Σοβαρές και δραματικές εξελίξεις συντελούνται στην Ανώτατη Εκπαίδευση, εκτός από τη μεγάλη μείωση των εισακτέων που έχει δρομολογηθεί, με την ανακοίνωση της υπουργού Παιδείας για την οριστική κατάργηση 37 τμημάτων ΑΕΙ και τη «συνολική προσπάθεια ανάταξης του ακαδημαϊκού χάρτη» όπως δήλωσε.
Άρθρο του Χρήστου Κατσικά στην ιστοσελίδα drepani.gr
Αν όμως ο κίνδυνος εξαφάνισης δεκάδων Πανεπιστημιακών τμημάτων είναι πλέον ορατός δια γυμνού οφθαλμού, ελλοχεύει ένας άλλος κίνδυνος, ακόμη μεγαλύτερος, καθώς το υπουργείο Παιδείας, προχωρώντας με μεθοδικότητα ετοιμάζεται να προχωρήσει σε μαζικές συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων σε όλη τη χώρα την ίδια ώρα που προσπαθεί να «ξεμπερδέψει» με την αξιολόγηση και τις επιλογές στελεχών στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση
Σε τηλεδιάσκεψη στελεχών της εκπαίδευσης από τη Δυτική Ελλάδα και την Ήπειρο που έγινε την Πέμπτη 3 Ιουνίου, ο Γ.Γ. του Υπουργείου Παιδείας κ. Κόπτσης, ανήγγειλε γενικευμένες συγχωνεύσεις τμημάτων και σχολείων σε πανελλαδικό επίπεδο, με στόχο να προκύψει πλεόνασμα 8.500 εκπαιδευτικών τη νέα σχολική χρονιά.
Ο σχεδιασμός αυτός, που θα αλλάξει δραματικά το εκπαιδευτικό τοπίο, υπήρχε από το τέλος του 2020 αλλά, από τη μια οι σοβαρές αντιστάσεις των εκπαιδευτικών, από την άλλη τα «Λιγναδιακά» και τα προβλήματα της κυβέρνησης με τους χειρισμούς της πανδημίας, ανάγκασε το ΥΠΑΙΘ να τον κρατήσει στο «μούσκιο».
Ο νομιμοποιητικός λόγος της αύξησης του ωραρίου και των συγχωνεύσεων
Αναφερόμαστε στις «προτάσεις» της Έκθεσης Πισσαρίδη για την Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση που προωθούν συγχωνεύσεις σχολείων, αύξηση των μαθητών ανά τμήμα, αύξηση του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών και νέες διαδικασίες κατανομής της κρατικής χρηματοδότησης στις σχολικές μονάδες, ώστε να συνδεθούν με την επίτευξη εκπαιδευτικών στόχων τα 13.000 σχολεία, οι περίπου 1,4 εκατ. μαθητές και οι πάνω από 175 χιλιάδες μόνιμοι και αναπληρωτές εκπαιδευτικοί!
Η Έκθεση Πισσαρίδη «ανακαλύπτει» ότι το κόστος ανά ώρα επαφής δασκάλου/καθηγητή και μαθητή στην Ελλάδα είναι ένα από τα υψηλότερα στον ΟΟΣΑ. Αυτό οφείλεται, σύμφωνα πάντα με τους «ειδικούς» της Έκθεσης, (α) στο μικρό μέσο μέγεθος των τάξεων στην ελληνική πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και (β) στον σχετικά χαμηλό αριθμό ωρών διδασκαλίας των Ελλήνων εκπαιδευτικών σε σύγκριση με τους ευρωπαίους συναδέλφους τους.
Στο πλαίσιο αυτής της «αθώας» συλλογιστικής – διάγνωσης, που ειρήσθω εν παρόδω αποτελεί την πιο γλυκιά νεοφιλελεύθερη «καραμέλα» όλων των Υπουργών Παιδείας της τελευταίας 10ετίας (από τη Διαμαντοπούλου έως τον Αρβανιτόπουλο και από τον Λοβέρδο έως την Κεραμέως) έρχεται σαν ώριμο φρούτο η θεραπευτική αγωγή των «ειδικών» μας: «Στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, η αναλογία μαθητών – εκπαιδευτικών είναι σκόπιμο να συγκλίνει με το μέσο όρο των χωρών της ΕΕ. Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλλει η σύγκλιση του διδακτικού και εργασιακού ωραρίου των εκπαιδευτικών, η αναδιάρθρωση του ημερήσιου ωραρίου λειτουργίας και των ωρολογίων προγραμμάτων των σχολείων, καθώς και η αύξηση του μεγέθους των τάξεων (με αύξηση του ελάχιστου αριθμού μαθητών ανά τάξη). Επιπλέον είναι απαραίτητη η προώθηση συγχωνεύσεων σχολείων και η δημιουργία μεγαλύτερων εκπαιδευτικών μονάδων».
Η Έκθεση Πισσαρίδη χρησιμοποιεί τα στοιχεία του σχολικού χρόνου και του διδακτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούν οι μεθυσμένοι τους φανοστάτες. Όχι για να φωτιστεί αλλά για να στηριχθεί. Ωστόσο οι σκοπιμότητες αναποδογυρίζουν την πραγματικότητα.
Οι μεθοδεύσεις για το ωράριο των εκπαιδευτικών έχουν ιστορία
Πριν λίγα χρόνια (την περίοδο 2010-11) το υπουργείο Παιδείας, για να πείσει την κοινή γνώμη ότι οι εκπαιδευτικοί στη χώρα μας εργάζονται λίγο, «έδωσε τα ρέστα του» στη διαστρέβλωση των συγκριτικών στοιχείων του χρόνου εργασίας δίνοντας στοιχεία στο Δίκτυο Ευρυδίκη και στον ΟΟΣΑ με διδακτικό ωράριο των 16 ωρών! Στη συνέχεια τα «πρόθυμα» ΜΜΕ «ανακάλυψαν» τους μαθητές «που βρίσκονται στην πιο κρίσιμη φάση της ζωής τους», συμμερίστηκαν τους γονείς «που αγωνιούν για την τύχη των παιδιών τους», και τραβώντας το νήμα στα άκρα έπαιξαν το γνωστό τους ρεφρέν με τους «βολεψάκηδες καθηγητές», τους «ιδιαιτεράκηδες», τους «τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας».
Η επιχειρηματολογία και τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται τώρα και χρησιμοποιήθηκαν και τότε είναι παραπλανητικά, επιλεκτικά και αναξιόπιστα ενώ τα συμπεράσματα έρχονται σε ευθεία αντίθεση με την εκπαιδευτική πραγματικότητα των ασφυκτικά μεγάλων τμημάτων, των τραγικών ελλείψεων προσωπικού, του υπερβολικού και ολοένα αυξανόμενου φόρτου εργασίας.
Παράλληλα «ξεφωνίζει» ένα μείζον θέμα εγκυρότητας των στατιστικών αναλύσεων της Εκθεσης που ουσιαστικά για να βρει την αναλογία εκπαιδευτικών- μαθητών απλά κάνει μια διαίρεση του συνολικού αριθμού των εκπαιδευτικών με τον συνολικό αριθμό των μαθητών χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εκπαίδευσης της χώρας μας με τα πάρα πολλά νησιά και απομακρυσμένα χωριά.
Η αλήθεια που κρύβεται τώρα και κρύφτηκε και τότε με επιμέλεια με την βοήθεια των δημοσιογράφων – υπηρεσίας είναι ότι οι Έλληνες καθηγητές διδάσκουν κατά κανόνα περισσότερο από τους ευρωπαίους συναδέλφους τους, επιβαρύνονται με περισσότερα καθήκοντα και μεγαλύτερο φόρτο εργασίας για το σπίτι – και όλα αυτά με περίπου τις μισές ετήσιες αποδοχές.
Ωστόσο, όπως το 2013, με την παραπάνω τακτική, το ΥΠΑΙΘ αύξησε το διδακτικό ωράριο των εκπαιδευτικών ενώ την ίδια περίοδο «απογείωσε» τα εξωδιδακτικά τους καθήκοντα έτσι και τώρα, στην ίδια ρότα, η «σοφή» Επιτροπή Πισσαρίδη, ξεδιπλώνει τη λογική της σαν μαθηματική εξίσωση που δεν «σηκώνει» άλλη λύση από αυτή που η ίδια προτείνει.
Στόχος η δημιουργία των φθηνών μαζικών σχολείων
Από την Έκθεση του ΟΟΣΑ του 2011 μέχρι και το 3ο Μνημόνιο (του 2015), διατυπώνεται η οδηγία ότι οι συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων πρέπει να αποτελέσει ένα από τα βασικά manual της πολιτικής του υπουργείου Παιδείας.
Τι ισχυρίζονται ο ΟΟΣΑ και η Έκθεση Πισσαρίδη: «Είναι αναποτελεσματικό το δίκτυο μικρών σχολείων, μικρός αριθμός μαθητών ανά δάσκαλο και μικρό μέγεθος τάξης. Η Ελλάδα είναι μια χώρα με μικρά σχολεία. Περισσότερα από 1.300 Δημοτικά σχολεία έχουν λιγότερους από 25 μαθητές και περισσότερα από 250 Γυμνάσια και 70 Λύκεια έχουν λιγότερους από 50 μαθητές. Ελάχιστα σχολεία έχουν εγγεγραμμένους περισσότερους από 400 μαθητές και είναι κυρίως σχολεία ανώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης».
Και αφού καταλήγουν στη διάγνωση, μετά προτείνουν και τη «θεραπευτική αγωγή»: Εξορθολογισμός του σχολικού δικτύου σύμφωνα με τον οποίο τα ελάχιστα μεγέθη κυμαίνονται σε: 75 μαθητές στα δημοτικά σχολεία, 150 μαθητές στα Γυμνάσια, 250 μαθητές στα Λύκεια. Τι σημαίνει αυτό; Εξαφάνιση από το εκπαιδευτικό τοπίο του 15-20% των σχολικών μονάδων. Η εμπειρία των συγχωνεύσεων της περιόδου Διαμαντοπούλου δείχνει ότι οι συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων συνδέονται εκτός των άλλων με την εξοικονόμηση μεγάλου αριθμού εκπαιδευτικών.