονόητο. Ξέρετε εσείς κόμμα χωρίς εφημερίδα;

Μεταξύ μας, η «Νεολαία» δεν τα κατάφερε ποτέ τόσο καλά όσο το «Κόμμα». Χάρη σ’ αυτό, όμως, έμαθε κάμποσα και σημαντικά: Διαβάζοντας, συζητώντας και ξενυχτώντας. Κάνοντας εκδηλώσεις για το φιλελευθερισμό, την κυβέρνηση της Αριστεράς και την αντιμνημονιακή ποίηση. Συμβάλλοντας, έστω αποσπασματικά, στο εφημεριδάκι του Occupy Wall Street ή το AnalyzeGreece. Φτιάχνοντας καλά και μέτρια κείμενα, διορθώνοντας ή απορρίπτοντας άλλα με μπουρναζική τεχνοτροπία (ενίοτε και χωρίς…). Διαφωνώντας με το «Κόμμα» σε κάποια – όντας όμως μαζί στα περισσότερα και τα βασικά. Και μην ξεχνώντας την προειδοποίηση του γενικού γραμματέα: «σ’ αυτό τον δύσκολο καιρό, όταν βρίσκονται ο καθένας μόνος του, οι άνθρωποι είτε σωπαίνουν είτε αγριεύουν· και πάντως, και στις δύο περιπτώσεις, δυσκολεύονται να σκεφτούν»[3].

Δεν προσθέτει κάτι η δική μου ματιά σε όσα έγραψαν για το «τέλος εποχής» ο Στρατής, ο Μάνος, η Μαρία κι η Ιωάννα. Αν γράφω αυτά σήμερα, που είναι δική τους μέρα, είναι από ευγνωμοσύνη: για τις συναντήσεις και την παράλληλη διαδρομή με το ένθετο μιας ιστορικής εφημερίδας που σήμερα είναι (πολύ) διαφορετική. Για την εμπιστοσύνη και τη φιλία των ανθρώπων των Ενθεμάτων. Για να πω, κι ας έχει μικρή αξία, ότι κάνουν το σωστό, μετά τον Ιούλη που τα άλλαξε όλα· ο «Μέγας Ιούλιος» εικονογραφεί, αν είδα καλά, τον αποχαιρετισμό τους. Εντέλει, γιατί η κοντινή (απ’ το ‘07), κι έπειτα η παράλληλη διαδρομή, έκανε τη «Νεολαία» καλύτερους αριστερούς και αριστερές – κι εξίσου σημαντικό, αν δικαιούμαι να το πω, καλύτερους ανθρώπους.

 

 

Η φωτογραφία του Άγγελου Καλοδούκα, από το πάρτυ των «Ενθεμάτων» στους Αρχαιολόγους, τον Ιούνιο του 2012



[1] «Χαμηλώνει τον πήχυ της ανάπτυξης η Ε.Ε.», Η Καθημερινή, 4.5.2016

[2] Joseph Stiglitz, «What’s Wrong With Negative Rates?», Project Syndicate, 13.4.2016

[3] Στρατής Μπουρνάζος, «Yπάρχω, άρα σκέπτομαι: η ‘φαντασιακή κοινότητα’ αναγνωστών και φίλων», RedNotebook και Ενθέματα, 18.9.2011

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Οι νέες ταινίες (κριτική – παρουσίαση)

Εγκρίθηκε με 153 «ναι» το ασφαλιστικό