Οι επιτροπές νερού της Κοτσαμπάμπα συνεχίζουν τις παραδόσεις της ιθαγενικής αυτόνομίας της Βολιβίας, απέναντι σε ένα πρόσφατα επανιδρυμένο αλλά άκρως συγκεντρωτικό κράτος.
Η αυτονομία και η οριζοντιότητα αποτελούν παραδοσιακές μορφές κοινωνικής οργάνωσης στη Βολιβία. Μαζί, συγκροτούν έναν εναλλακτικό, πρακτικό και καθημερινό τρόπο κατανόησης αυτού που ονομάζουμε «το δημόσιο». Ταυτόχρονα, προτάσσουν ένα μοντέλο εξάσκησης της ζωντανής, συμμετοχικής δημοκρατίας στο περιθώριο του κράτους και των εκάστοτε κυβερνήσεων.
Οι επιτροπές νερού του νότου της Κοτσαμπάμπα, της τέταρτης μεγαλύτερης πόλης της Βολιβίας, αποτελούν την επιτομή των βολιβιανών μορφών αυτονομίας και οριζοντιότητας. Οι οργανώσεις αυτές ήρθαν στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια του «Πολέμου του Νερού» το 2000, όταν η μαζική κινητοποίηση της τοπικής κοινωνίας κατάφερε να σταματήσει την προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του νερού της Κοτσαμπάμπα, η οποία προωθούταν από το κράτος. Σήμερα οι επιτροπές νερού παραμένουν ενεργές.
Ενώ πολλοί συνδέουν τον Πόλεμο του Νερού με την έννοια της «πραγματικής» δημοκρατίας, αυτό μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται αντιφατικό: ο πόλεμος συνεπάγεται τη βία, την απώλεια ενέργειας και πόρων, το θάνατο και τη σύγκρουση• η δυτική αντίληψη της δημοκρατίας, μας λένε, αποσκοπεί στο να αποφύγουμε τα παραπάνω. Ωστόσο, η σύγκρουση αυτή δεν ήταν μια απλή μάχη για την υπεράσπιση ενός φυσικού πόρου• αντίθετα, ήταν φυσική συνέχεια της ακατάπαυστης ιστορικής πάλης του λαού της Βολιβίας για την υπεράσπιση του δικαιώματός του να αποφασίζει οριζόντια και αυτόνομα για ό,τι αφορά τις δικές του ανάγκες• ήταν, δηλαδή, απόρροια της επιτακτικής και αδιαπραγμάτευτης ανάγκης τους να ζουν σε μια αληθινή δημοκρατία.
Τον Σεπτέμβριο του 1999 η Δημοτική Υπηρεσία Πόσιμου Νερού και Αποχέτευσης της Κοτσαμπάμπα (SEMAPA) πωλήθηκε στην κοινοπραξία Aguas del Tunari, της οποίας βασικός μέτοχος ήταν η πολυεθνική εταιρία Bechtel. Αυτό ήταν το επιστέγασμα μιας σειράς μεταρρυθμίσεων που άρχισαν στα μέσα της δεκαετίας του 1980, με τα προγράμματα «διαρθρωτικής προσαρμογής» που επέβαλε η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές επιχείρησαν να βάλουν τέλος σε μια μακρά παράδοση τοπικού ελέγχου των φυσικών πόρων. Μετά την ιδιωτικοποίηση της SEMAPA, οι πολίτες της Κοτσαμπάμπα βρέθηκαν αντιμέτωποι με υπέρογκες αυξήσεις στα τιμολόγια του νερού, ορισμένες φορές έως και 200%• οι επιτροπές νερού που μέχρι τότε διαχειρίζονταν την διανομή σε τοπικό επίπεδο βρέθηκαν αναγκασμένες να αγοράσουν άδειες για να έχουν πρόσβαση στους υδάτινους πόρους. Η αντίσταση ενάντια στην Aguas del Tunari οργανώθηκε γύρω από το Συντονιστικό για την Υπεράσπιση του Νερού και της Ζωής. Μετά από πολλούς μήνες διαπραγματεύσεων με το κράτος και συγκρούσεων με τις ένοπλες δυνάμεις, το Συντονιστικό, μέσω μαζικών κινητοποιήσεων σε όλη την Κοτσαμπάμπα, κατάφερε να διώξει την εταιρεία.
Ένα από τα αποτελέσματα της κινητοποίησης γύρω από τον Πόλεμο του Νερού ήταν η αυξημένη προβολή του δικτύου των επιτροπών νερού της Κοτσαμπάμπα, το οποίο ενίσχυσε την οργάνωση του σε όλη την πόλη μετά τη νίκη του 2000. Μολονότι τις συναντούμε σε όλο το πολεοδομικό συγκρότημα, οι επιτροπές είναι κυρίως συγκεντρωμένες στη νότια περιοχή της πόλης. Η περιοχή αυτή αποτελείται από έξι διαμερίσματα και συγκεντρώνει πάνω από το μισό πληθυσμό της πόλης –που συνολικά ανέρχεται σε δύο εκατομμύρια κατοίκους– και μάλιστα τα τμήματα του πληθυσμού που πλήττονται περισσότερο από την αναποτελεσματικότητα της SEMAPA, της δημόσιας εταιρείας ύδρευσης. Σύμφωνα με την ιταλική εθελοντική οργάνωση CEVI, σε αυτή την περιοχή δραστηριοποιούνται περίπου 150 επιτροπές νερού, από τις 400 που υπάρχουν σε ολόκληρη την μητροπολιτική περιοχή της Κοτσαμπάμπα. Χιλιάδες κάτοικοι της Κοτσαμπάμπα, λοιπόν, δραστηριοποιούνται γύρω από το ζήτημα του νερού.
Παρά το γεγονός ότι στη Βολιβία οι δημόσιες υπηρεσίες σπάνια λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο, στην περίπτωση των υδάτινων πόρων οι επιτροπές μοιράζονται μια κοινή αντίληψη που συναντούμε παντού στην οροσειρά των Άνδεων: ότι το νερό είναι ένα θείο, ζωντανό ον. Για τις οργανώσεις αυτές, το νερό είναι το θεμέλιο της αμοιβαιότητας και της συμπληρωματικότητας. Το νερό θεωρείται ένα ον που ανήκει σε όλους αλλά και σε κανέναν, που ενσαρκώνει την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα, που βοηθά τη φύση να δημιουργήσει και να μετασχηματίσει τη ζωή, που επιτρέπει την αναπαραγωγή της κοινωνίας. Αυτή η αντίληψη όσον αφορά το νερό υπήρξε πάντα διαδεδομένη στη βολιβιανή ύπαιθρο• ωστόσο, οι επιτροπές του νερού εξασφαλίζουν τη διατήρηση των πεποιθήσεων αυτών στα αστικά κέντρα.
Πολλοί αναλυτές στη Βολιβία εντοπίζουν την προέλευση των αυτόνομων πρακτικών που εφαρμόζουν οι επιτροπές νερού στην αυτοκρατορία των Ίνκας• οι πρακτικές αυτές διασώθηκαν μέσα στην αποικιακή περίοδο, και επιβιώνουν μέχρι σήμερα. Ως εκ τούτου, οι επιτροπές θεωρούνται η σύγχρονη έκφανση πανάρχαιων κοινοτικών πρακτικών της Βολιβίας. Σε ένα άρθρο με τίτλο «Κράτος και αυτονομία στη Βολιβία, μια αναρχική ερμηνεία», δημοσιευμένο το 2011, ο κοινωνιολόγος Carlos Crespo, ο ίδιος κάτοικος της Κοτσαμπάμπα, εξηγεί ότι η αυτονομία στη Βολιβία δεν αποτελεί «ένα ιδανικό που πρέπει να επιτευχθεί, αλλά μια καθημερινή πρακτική των ανθρώπων, των ομάδων και των κοινοτήτων σε όλη την περιοχή που σήμερα ονομάζουμε Βολιβία […] η υπεράσπιση και η ενίσχυσή της αυτονομίας τους υπήρξε μια σταθερή προτεραιότητα στις κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές των Βολιβιανών στη σχέση τους με το κράτος και την εξουσία.”
Όπως και πολλοί άλλοι αγώνες των ιθαγενών της Βολιβίας, οι επιτροπές νερού ενσαρκώνουν μια αντι-κρατιστική αντίληψη της αυτονομίας. Οι επιτροπές θεωρούνται αντι-κρατιστικές επειδή εμφανίστηκαν στις περιθωριακές γειτονιές της πόλης, τις φτωχογειτονιές, ως οργανωτική πρωτοβουλία των δύο κύριων κοινωνικών ομάδων: των μετοίκων μεταλλωρύχων, οι οποίοι μετέφεραν τις εμπειρίες τους από τα συνδικάτα των ορυχείων, και των μεταναστών αγροτών, οι οποίοι συνέβαλαν στη λειτουργία των επιτροπών με την παράδοση του «άινι». Το «άινι» είναι ένα σύστημα αμοιβαίας υποστήριξης που εφαρμόζεται από όλες τις κοινότητες των ιθαγενών στις Άνδεις –και πλέον στις αστικές κοινότητες τους επίσης.
Έτσι, οι επιτροπές εφαρμόζουν πάμπολλες οργανωτικές μορφές που δεν αναγνωρίζονται από τις δομές της δυτικού τύπου δημοκρατίας. Στοχεύοντας στην προώθηση και την ενίσχυση των αυτόνομων λαϊκών διαδικασιών οργάνωσης, οι επιτροπές έχουν αναπτύξει ένα δίκτυο αμοιβαίας συνεργασίας και συντονισμού. Μέσα στο δίκτυο αυτό, τα μέλη της κάθε κοινότητας αναλαμβάνουν και διανέμουν αρμοδιότητες, προκειμένου να συζητήσουν ό,τι αφορά την πρόσβαση στο νερό στις γειτονιές τους. Σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό, οι αποφάσεις λαμβάνονται από τη συλλογικότητα. Δεν αντιτίθενται στα δημόσια συστήματα ύδρευσης, αλλά υπερασπίζονται την δυνατότητα τους να επιλέγουν πώς και σε ποιο βαθμό θα πρέπει να τα συνδέσουν με τα δικά τους τοπικά συστήματα. Βασίζονται σε πρακτικές αυτοοργάνωσης που ούτε είναι αναγνωρισμένες αλλά ούτε και έχουν ανάγκη αναγνώρισης από το κράτος ή την διεθνή κοινότητα.
Στο πλαίσιο των επιτροπών νερού, τα πιο επιτακτικά προβλήματα πρέπει να αντιμετωπίζονται στο επίπεδο της κοινότητας, όπου τα μέλη της επιτροπής οργανώνονται για να προσδιορίσουν και να διαμορφώσουν τους όρους της ίδιας τους της ζωής, και όχι για να ζητήσουν χάρες από το κράτος, όπως οι επικριτές τους στο εσωτερικό της κυβέρνησης υποστηρίζουν. Ως αποτέλεσμα, οι δράσεις των επιτροπών επεκτείνονται πολύ πιο πέρα από το ζήτημα του νερού, μολονότι αρχικά δημιουργήθηκαν για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της περιφραγμένης αφθονίας και της τεχνητής σπάνης αυτού του φυσικού πόρου. Σήμερα οι επιτροπές δραστηριοποιούνται σε μια σειρά από θέματα: την ευημερία των μελών τους, την τοπική ασφάλεια, καθώς και δραστηριότητες στο επίπεδο της γειτονιάς, όπως τα πανηγύρια, οι εορτασμοί και το ποδόσφαιρο.
Ο βαθμός ανεξαρτησίας των επιτροπών είναι τέτοιος που ορισμένοι παρατηρητές, συμπεριλαμβανομένου του Crespo, τις έχουν ανακηρύξει ζώνες πραγματικά «απελευθερωμένες» από το κράτος. Η Βολιβία περνάει μια εποχή σύγχυσης και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επιτροπές νερού είναι πολλές, από τεχνικούς και οικονομικούς περιορισμούς μέχρι την αδιάκοπη διαπραγμάτευσή τους με το κράτος για να εξασφαλίσουν το σεβασμό της αυτονομία τους.
Το 2013, σε ένα συνέδριο στο Μοντεβιδέο όπου συγκεντρώθηκαν φορείς διαχείρισης νερού από την Ουρουγουάη, την Κολομβία και τη Βολιβία, ο βολιβιανός ηγέτης της επιτροπής «Σαν Μιγκέλ 4ο χιλιόμετρο» αναφέρθηκε στους τεχνικούς περιορισμούς των επιτροπών: “Ενδιαφερόμαστε περισσότερο για τις τεχνικές πτυχές [της διανομής νερού], αφού έχουμε καλύψει πλήρως τις κοινωνικές πτυχές. Στις επιτροπές μας, έχουμε [εφαρμόσει ήδη] τη συμμετοχή, τον κοινωνικό έλεγχο και την κυκλική εναλλαγή των καθηκόντων.» Οι συμμετέχοντες από τη Βολιβία έδειξαν συνολικά μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τους τεχνικούς τομείς της χλωρίωσης και της επεξεργασίας υδάτων και λυμάτων παρά για οποιοδήποτε άλλο ζήτημα.
Οι επιτροπές νερού της Βολιβίας ενδιαφέρονται επίσης ιδιαίτερα για την οικονομική τους οργάνωση, ιδίως για έργα που, ενώ είναι απαραίτητα, θεωρούνται δύσκολα να πραγματοποιηθούν δεδομένων των δυνατοτήτων τους. Ένα τέτοιο έργο είναι η ανάπτυξη ενός συστήματος αποχέτευσης μέσα στα όρια της δικαιοδοσίας της κάθε επιτροπής. Εκτός από το οικονομικό κόστος, το έργο συνεπάγεται τη λήψη περίπλοκων στρατηγικών αποφάσεων, όπως αυτές που αφορούν την ανάπτυξη ενός μεγαλύτερου συστήματος που θα που θα περικλείει τα εναλλακτικά συστήματα ύδρευσης στην περιοχή. Είναι αναμφισβήτητο ότι ένα έργο αυτής της κλίμακας απαιτεί κρατική επένδυση, ωστόσο πολλοί διατηρούν αμφιβολίες για το αν το κράτος –σε περίπτωση που στηρίξει την επέκταση του έργου– θα σεβαστεί την αυτονομία των επιτροπών ή ακόμα και αν θα συνεχίσει να εξασφαλίζει την καθολική πρόσβαση στο νερό. Αντίθετα, το κράτος ακολουθεί μια πελατειακή στρατηγική προσαρμοσμένη στους εκλογικούς ρυθμούς.
Αφού ήρθε στο προσκήνιο μέσα από τη συμμετοχή του στον Πόλεμο του Νερού, ο Έβο Μοράλες ανέλαβε τα καθήκοντά του ως πρόεδρος της Βολιβίας το 2006. Υπήρξε τότε η εύλογη ελπίδα ότι η κυβέρνησή του θα διευρύνει την αυτονομία και την δυνατότητα αυτοκυβέρνησης των κοινωνικών κινημάτων της Βολιβίας. Δυστυχώς, συνέβη το αντίθετο.
Μέσω της περιβόητης Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για το Δικαίωμα στο Νερό και της Διακήρυξης της βολιβιανής κυβέρνησης για τα Δικαιώματα της Μητέρας Γης, η κυβέρνηση Μοράλες διακήρυξε ότι η φύση έχει δικαιώματα. Στον απόηχο αυτών των διακηρύξεων, δημιούργησε την απαραίτητη υποδομή που εξασφαλίζει ότι η προστασία της φύσης εμπίπτει στη δικαιοδοσία του κράτους. Μολονότι τα διεθνή μέσα ενημέρωσης έχουν επαινέσει τις προσπάθειες αυτές και θεωρούν την κυβέρνηση Μοράλες πρωτοστάτη της περιβαλλοντικής μεταρρύθμισης, αυτή η νέα ρύθμιση βασισμένη στα δικαιώματα είναι στην πραγματικότητα μια προσπάθεια της κυβέρνησης Μοράλες να μετατοπίσει την δικαιοδοσία και τον έλεγχο πάνω τους τοπικούς πόρους από την κοινότητα στο κράτος. Μολονότι επενδύονται με μια προοδευτική ρητορική, τα νομοθετικά και γραφειοκρατικά μέτρα της κυβέρνησης Μοράλες εξυπηρετούν ακριβώς αυτόν τον σκοπό. Εκείνοι που επιδιώκουν πρόσβαση στο νερό είναι και πάλι αναγκασμένοι να καταφύγουν στο κράτος, τους νόμους και τα δικαστήρια.
Στο άμεσο μέλλον οι επιτροπές έχουν να αντιμετωπίσουν προκλήσεις τεχνικής και οικονομικής φύσης, παράλληλα με τις συνεχείς προσπάθειες ενσωμάτωσής τους από το κράτος. Ωστόσο, οι μακροχρόνιες επιτυχίες τους, με αποκορύφωμα τον Πόλεμο του Νερού, έχουν αποδείξει στους βολιβιανούς ότι μέσω της οριζόντιας οργάνωσης μπορούν να ανακτήσουν την δυνατότητά τους να διαχειρίζονται τους κοινούς πόρους, οριοθετώντας την αυτονομία τους απέναντι στην κατεστημένη εξουσία και τις συμβατικές μορφές δημοκρατίας. Σήμερα οι άνθρωποι δεν οργανώνονται για να απευθύνουν τα αιτήματα τους προς το κράτος, αλλά για να προσδιορίσουν και να διαμορφώσουν τους όρους της ίδιας τους της ζωής.