in

Το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ; Του Χρήστου Λάσκου

Γιάννης Καραγιάννης, ΠΑΣΟΚ και πολιτικός λόγος, σελ. 288, εκδόσεις νήσος

Δύσκολο επάγγελμα ο σοσιαλισμός. Αν, όμως, ορισμένα στελέχη του Κινήματος δεν μπορούν ή δεν θέλουν να το μάθουν, καλό είναι να μην παίζουν σοσιαλισμό.

Λευτέρης Φιλιππάτος

Το ΠΑΣΟΚ είναι, αναμφίβολα, εδώ. Όσο κι αν έδωσε στην πολιτική επιστήμη τον όρο, που χαρακτηρίζει, έκτοτε την ολική σχεδόν εξάχνωση ενός παραδοσιακά κραταιού κόμματος σε ελάχιστο, το pasokification, όσο κι αν το σημερινό κόμμα του Ανδρουλάκη μόνο ως καρικατούρα μπορεί να εκληφθεί, το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ, στο μέτρο, που η μεταπολιτευτική παρουσία του καθόρισε σε καίριο βαθμό την πορεία της ελληνικής κοινωνίας.

Το ιδιότυπο ελληνικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα -όσο κι αν το ίδιο ξόρκιζε για καιρό τη σοσιαλδημοκρατία, ως υπηρέτρια, περίπου, του ευρωπαϊκού καπιταλισμού1– έσπασε, με μόνη την παρουσία του, μια παράδοση που ήθελε το κομμουνιστικό κόμμα να κυριαρχεί συντριπτικά απέναντι στις προσπάθειες 60 χρόνων σχεδόν σοσιαλδημοκρατικής έκφρασης.

Ο Καραγιάννης, στο ενδιαφέρον και περιεκτικό βιβλίο του, παρακολουθεί την πορεία του ΠΑΣΟΚ στον χρόνο, μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’90, και μαζί, με μια έννοια, και την πορεία της ελληνικής κοινωνίας, όπως εκφράζεται με τα -γραπτά και προφορικά δοσμένα- λόγια κάποιων που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις, αλλά και με τα γραπτά λόγια των κομματικών ντοκουμέντων. Λόγια, λοιπόν, αναλύονται, λόγια, όμως, τα οποία κάνουν πράγματα, για να θυμηθούμε τον Austin (How to do things with words). Λόγια, δηλαδή, που, ακόμη κι όταν αποδειχτούν πτερόεντα, δεν παύουν να διαμορφώνουν καταστάσεις.

Το ΠΑΣΟΚ είπε πολλά λόγια, που αποδείχτηκαν πτερόεντα. Ακόμη κι έτσι, όμως, η επίδρασή τους -υλική και ιδεολογική, άρα πάλι υλική- υπήρξε καθοριστική για την ζωή όλων μας.

Αξιοποιώντας ο συγγραφέας την «Κριτική Ανάλυση Λόγου», επισημαίνει πως «ο λόγος (discourse) αποτελεί κοινωνική πρακτική παραγωγής νοήματος που (συν)τελείται σε δοσμένα κοινωνικά πλαίσια και θεσμικές αποκρυσταλλώσεις τους που τη διαμορφώνουν και διαμορφώνονται από αυτήν» (σελ. 46). Από αυτήν την άποψη, τα λόγια, που φτιάχνουν πράγματα, αλλά και τον ίδιο τους τον εαυτό, δεν μπορούν να νοηθούν παρά μόνο στο πλαίσιο της λογοθετικής και ρητορικής ανταλλαγής, στο οποίο εντάσσονται.

Αλλά και αυτό το πρώτο πλαίσιο εγκιβωτίζεται, πάντοτε, σε ένα ευρύτερο, στο μέτρο που το νοηματικό του περιεχόμενο δεν περιορίζεται στα συμφραζόμενα, που ενεργοποιούν οι δρώντες. Πηγαίνει πολύ πέρα από αυτά, σε ό,τι αφορά το νόημα και τα γνωστικά σχήματα, που το περιβάλλουν. Το πλαίσιο, λοιπόν, με την ευρύτερη έννοια, αναφέρεται σε διανοητικά υποδείγματα και σχήματα αναπαράστασης, που αποτελούν «δυναμικές κατασκευές που αλλάζουν και εμφανίζουν ποικιλία στο βαθμό που συνδέονται με κοινωνικές και πολιτισμικές παραμέτρους και αποτυπώνουν τους ποικίλους τρόπους με τους οποίους οι δρώντες μετέχουν και προσαρμόζουν τις ρηματικές παρεμβάσεις τους σε τρέχουσες κοινωνικο-πολιτισμικές και γνωσιακές περιστάσεις» (σελ. 49).

Επιλέγοντας τις μεθόδους της «Κριτικής Ανάλυσης Λόγου», ο Καραγιάννη αξιοποιεί μια σειρά από «κείμενα», που αποτελούν κρίσιμες συμβολές στη εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά και στην διευκρίνιση αναφορικά με το «τι ήταν» το ΠΑΣΟΚ, μέσα, φυσικά, από μια ευρύτατη ποικιλία σχετικών απόψεων.

Να μια επαναλαμβανόμενη διερώτηση: Ήταν λαϊκιστικό το ΠΑΣΟΚ;

Τι θα πει, όμως, πως ένας πολιτικός φορέας είναι λαϊκιστικός; Ο ορισμός του, ως ενός πράγματος με ενδιάθετη «ουσία», είναι αδύνατος, μια και δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο. Ο λαϊκισμός ως όρος αναφοράς είναι ο ίδιος μια κατασκευή, με ποικιλία, πολλές φορές, εντελώς αντιθετικών νοημάτων, ανάλογα ποιος κάνει χρήση της έννοιας. Πρόκειται για έννοια όχι με πολλαπλό περιεχόμενο, αλλά με πολλαπλά περιεχόμενα -καθ’ υπερβολήν, ο καθείς και το δικό του. Μπορούμε να πούμε πως έχουμε να κάνουμε με ένα κενό σημαίνον, που λέει κι ο Λακλάου, χωρίς, όμως, τις στρατηγικές συνδηλώσεις της δικής του προσέγγισης.

Ο συγγραφέας θα ασχοληθεί, επισταμένως και πειστικά, με τις πρακτικές νοηματοδότησης του σφιχτά συνδεδεμένου τριπόλου λαϊκισμός -εκσυγχρονισμός -σοσιαλισμός. Θα παρακολουθήσει τη συζήτηση, όπως εξελίσσεται, από τις πρώτες μέρες του ΠΑΣΟΚ, στη βάση των εσωκομματικών διαμαχών και, στη συνέχεια, θα παρουσιάσει περιεκτικά τις αναλύσεις, συνδεμένες πάντοτε με πολιτικές στοχεύσεις, των διανοούμενων της αυτοπροσδιοριζόμενης ως ανανεωτικής αριστεράς, από τον Ελεφάντη και τον Καβουριάρη έως τον Καπετανγιάννη και τον Πουλαντζά. Αναλύσεις που είναι, όχι απλώς, αντιθετικές, αλλά δεν έχουν καν κοινό έδαφος αναφοράς, μ’ όλη την στενή ιδεολογική συγγένεια.

Κατόπιν, θα εντοπίσει την προσοχή του και πάλι στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ, όπου, από ένα σημείο κι έπειτα, με ορόσημο το «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» του 1985, επί υπουργίας Σημίτη, θα διαμορφωθεί μια εσωτερική διάσταση, με σημεία αναφοράς τον Α. Παπανδρέου και τον ίδιο τον Σημίτη. Αυτή, βέβαια, η διάσταση, με επίκεντρο της αντιπαράθεσης το τρίπολο λαϊκισμός -εκσυγχρονισμός -σοσιαλισμός, θα αλλάξει, στον ένα ή άλλο βαθμό, πολλές φορές, περιεχόμενο και υποστηρικτικές συνομαδώσεις.

Έχει σημασία, π.χ., να σημειώσουμε πως ο «λαϊκιστής» Παπανδρέου του «Τσοβόλα, δώστα όλα» και της θετικής αναφοράς στον τριτοκοσμισμό, ακόμη και τον Καντάφι ή το Μπάαθ, θα αρνηθεί οποιαδήποτε εκλεκτική συγγένεια με τον λαϊκισμό, πρότυπο του οποίου, για τον ίδιο, είναι ο Περονισμός, απέναντι στο οποίο είναι καθήκον του Κινήματος να είναι προσεκτικό, αφού το αρνητικό ιστορικό του παράδειγμα δεν έχει εκλείψει. Ενώ, επιπλέον, θα επιτιμήσει, στον απολογισμό της πρώτης τετραετίας της «Αλλαγής», όπως αποτυπώνεται στις κομματικές αποφάσεις, τον κυβερνητισμό ή τις προσωπικές στρατηγικές, που λειτουργούν σε βάρος των αμεσοδημοκρατικών διαδικασιών!

Ή ότι ο Σημίτης θα προτείνει το εκσυγχρονιστικό πρόταγμα, στο μέτρο, που «η ταξική σύγκρουση υποχωρεί προς όφελος πληθώρας κοινωνικών διεκδικήσεων προς το κράτος» (σελ. 225). Στο μέτρο, δηλαδή, που ένα κατακερματισμένο πλήθος συντεχνιών δουλεύει σε βάρος των πραγματικών παραγωγών του πλούτου. Ως εάν, επομένως, για τον ίδιο, μια καθαρότερη ταξική διάρθρωση θα επέτρεπε μια διαφορετική πολιτική. Γι’ αυτό, κιόλας, θα υποστηρίξει πως ο «εκσυγχρονισμός» αναφέρεται στην σοσιαλιστική προοπτική, που σημαίνει πως πρόκειται για «σοσιαλιστικό εκσυγχρονισμό». Η αντιπαράθεση με τους προσοδοθήρες του ελληνικού πελατειακού καπιταλισμού είναι όρος για τη βελτίωση της ζωής των εργαζόμενων.

Αυτό που αναδεικνύεται ανάγλυφα από τα προηγούμενα είναι πόσο η αναφορά στο σοσιαλισμό, με την έννοια μια ριζικά διαφορετικής κοινωνικής θέσμισης, και όχι τη σοσιαλδημοκρατική θεώρηση, που σταματούσε στον «εξανθρωπισμό» του καπιταλισμού, ήταν καταστατική των συζητήσεων και των αντιπαραθέσεων για πολύ καιρό μετά το 1974. Η επίκληση του σοσιαλιστικού, ως αντίθετου στον καπιταλισμό, στόχου ήταν αναγκαία για τη νομιμοποίηση της οποιασδήποτε πρότασης. Πόση, αλήθεια, διαφορά με σήμερα.

Ακόμη και το πρόγραμμα λιτότητας του ’85, για τον Σημίτη, «αποτελούσε πεδίο, ώστε να εκδηλωθεί εμπράκτως η πιθανολογούμενη λαϊκή υποστήριξη και να δοκιμαστεί, γενικότερα, η συμμετοχή του λαϊκού παράγοντα στην υπόθεση του εγχώριου σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Εάν, δηλαδή, υπήρχε η ωριμότητα, ώστε, έστω πρόσκαιρα, να υποχωρήσουν οι επιμέρους κοινωνικές διεκδικήσεις, θα μπορούσε να προφυλαχθεί ο σημαντικότερος μακροπρόθεσμος στόχος της εγχώριας σοσιαλιστικής μεταβολής» (σελ. 188). Και ο πρωθυπουργός, άλλωστε, επισήμαινε πως ένας οπαδός του Κέινς «[…] θα είχε οδηγήσει την Ελλάδα στην πτώχευση μέσα σε δύο χρόνια».

Ο σοσιαλισμός, λοιπόν, το καίριο επίδικο. Ο λαϊκισμός αποβλητέος από όλους, πλην όσων ακολουθούσαν μια ανάλυση στα χνάρια του Λακλάου, με τον Βασίλη Καπετανγιάννη, ως χαρακτηριστική περίπτωση. Και ο εκσυγχρονισμός ως πρώτο βήμα για τη σοσιαλιστική επιδίωξη.

Παράδοξα φαίνονται όλα αυτά, από τη σημερινή οπτική. Και ενδιαφέροντα. Η γνώση τους μπορεί να βοηθήσει και την τωρινή αναζήτηση, στο πλαίσιο της αριστεράς.

Ο Καραγιάννης μετέτρεψε, με τη δουλειά του, μια επιστημονική προσέγγιση σε γλαφυρό αφήγημα, που διαβάζεται απνευστί.

Πρόκειται για βιβλίο ιδιαίτερα χρήσιμο στην αποτύπωση της ιστορίας, της οποίας η εικόνα προκαλεί έκπληξη, αν συσχετιστεί με την καθιερωμένη. Από την άλλη, εξοπλίζει όσους ακόμη ενδιαφέρονται για την υπόθεση του σοσιαλισμού με αποτελεσματικά εργαλεία ανάλυσης, αλλά και αποδόμησης.

1 Με τα λόγια του Παπανδρέου, από ομιλία του στο 1ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, στις 10-5-1984, «η λογική του «έρποντος σοσιαλισμού» μέσα από σταδιακές και ουδετεροποιημένες μεταρρυθμίσεις ΔΕΝ οδηγεί ΠΟΤΕ σε καμιά ΑΛΛΑΓΗ».

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ενημέρωση και οργάνωση για τη διάσωση των ελευθέρων χώρων

«Όχι» στην ατομική αξιολόγηση – Μαζική πορεία των εκπαιδευτικών στη Θεσσαλονίκη (φωτό)