Το PSI θα γίνει και δεν θα λύσει τίποτα, Του Σπύρου Λαπατσιώρα

Ακόμη και η επίτευξη των λογιστικών στόχων της διαγραφής του χρέους που αποτυπώθηκαν με τη συμφωνία της 26ης Οκτώβρη συνεπάγονται αυξημένα μεγέθη χρηματοδότησης για τα κράτη της Ε.Ε και το ΔΝΤ και πιθανότατα εξεύρεση νέων πηγών χρηματοδότησης (εγχωρίων περικοπών δαπανών, εσόδων ή αλλοδαπών) ενώ ο στόχος του 120% δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ για το 2020 απομακρύνεται.

Οι διαπραγματεύσεις με τις τράπεζες και τους υπόλοιπους ιδιώτες πιστωτές δεν έχουν ως ενδεχόμενο την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ. Είτε οι διαπραγματεύσεις καταλήξουν σε μία συμφωνία στο πνεύμα της 26ης Οκτωβρίου είτε επιλεγεί η λύση της μονομερούς μη-εθελοντικής αναδιάρθρωσης η όλη διαδικασία δεν συνδέεται με το ζήτημα του νομίσματος. Η όλη σχετική συζήτηση που αναπτύσσεται αποτελεί κινδυνολογία με κύριο στόχο την  οικοδόμηση συναίνεσης στις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης και συγχρόνως να εμποδίσει τη συζήτηση των εναλλακτικών επιλογών απέναντι σε αυτές.
 
Ο στόχος αποκατάστασης της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, με βάση τη συμφωνία της 26ης Οκτώβρη δεν πρόκειται -με βάση την πορεία που ακολουθείται- να επιτευχθεί ακόμη και με 100% συμμετοχή και χαμηλά επιτόκια, όχι σαν αυτά τα οποία ζητούν οι Έλληνες και ξένοι τραπεζίτες. Όλοι οι εμπλεκόμενοι αναγνωρίζουν ότι οι προϋποθέσεις που βασίστηκε η συμφωνία αυτή ήταν πολύ αισιόδοξες και η πορεία των πραγμάτων τις καθιστά άκυρες, θέτοντας επί τάπητος τον ανασχεδιασμό. Επιπρόσθετα, η διαγραφή δημόσιου χρέους κατά 50% είναι λίγη με όρους βιωσιμότητας, και οδηγηθήκαμε σε αυτό το μέγεθος λόγω ενός συσχετισμού δυνάμεων που προέτασσε την προστασία των ειδικών συμφερόντων του τραπεζικού συστήματος (το ίδιο το λόμπι των τραπεζών, η στάση της ΕΚΤ, της Γαλλίας και της ελληνικής κυβέρνησης). Είναι ενδεικτικό ότι σε όλες τις φάσεις της διαπραγμάτευσης η ελληνική κυβέρνηση αποδέχεται με μεγάλη ευκολία τις ενστάσεις και απαιτήσεις των τραπεζιτών καλλιεργώντας παράλληλα μέσω των ΜΜΕ και των μηχανισμών συγκρότησης κοινής γνώμης την οικοδόμηση της εθνικής συναίνεσης – με ποικίλους τρόπους που ξεκινάνε από την κινδυνολογία μέχρι το να ασχολείται η ελληνική κοινή γνώμη με το αν θα ενεργοποιηθούν τα CDS ή όχι που δεν αφορά την Ελλάδα ως κόστος.
 
Συνοψίζοντας, ακόμη και η επίτευξη των λογιστικών στόχων της διαγραφής του χρέους που αποτυπώθηκαν με τη συμφωνία της 26ης Οκτώβρη συνεπάγονται αυξημένα μεγέθη χρηματοδότησης για τα κράτη της Ε.Ε και το ΔΝΤ και πιθανότατα εξεύρεση νέων πηγών χρηματοδότησης (εγχωρίων περικοπών δαπανών, εσόδων ή αλλοδαπών) ενώ ο στόχος του 120% δημόσιου χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ για το 2020 απομακρύνεται.
 
Ωστόσο, το πιο λογικό αποτέλεσμα είναι ότι η συμφωνία θα ολοκληρωθεί, στο αμέσως επόμενο διάστημα και θα προσεγγίζει τους λογιστικούς στόχους που έχουν τεθεί, ακόμη και αν αυτό συνεπάγεται τη συμπερίληψη, με κάποια μορφή, των ομολόγων που κατέχει η ΕΚΤ. Οι πληρωμές των CDS δεν αφορούν την Ελλάδα, αποτελούν μικρό μέγεθος για να απειλεί τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος• επομένως, η επιβολή ρητρών συλλογικής δράσης αποτελεί αξιόπιστη απειλή υπό τον όρο ότι κάμπτονται οι αντιρρήσεις της ΕΚΤ. Υπό τον κίνδυνο αποτυχίας της συμφωνίας, η λογική της κατάστασης και οι συσχετισμοί δυνάμεων, το αναμενόμενο αποτέλεσμα θα είναι η απόσυρση των όποιων αντιρρήσεων για μία ακόμη φορά. 
 
ΔΝΤ και Γερμανία επιθυμούν τη σοβαρή μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους για πολλούς λόγους που συνοψίζονται στη θέση ότι αν δεν υπάρξει διαγραφή του ελληνικού δημόσιου χρέους και μία άλλη χρονική κατανομή των λήξεων ομολόγων από την υπάρχουσα και μεγέθη πληρωμής τόκων που να εναρμονίζονται με τους στόχους που έχουν τεθεί για τα ελλείμματα (και τα πρωτογενή πλεονάσματα) της ελληνικής κυβέρνησης από την υπάρχουσα τότε ακυρώνεται ο όλος σχεδιασμός της διαχείρισης της κρίσης στην Ευρωζώνη επιστρέφοντας σε ένα στρατηγικό σημείο μηδέν. 
 
Η μη-επίτευξη των λογιστικών στόχων που έχουν τεθεί με τη συμφωνία της 26ης σημαίνει ότι για να εξασφαλιστούν οι χρηματοδοτικές ανάγκες του ελληνικού δημοσίου θα πρέπει να δανείσουν μεγαλύτερα ποσά. Πρόκειται για απόφαση πολιτικά πολύ δύσκολη, ειδικά εν όψει των πιστωτικών δυσκολιών που αντιμετωπίζει η ευρωζώνη καθώς βυθίζεται στην ύφεση, υπάρχουν δυσκολίες στις αγορές ομολόγων με αρχή χάραξης πολιτικής «πάνω από όλα τα ελλείμματα». Επιπρόσθετα κάθε νέος δανεισμός αυξάνει το ελληνικό δημόσιο χρέος οπότε ο στόχος να εμφανισθεί το δημόσιο χρέος ως βιώσιμο για να συγκροτηθούν οι όροι επιστροφής στο μακρινό μέλλον της Ελλάδας στις αγορές χρέους και να παραχθεί σήμα διαχείριση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη απομακρύνεται, συμβάλλοντας με τη σειρά του στην επιβάρυνση της κρίσης χρέους. Αν μάλιστα βάλουμε στο τραπέζι το άμεσο γεγονός ότι η υποβάθμιση της πιστωτικής αξιοπιστίας της Γαλλίας και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών σηματοδοτεί την αναγκαιότητα της αναθεώρησης της συνολικής στρατηγικής που έχει αποτυπωθεί στη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου τότε η διαγραφή χρέους του ελληνικού δημοσίου αποτελεί επιτακτική ανάγκη. Η υλοποίηση του PSI με βάση τους στόχους της 26ης Οκτώβρη συγχρόνως ανοίγει τη δυνατότητα αυξημένων περιθωρίων στον ανασχεδιασμό του προγράμματος για την Ελλάδα (για παράδειγμα δίνει καλύτερους πολιτικούς όρους στη μελλοντική συζήτηση στο εσωτερικό της Γερμανίας για αναδιάρθρωση και των δανείων της Ε.Ε.). 
 
Συνοψίζοντας, η ακύρωση του PSI, όπως έχει προταθεί, σημαίνει μείζονα αλλαγή της προσέγγισης που δεν φαίνεται να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις να συντελεστεί. Η υπάρχουσα πολιτική, όπως έχει σχεδιαστεί, προϋποθέτει, αναγκαία, αναδιαρθρώσεις χρέους. 
 
Επομένως, η απειλή ότι αν δεν υπάρξει συμφωνία τότε θα υπάρξει μονομερές μη-εθελοντικό “κούρεμα” με μεγαλύτερο ποσοστό “κουρέματος” και χαμηλότερα επιτόκια, είναι αρκετά αξιόπιστη ώστε οι τράπεζες να οδηγηθούν ξανά στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αποδεχόμενες όρους που να εξυπηρετούν τους στόχους που έχουν τεθεί. Είναι αξιόπιστη επειδή το απαιτεί η λογική της στρατηγικής που ακολουθείται και επειδή υπάρχει το όπλο της υπαγωγής της πλειοψηφίας των ομολόγων στο ελληνικό δίκαιο, επομένως η δυνατότητα χωρίς μεγάλο κόστος, εφόσον θα πρόκειται για διακρατική προσέγγιση, μονομερούς αλλαγή των όρων που τα διέπουν. Είναι αρκετά αξιόπιστη και όχι πλήρως επειδή υπάρχουν ζητήματα σε σχέση με το χρόνο των γεγονότων. 
 
Πριν όμως εξετάσουμε τη δομή της χρονικότητας των διαπραγματεύσεων, να σημειώσουμε ότι:
 
Α) Στο πλαίσιο της υπάρχουσας πολιτικής η απόφαση ενός μονομερούς μη-εθελοντικού “κουρέματος”, που θα αφορά όλους τους κατόχους ομολόγων (και την ΕΚΤ), θα οδηγούσε σε πιο βιώσιμη εικόνα του δημόσιου χρέους. Ωστόσο πρόκειται για απόφαση η οποία δημιουργεί επιπλοκές για το υπάρχον πλαίσιο διαχείρισης που την καθιστούν τρίτη καλύτερη λύση και γι’ αυτό, αυτή τη χρονική στιγμή, αποτελεί ακόμη απειλή δυνητικής απόφασης – σε κάθε περίπτωση, το επαναλαμβάνουμε λόγω της κινδυνολογίας που αναπτύσσεται χωρίς να συνδέεται με το ζήτημα του νομίσματος, θα είναι μονομερής μη-εθελοντική αναδιάρθρωση εντός ευρώ με τις ευλογίες του ΔΝΤ και της Ε.Ε (αλλά όχι της ΕΚΤ και πιθανότατα με αντιρρήσεις της Γαλλίας).
 
Β) Η υπαγωγή των νέων ομολόγων στο αγγλικό δίκαιο σημαίνει ότι η μελλοντική, αναγκαία πιθανότατα, αναδιάρθρωση χρέους θα έχει ως στόχο τα δάνεια των χωρών της Ε.Ε, εφόσον δεν θα υπάρχει το διαπραγματευτικό όπλο της μονομερούς μη-εθελοντικής αλλαγής των όρων που δίνει η υπαγωγή των ομολόγων στο ελληνικό δίκαιο και θα μείνει μόνο αυτό της στάσης πληρωμών (όχι και πολύ ισχυρό εφόσον θα συνοδεύεται με πολύχρονες διαμάχες – εντός και εκτός δικαστηρίων).
 
Ο χρόνος ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων αποτελεί ένα κρίσιμο ζήτημα. Το πότε θα ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις είναι ασαφές. Κυρίαρχη τάση αποτελεί το αμέσως επόμενο διάστημα. Ωστόσο δεν αποκλείεται ένας χρόνος αρκετών εβδομάδων με συνέπεια τη σημαντική περιπλοκή της κατάστασης.
 
Δύο δεδομένα επιπλέον: Από τις σειρές ομολόγων που βρίσκονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η πρώτη λήξη εμφανίζεται στις 20 Μαρτίου και αφορά 14,435 δις ευρώ. Η επόμενη στις 18 Μαΐου και αφορά 8 δις ευρώ (ενδιάμεσα στις 15/5 λήγει και μία σειρά που δεν υπάγεται στο ελληνικό δίκαιο ύψους 450.000 εκατομμυρίων). Αυτά πρέπει να χρηματοδοτηθούν, επομένως με βάση τη σειρά των ως τώρα γεγονότων πρέπει να έχει κλείσει το PSI που θα μειώσει αυτές τις πληρωμές λόγω «κουρέματος» και να έχει αποφασισθεί το νέο Μνημόνιο που θα χρηματοδοτήσει τις όποιες πληρωμές. Τα hedge fund που αναφέρεται ότι λόγω της μη-συμμετοχής τους οδηγούν το ποσοστό συμμετοχής αρκετά χαμηλά και επομένως απειλείται η υλοποίηση των λογιστικών στόχων που έχουν τεθεί ως αποτέλεσμα της συμφωνίας δεν είναι όλα ανεξάρτητα – πολλά από αυτά λειτουργούν ως «παραρτήματα» τραπεζών και η άρνηση συμμετοχής τους είναι διαπραγματευτικό όπλο των τραπεζών σε σχέση με τους όρους που θα συνοδεύουν τα νέα ομόλογα, για παράδειγμα το ύψος των επιτοκίων.
 
Με αυτά ως δεδομένα, η άρνηση των τραπεζιτών να επιστρέψουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων σύντομα, έχει μία λογική στη διαπραγμάτευση που βρίσκεται σε εξέλιξη. ΔΝΤ και Ε.Ε πιέζονται να κλείσουν το PSI επειδή ο χρόνος τρέχει, πλησιάζει ο Μάρτιος, πρέπει να έχει αποφασισθεί το νέο Μνημόνιο (για να μην αναφερθούμε σε πιο συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της Ε.Ε.). Επομένως οι απαιτήσεις των τραπεζιτών σχετικά με τους όρους των νέων ομολόγων αποκτούν διαπραγματευτική ισχύ, εφόσον εξωθούν την άλλη πλευρά πιο κοντά στην αποκάλυψη της οριακής απειλής (αν είναι όντως είναι πρόθυμη να ασκήσει τη μονομερή μη-εθελοντική αλλαγή των όρων των ελληνικών ομολόγων (που θα συμπαρασύρει και την ΕΚΤ στην αναδιάρθρωση) με ό,τι επιπλοκές αυτή έχει. Ωστόσο η μη-ολοκλήρωση του PSI εντός των άμεσα επόμενων εβδομάδων μπορεί να αντιμετωπιστεί. Αφενός μεν υπάρχει το «παλιό» Μνημόνιο, επομένως μπορεί μέσω αυτού να εξασφαλιστεί έκτακτα η αναγκαία χρηματοδότηση, αφετέρου δε, η απόφαση της μη-εθελοντικής και μονομερούς αλλαγής των όρων των ομολόγων (με την απειλή για πολύ μεγαλύτερη διαγραφή χρέους, μικρότερα επιτόκια και γενικότερα χειρότερους για τους κατόχους ομολόγων όρους) αποκτά μεγαλύτερη ισχύ λόγω της εμφανούς χειροτέρευσης των συνθηκών που θα παρατηρηθούν και του απαρέγκλιτου στόχου να διαγραφεί ένα τμήμα του χρέους, «απαρέγκλιτου» λόγω της υπάρχουσας στρατηγικής, της υπάρχουσας ευρωπαϊκής πολιτικής και οικονομικής κατάστασης και του συσχετισμού δυνάμεων. Όλα αυτά σημαίνουν ότι τα διαπραγματευτικά όπλα των τραπεζιτών είναι μικρού βεληνεκούς: στοχεύουν στην βελτίωση κάποιων όρων (το οποίο γίνεται συμβατό με τους λογιστικούς στόχους που έχουν τεθεί όσον αφορά την εικόνα βιωσιμότητας του ελληνικού δημόσιου χρέους ειδικά αν συρθούν και τα ομόλογα της ΕΚΤ σε κάποια μορφή «κουρέματος» – από τις πολλές μορφές που συζητούνται). 
 
Γι’ αυτούς τους λόγους, η παράταση των διαπραγματεύσεων έτσι ώστε να μην ολοκληρωθεί το PSI και επομένως η υπογραφή του νέου Μνημονίου μέχρι το Μάρτιο, είναι λιγότερο πιθανή αλλά δεν αποκλείεται. Το διακύβευμα αφορά την συμμετοχή στην αναδιάρθρωση και των ομολόγων που κατέχουν «επίσημοι» επενδυτές (όπως η ΕΚΤ). Αυτονόητα, η παράταση στην ολοκλήρωση του PSI, λόγω αναβολής των συζητήσεων για Μνημόνιο, περιοριζόμενοι μόνο στις συνέπειες που θα έχει αυτή η περιπλοκή στην Ελλάδα, αλλάζει τον πολιτικό χρόνο και τα πολιτικά δεδομένα της ελληνικής κατάστασης.
 
Ανεξάρτητα, ωστόσο, από τη διαδικασία με την οποία θα οδηγηθούμε στη διαγραφή ενός τμήματος του δημοσίου χρέους, η υπάρχουσα πολιτική συνεπάγεται πρωτόφαντη ένταση του κοινωνικού πολέμου: η επίθεση σε εργατικά δικαιώματα, κοινωνικό κράτος και η οικοδόμηση νέων μορφών κερδοφορίας για τους κεφαλαιούχους, που θα ακολουθήσει, θα είναι πολύ ισχυρότερη απ’ ό,τι συναντήσαμε μέχρι τώρα.
 
Το παραπάνω άρθρο που δημοσιεύει το Rednotebook.gr αποτελεί μια πιο ανεπτυγμένη εκδοχή ενός κειμένου που δημοσιεύτηκε στις Συναντήσεις της Αυγής.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ξεκίνησε η συνάντηση Νταλάρα με Παπαδήμο για το PSI

Έφυγε από τη ζωή η Έτα Τζέιμς