in

Το πρόσωπο και ο θάνατος. Του Giorgio Agamben

«Ο θάνατος και η κόρη», του Έγκον Σίλε

Μετάφραση: Καλλιόπη Ράπτη

Στη νέα τάξη πραγμάτων που διαμορφώνεται φαίνεται ότι δύο πράγματα, φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους, προορίζονται να καταργηθούν εντελώς: το πρόσωπο και ο θάνατος. Θα προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε εάν συνδέονται με κάποιο τρόπο και ποια είναι η σημασία της κατάργησής τους.

Το ότι η θέαση του προσώπου του δικού μας και των άλλων είναι μια καθοριστική εμπειρία, ήταν ήδη γνωστό από την αρχαιότητα.: «Αυτό που ονομάζεται «πρόσωπο»- γράφει ο Κικέρωνας – δεν μπορεί να υπάρχει σε κανένα ζώο εκτός από τον άνθρωπο». Οι Έλληνες όριζαν τον σκλάβο, ως αυτόν που δεν είναι κύριος του εαυτού του, ως «απρόσωπον», κυριολεκτικά «χωρίς πρόσωπο».

Βεβαίως όλα τα ζωντανά όντα εμφανίζουν τον εαυτό τους και επικοινωνούν μεταξύ τους, αλλά μόνο ο άνθρωπος κάνει το πρόσωπο τόπο της αναγνώρισής του και της αλήθειας του. Ο άνθρωπος είναι το ζώο που αναγνωρίζει το πρόσωπό του στον καθρέφτη αλλά και στο βλέμμα των άλλων. Με αυτή την έννοια, το πρόσωπο είναι, τόσο la similitas, η  ομοιότητα όσο και la simultas, η συνύπαρξη των ανθρώπων. Ένας άνθρωπος χωρίς πρόσωπο είναι αναγκαστικά μόνος.

Γι ‘αυτό το πρόσωπο είναι ο τόπος της πολιτικής. Αν οι άνθρωποι επικοινωνούσαν  αποκλειστικά και μόνο πληροφορίες, το δείνα ή το τάδε πράγμα, δεν θα υπήρχε ποτέ πραγματική πολιτική, αλλά μονάχα ανταλλαγή μηνυμάτων. Δεδομένου ότι οι άνθρωποι χρειάζονται το πρόσωπο πάνω από όλα για να επικοινωνούν την ανοιχτότητά τους και να αλληλοαναγνωρίζονται, το πρόσωπο είναι η ίδια η συνθήκη της πολιτικής. Στο πρόσωπο βασίζονται όλα όσα λένε και ανταλλάσσουν μεταξύ τους. Με αυτήν την έννοια, το πρόσωπο είναι η πραγματική πόλη των ανθρώπων, το κατεξοχήν πολιτικό στοιχείο. Είναι που, όταν κοιτάζονται κατά πρόσωπο οι άνθρωποι, αλληλοαναγνωρίζονται και ενθουσιάζονται ο ένας με τον άλλον, αντιλαμβάνονται ομοιότητα και ετερότητα, απόσταση και εγγύτητα. Εάν τα ζώα δεν έχουν αναπτύξει πολιτική, είναι γιατί ζουν πάντα στον ανοιχτό χώρο και δεν αντιμετωπίζουν την έκθεσή τους ως πρόβλημα, την βιώνουν απλά χωρίς να τα απασχολεί. Γι ‘αυτό δεν ενδιαφέρονται για τους καθρέφτες και για την εικόνα ως εικόνα. Ο άνθρωπος, αντιθέτως, θέλει να αναγνωρίζει τον εαυτό του και να αναγνωρίζεται από τους άλλους, θέλει να οικειοποιηθεί την εικόνα του, σε αυτήν αναζητά τη δική του αλήθεια. Με αυτόν τον τρόπο μετατρέπει το ζωικό περιβάλλον σε κόσμο, στο πεδίο μιας αδιάκοπης πολιτικής διαλεκτικής.

Επομένως μια χώρα που αποφασίζει να απαρνηθεί το πρόσωπό της και να καλύψει με μάσκες τα πρόσωπα των πολιτών της είναι μια χώρα που έχει ακυρώσει από μόνη της κάθε πολιτική διάσταση. Σε αυτόν τον κενό χώρο, που υπόκειται διαρκώς σε έναν απεριόριστο έλεγχο, κινούνται τώρα άτομα απομονωμένα μεταξύ τους. Έχουν χάσει το άμεσο και εύθραυστο θεμέλιο της κοινότητάς τους και μπορούν να ανταλλάξουν μόνο μηνύματα που απευθύνονται σε ένα όνομα  χωρίς πρόσωπο πλέον.

Και εφόσον ο άνθρωπος είναι πολιτικό ον, η εξαφάνιση της πολιτικής σημαίνει επίσης και την απεμπόληση της ζωής. Ένα παιδί που όταν γεννιέται δεν βλέπει το πρόσωπο της μητέρας του κινδυνεύει να μην συλλάβει τα ανθρώπινα συναισθήματα.

Η σχέση με τους νεκρούς δεν είναι λιγότερο σημαντική  από τη σχέση με το πρόσωπο  για τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος, το ζώο που αναγνωρίζεται στο πρόσωπό του, είναι επίσης το μόνο ζώο που οργανώνει τελετές για τους νεκρούς. Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, το ότι ακόμη και οι νεκροί έχουν πρόσωπο και ότι η κατάργηση του προσώπου συμβαδίζει με την απόρριψη του θανάτου.

Στη Ρώμη, ο νεκρός συμμετέχει στον κόσμο των ζωντανών μέσω της imago του, την εικόνα του πλασμένη και ζωγραφισμένη πάνω σε κερί και την οποία κάθε οικογένεια διατηρούσε στο αίθριο του σπιτιού της. Ο ελεύθερος άνθρωπος, με άλλα λόγια, ορίζεται τόσο από τη συμμετοχή του στην πολιτική ζωή της πόλης όσο και από το ius imaginum, το αναφαίρετο δικαίωμά του να φυλάσσει το πρόσωπο των προγόνων του και να το εκθέτει δημόσια στις γιορτές της κοινότητας.

«Μετά τις ταφικές τελετές -γράφει ο Πολύβιος-  η  imago του νεκρού τοποθετούνταν σε μια ξύλινη λειψανοθήκη στο πιο ορατό σημείο του σπιτιού και αυτή η εικόνα είναι ένα κέρινο πρόσωπο πανομοιότυπο ως προς το σχήμα και το χρώμα». Αυτές οι εικόνες δεν ήταν μόνο αντικείμενο μιας ιδιωτικής μνήμης, αλλά ήταν το απτό σημάδι της συμμαχίας και της αλληλεγγύης μεταξύ των ζωντανών και των νεκρών, μεταξύ του παρελθόντος και του παρόντος. Αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος της ζωής της πόλης. Γι αυτόν τον λόγο διαδραμάτιζαν τόσο σημαντικό ρόλο στη δημόσια ζωή,  έτσι ώστε έγινε δυνατό να επιβεβαιωθεί  το δικαίωμα στις εικόνες των νεκρών ως  εργαστήριο  του δικαιώματος των ζωντανών.

Αυτό είναι τόσο αλήθεια που όποιος  διέπραττε ένα σοβαρό δημόσιο έγκλημα έχανε το δικαίωμα στην εικόνα. Και ο μύθος λέει ότι όταν ο Ρωμύλος ίδρυσε τη Ρώμη, έβαλε να σκάψουν έναν λάκκο – που ονομάστηκε mundus, «κόσμος» – στον οποίο αυτός και κάθε ένας από τους συντρόφους του έριξαν μια χούφτα χώμα από την γενέθλια γη τους. Αυτός ο λάκκος άνοιγε τρεις φορές το χρόνο και λέγεται ότι εκείνες τις μέρες οι ψυχές των νεκρών έμπαιναν στην πόλη και συμμετείχαν στη ζωή των ζωντανών. Ο κόσμος δεν είναι παρά το κατώφλι μέσω του οποίου επικοινωνούν οι ζωντανοί και οι νεκροί, το παρελθόν και το παρόν.

Είναι κατανοητό, λοιπόν, γιατί ένας κόσμος χωρίς πρόσωπα δεν μπορεί παρά να είναι ένας κόσμος χωρίς νεκρούς. Εάν οι ζωντανοί χάνουν το πρόσωπό τους, οι νεκροί γίνονται μόνο αριθμοί, οι οποίοι, στο βαθμό που είχαν περιοριστεί στην καθαρή βιολογική τους ζωή, πρέπει να πεθάνουν μόνοι τους και χωρίς κηδείες. Και αν το πρόσωπο είναι ο τόπος όπου, πριν από οποιαδήποτε συνομιλία, επικοινωνούμε με τους συνανθρώπους μας, τότε ακόμη και οι ζωντανοί, στερημένοι από τη σχέση τους με το πρόσωπο, όσο προσπαθούν να επικοινωνήσουν με ψηφιακές συσκευές, είναι ανεπανόρθωτα μόνοι.

Ως εκ τούτου, το παγκόσμιο σχέδιο που προσπαθούν να επιβάλουν οι κυβερνήσεις, είναι ριζικά απολιτικό. Αντίθετα, σκοπεύει στην εξάλειψη κάθε πραγματικά πολιτικού στοιχείου από την ανθρώπινη ύπαρξη, για να το αντικαταστήσει με μια κυβερνησιμότητα βασισμένη μόνο σε έναν αλγοριθμικό έλεγχο. Η διαγραφή του προσώπου, η απεμπόληση των νεκρών και η κοινωνική αποστασιοποίηση είναι οι βασικοί μηχανισμοί αυτής της κυβερνησιμότητας, οι οποίοι, σύμφωνα με τις ομόφωνες δηλώσεις των ισχυρών, πρέπει να διατηρηθούν ακόμα και όταν ο υγειονομικός τρόμος θα χαλαρώσει. Αλλά μια κοινωνία χωρίς πρόσωπο, χωρίς παρελθόν και χωρίς φυσική επαφή είναι μια κοινωνία φαντασμάτων, και ως τέτοια οδεύει, αργά ή γρήγορα, σε μια καταστροφή.

Πηγή: quodlibet.it

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Διαδήλωση αλληλεγγύης στον Παλαιστινιακό λαό σήμερα στη Θεσσαλονίκη

Ισραηλινοί πύραυλοι κατέστρεψαν κτίριο που στεγάζει διεθνή ΜΜΕ – Στους 140 οι νεκροί από τους ανελέητους βομβαρδισμούς