Branco Milanovic, Καπιταλισμός χωρίς αντίπαλο -Το μέλλον του συστήματος που κυβερνά τον κόσμο, Πόλις, σελ. 372 (μετάφραση: Γιώργος Χρηστίδης)
Χρυσός δε κρείσσων μυρίων λόγων βροττοίς.
Ευριπίδης, Μήδεια
Ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς δεν «αγαπάει» τον καπιταλισμό. Του προσάπτει πολλά κι έχει αρκετά να προτείνει ως προς το τι θα πρέπει να αλλάξει στη λειτουργία του.
Ξέρει πως όχι μόνο δεν αποτελεί ένα «ηθικό» τρόπο διευθέτησης του ανθρώπινου βίου, αλλά ισοπεδώνει διαρκώς και τα όποια στοιχεία ενός τέτοιου τρόπου έρχονται από παλιά. Αυτός και η ψυχή του, το χρήμα, λειτουργούν ως ο μεγάλος ιστορικός «εξισωτής», που περιορίζει τα κίνητρα της δράσης μας σε ένα και μόνο: την ικανοποίηση επιθυμιών, που μπορεί να πραγματοποιήσει το χρήμα. Όλα τα άλλα είναι, απλώς, ασυνάρτητα και παρωχημένα.
Παρ’ όλα αυτά.
Ο καπιταλισμός είναι το μόνο παιχνίδι στην πόλη. Οριστικά, μάλλον, έχει απομείνει χωρίς αντίπαλο. Κι αν αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ιστορικό αποτέλεσμα, άρα και αναστρέψιμο, κάποια ιδιαίτερα στοιχεία της κατάστασης δείχνουν πως, πιθανότατα, this time is different.
Ο κύριος λόγος είναι πως, αυτήν τη φορά, ζούμε σε ένα κόσμο, όπου οι πάντες ακολουθούν τους ίδιους κανόνες και έχουν τον ίδιο σκοπό -την αποκόμιση ατομικού κέρδους, χρηματικά εκφρασμένου. Όσοι ακόμη ισχυρίζονται πως απέχουμε από μια συνθήκη, όπου τα αλτρουιστικά μας χαρακτηριστικά έχουν εκμηδενιστεί, απλώς εθελοτυφλούν, αγνοώντας πως αφιερώνουμε ήδη το 90% της ζωής μας σε δραστηριότητες «βελτίωσης» του βιοτικού μας επιπέδου μέσω της αποκόμισης χρημάτων.
Η ευθυγράμμιση ατομικών και συστημικών στόχων έχει διαμορφώσει μια κατάσταση «δομικά ηγεμονική», όπου το πολιτικό πεδίο έρχεται, απλώς, να συμπληρώσει τη δομική συνθήκη. Η εξόφθαλμη απίσχναση του πολιτικού -ιδίως στη Δύση- είναι απείκασμα της εγκαθίδρυσης αυτής της δομικής ομολογίας «κοινωνικού» και «υποκειμενικού», που είναι πραγματικά πρωτοφανής.
«Ο καπιταλισμός ενστάλαξε με μεγάλη επιτυχία τις στοχεύσεις του στους ανθρώπους παρακινώντας ή πείθοντάς τους να υιοθετήσουν τους στόχους του. Πέτυχε έτσι έναν εκπληκτικό βαθμό σύμπνοιας ανάμεσα στις προϋποθέσεις επέκτασης του ίδιου του συστήματος και τις ιδέες, τις επιθυμίες και τις αξίες των ανθρώπων. Σε βαθμό πολύ μεγαλύτερο από οποιονδήποτε ανταγωνιστή του, ο καπιταλισμός έχει καταφέρει να δημιουργήσει τις συνθήκες [που] είναι αναγκαίες για την σταθερότητά [του]: ήτοι, ότι τα άτομα στις καθημερινές τους ενέργειες επικυρώνουν και, ως εκ τούτου, ενισχύουν τις ευρύτερες αξίες πάνω στις οποίες βασίζεται το κοινωνικό σύστημα» (σελ. 11).
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Rawls, «το κοινωνικό σύστημα διαπλάθει τις απαιτήσεις και τις βλέψεις που τυχαίνει να έχουν οι πολίτες του: προκαθορίζει [λοιπόν] το είδος των προσώπων που θέλουν να είναι, καθώς και το είδος των προσώπων που πράγματι είναι» (σελ. 233).
Η ολοσχερής επικράτηση αυτού που ο Μαρξ, στα Grundrisse, ονόμασε αφηρημένο ηδονισμό, πράγμα που έγινε εφικτό στο μέτρο που η υπερ-εμπορευματοποίηση και η πλήρης χρηματοποίηση όλων των «σημαντικών υποθέσεών» μας, είναι που κάνει πανίσχυρο -αν όχι ανίκητο- πλέον τον καπιταλισμό.
Επιπλέον, από τη σκοπιά των εργοδοτών, οι εργαζόμενοι ήδη έχουν μετατραπεί σε πλήρως εναλλάξιμους «παράγοντες». «Πλησιάζουμε έτσι στην εκπλήρωση του ιδεώδους κόσμου των νεοκλασικών οικονομικών, όπου δεν υπάρχουν πια άτομα, με τα δικά τους, μοναδικά χαρακτηριστικά: τη θέση τους έχουν πάρει οι παράγοντες -εναλλάξιμα άβαταρ που, στην καλύτερη περίπτωση, διαφέρουν ως προς κάποια γενικά χαρακτηριστικά τους, όπως το επίπεδο εκπαίδευσης, η ηλικία ή το φύλο. Πέραν αυτών των χαρακτηριστικών, όμως, οι άνθρωποι στερούνται οποιασδήποτε ατομικής ιδιαιτερότητας και είναι πλήρως εναλλάξιμοι […] Η υπέρτατη επιτυχία του καπιταλισμού έγκειται στο ό,τι έχει μετασχηματίσει την ανθρώπινη φύση , μετατρέποντας τους πάντες σε τέλειες μηχανές υπολογισμού του κόπου και της απόλαυσης, του κέρδους και της ζημίας. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που, ακόμα κι αν εξαφανίζονταν ως δια μαγείας η καπιταλιστική εργοστασιακή παραγωγή, θα εξακολουθούσαμε να πουλάμε ο ένας στον άλλο υπηρεσίες έναντι χρημάτων: κάποια στιγμή θα μετατραπούμε οι ίδιοι σε επιχειρήσεις» (σελ. 252-254).
Ο Μιλάνοβιτς κάνει μια πολύ καλή δουλειά στοιχειοθέτησης της άποψής του, παρουσιάζοντας το πανόραμα των εξελίξεων και των μετασχηματισμών των δύο τελευταίων αιώνων. Περιγράφει με μεγάλη και αξιόπιστη τεκμηρίωση τα όσα συνέβησαν στη διάρκεια της καπιταλιστικής ιστορίας, επιμένει ιδιαίτερα, με μια εγελιανή διάθεση, στο πόσο οι επαναστάσεις του 20ου αιώνα, διακηρυγμένες ως προλεταριακές και σοσιαλιστικές, υπηρετώντας την πονηριά της ιστορίας έκαναν αυτό που δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς: έδωσαν την ευκαιρία στον Τρίτο Κόσμο να μεταμορφωθεί, πέραν κάθε σχετικής πρόβλεψης, σε εξαιρετικά δυναμικό καπιταλιστικό τμήμα του πλανήτη. Αναλύει τους «τύπους» του καπιταλισμού, που εμφανίστηκαν ιστορικά και ποντάρει στη πιθανότητα ο κινέζικος τύπος, αυτό που ονομάζει, ακολουθώντας των Βέμπερ, πολιτικό καπιταλισμό, έναν καπιταλισμό, δηλαδή, όπου οι καπιταλιστές δεν κυριαρχούν πολιτικά, να επικρατήσει, για λόγους πολύ πειστικούς. Πολύ περισσότερο, που ήδη η σημερινή του δυναμική τον κάνει ακαταμάχητα ελκυστικό με όρους μεγέθυνσης.
Ακόμη κι αν μεσολαβήσει, εν τω μεταξύ, ένας εκτεταμένος πυρηνικός πόλεμος ή μια μαζική καταστροφή λόγω της κλιματικής κρίσης και πάλι το μέλλον θα είναι καπιταλιστικό! Ο Μιλάνοβιτς δεν έχει σχεδόν την παραμικρή αμφιβολία. Ενώ κατανοεί απολύτως πως η ανάλυσή του παρουσιάζει ένα απεχθές, «βρώμικο», σχεδόν αποτρόπαιο και επικίνδυνο για τη μεγάλη πλειοψηφία σύστημα δεν θεωρεί πως υπάρχει εναλλακτική. Να πώς το θέτει:
«Δεν κραυγάζει αυτή η κατάσταση ότι πρέπει να αλλάξει το κοινωνικοοικονομικό σύστημα; Δεν σημαίνει αυτή η ανάλυση ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τον κόσμο του υπερεμπορευματοποιημένου καπιταλισμού και να υιοθετήσουμε ένα εναλλακτικό σύστημα; Το πρόβλημα με αυτό το, κατά τα λοιπά, εύλογο επιχείρημα είναι ότι δεν υπάρχει βιώσιμη εναλλακτική του υπερεμπορευματοποιημένου καπιταλισμού. Οι εναλλακτικές, που έχουν δοκιμαστεί ως τώρα, αποδείχτηκαν χειρότερες- κάποιες, μάλιστα, πολύ χειρότερες. Πέραν τούτου, τυχόν απόρριψη του ανταγωνισμού και της πλουτοθηρίας, που χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό, θα οδηγούσε σε μείωση των εισοδημάτων, σε αύξηση της φτώχειας, σε επιβράδυνση ή αναστροφή της τεχνολογικής προόδου και σε απώλεια διάφορων άλλων ωφελημάτων (π.χ. αγαθών και υπηρεσιών που έχουν γίνει αναπόσπαστο μέρος της ζωής μας) […] Δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα διατηρηθούν όλα αυτά, εάν χαθεί το υλιστικό πνεύμα και αποκαθηλωθεί ο πλούτος ο μοναδικός δείκτης επιτυχίας. Πρόκειται για πράγματα αλληλένδετα. Αναδεικνύεται, έτσι, ένα βασικό γνώρισμα της ανθρώπινης συνθήκης: δεν μπορούμε να βελτιώσουμε τον υλιστικό τρόπο ζωής μας, δίχως να παραχωρήσουμε πλήρη ελευθερία σε κάποια από τα πιο δυσάρεστα χαρακτηριστικά μας. Αυτήν ακριβώς την αλήθεια είχε διαγνώσει ο Bernard Mandeville, πάνω από τριακόσια χρόνια νωρίτερα» (σελ. 242).
Ο Μιλάνοβιτς δεν είναι νεοφιλελεύθερος. Προτείνει, μάλιστα, πολλές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να απομειωθεί η επίδραση των ακραίων θατσερικών «επιτευγμάτων» στις ανισότητες, στη φτώχεια και την εξαθλίωση του κόσμου.
Ο Μιλάνοβιτς δεν είναι νεοφιλελεύθερος. Καλύτερη, ωστόσο, απολογητική για τον καπιταλισμό δεν θα μπορούσε να γραφεί. Πράγμα που συμβαίνει συχνά με τους «προοδευτικούς» του καιρού μας: Στο μέτρο που οι εξελίξεις και οι προγνώσεις γίνονται όλο και ζοφερότερες, στο μέτρο που, για οποιονδήποτε λογικό άνθρωπο, μια ριζική -συστημική μεταβολή είναι όρος αποφυγής των πολύ χειρότερων, που μπορούμε βάσιμα να εικάσουμε πως έρχονται -κι εδώ το βιβλίο είναι πραγματικά πολύτιμο- η «προοδευτική μεταρρυθμιστική ατζέντα» αποδεικνύεται πουκάμισο αδειανό.
Τα περισσότερα από όσα προτείνει αυτή η ατζέντα -είτε γράφεται από τον Μιλάνοβιτς είτε από τον Πικετί είτε από «Προοδευτικές Συμμαχίες»- είναι περισσότερο απίθανο να υλοποιηθούν από τον καθαρό κομμουνισμό του «Μανιφέστου».
Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, πως ο σχετικός προβληματισμός είναι άχρηστος. Έστω και ως προβληματική εκκίνηση σε σχέση με το «τι να κάνουμε» ως κοινωνίες, έχει την αξία του. Σε συνδυασμό δε με τον περιγραφικό -σε ένα βαθμό και ερμηνευτικό- πλούτο της δουλειάς του Μιλάνοβιτς η αξία αυτή επαυξάνεται.