Το τελευταίο που θυμάμαι από παρουσία μου σε καζάνια για παραγωγή τσίπουρου στον μακεδονικό κάμπο, ήταν ο αστεϊσμός αγρότη, που διατυπώθηκε την ώρα της βράσης μέσα σε καπνούς, και μυρωδιές της ζύμωσης από τα «τσίπ’ρα» (βρε τι σου κάνουν οι ομόηχες συμπτώσεις). Ο κυρ Στέλιος, κοίταζε με προσήλωση το χάλκινο σωληνάκι από το οποίο θα έβγαινε το μεθυστικό υγρό περνώντας μέσα από ένα τούλι στο οποίο είχε δεμένα μερικά μπιρμπιλάκια χιώτικης μαστίχας, ενώ μια κομπανία καμιά δεκαπενταριά άτομα κατασπάραζαν τις φέτες της φρεσκοψημένης στα κάρβουνα τούνας. Τότε, στην πρώτη εμφάνιση του ποθητού υγρού, στο πρώτο «δάκρυ», ένας από την παρέα του είπε ότι κάθε σταγόνα θα ήταν αφορμή για ένα «χικ», σαν τον λόξιγκα του μεθυσμένου και, ο κυρ Στέλιος, του απάντησε χωρίς να χαλαρώσει την προσοχή του «αυτό, ρε, δεν ίνι χικ, ίνι …, πώς λεν’ στ’ τηλεόραση του σωματιδίου τ’ Χίγκ, ε, του σωματίδιου τ’ Χικ, το δάκρ’ τ’ Θεού… αφτό δι πιάνιτι μι τίποτα…». Υπό μία έννοια, είχε δίκιο, το τσιπουράκι σου επιτρέπει να συναντάς τον Θεό ακόμη κι αν δεν πιστεύεις.
Κι αν το CERN στην Ελβετία αναζητά τις πορείες και φωτογραφίζει τις καραμπόλες των στοιχειωδών σωματιδίων, ο ΟΟΣΑ προτείνει το κέντρο να στήνεται σε κάθε καζάνι της επικράτειας και σε κάθε καζάνιασμα, προκειμένου να μην διακινείται αφορολόγητο το χύμα. Υποθέτω, ότι οι «οοσάδες» θα έχουν περάσει έξω από τα καζάνια την εποχή της απόσταξης και θα έχουν ζηλέψει τις βακχικές μαζώξεις που συνοδεύουν την παραγωγή της αλκοόλης. Αλλά δεν θα έχουν μπει μέσα, αλλιώς δεν θα ήταν κορδωμένοι και στεγνοί σαν παστωμένο κεφαλόπουλο στον πάτο του ντενεκέ.
Πάντως, έχουν αναλύσει και καταμετρήσει τα σωθικά της κοινωνίας και βρήκαν 30000 παραγωγούς «Χικ» που παράγουν όπως λένε κοντά 20 εκατομμύρια λίτρα «δάκρυα». Χύμα, λένε, να παράγουν για τον εαυτό τους, ότι πουλάνε θα το βάλουν σε μπουκάλια με ετικέτες διότι δεν μπορείς να αγοράζεις το «δάκρυ του Θεού» χωρίς να πληρώνεις φόρο και να…. κλαις από αφορολόγητη χαρά.
Προσπαθώ να σκεφτώ πόσοι ελεγκτές θα πρέπει να πληρώνονται για να παρίστανται στην παραγωγή τσίπουρου, σκέτου ή με γλυκάνισου, για να επιτηρούν την παραγωγή μην ξεφύγει κανένα λίτρο στην παρανομία. Δεν ξέρω αν ο κυρ Στέλιος που είχε τρία στρέμματα αμπέλι και τα πόδια του διαρκώς «μεθυσμένα» από το πάτημα και ξαναπάτημα των τσίπουρων στη διάρκεια της ζύμωσης, μπορεί να καταλάβει ότι ήταν …ανταγωνιστής των εταιρειών. Εγώ βέβαια, ως εκ του επαγγέλματος το καταλαβαίνω, διότι μου το έχουν εξηγήσει χιλιάδες φορές τα τζιμάνια των οικονομικών, δεν κρύβω όμως ότι έχω μια άρνηση σε τούτη την διαδικασία, διότι δεν θέλω με τίποτα να γίνω ένας στεγνός, τι λέω, αποξηραμένος «οοσάς» στον πάτο του ντενεκέ των στατιστικών, και επιπλέον δεν με κόφτει καθόλου αν αυτό συνιστά «οπισθοδρόμηση». Τις είδα τις προκοπές των «προχωρημένων».
Δεν ξέρω επίσης αν η έκδοση παραστατικών θα κάνει το τσίπουρο καλύτερο, θα το κάνει πάντως ακριβότερο. Αφήστε που υποπτεύομαι και τα χειρότερα. Διότι εμείς οι… οπισθοδρομικοί κάτι σκαμπάζουμε από «ποιότητα» δεν περιμέναμε τους γκουρμέδες να μας τα μάθουν, αυτοί τα μάθανε από εμάς, και ξέραμε πάντα ότι οι απατεώνες στήνανε καρτέρι ακόμη και στα καζάνια και την ρίχνανε την ζαχαρίτσα τους στα «τσίπ’ρα» και στο δεύτερο ποτηράκι έπεφτε μαύρο τούλι στα μάτια σου. Όσοι γνωρίζουμε τις μεθόδους, τους αποφεύγαμε, όσοι παίζανε τους ξύπνιους πίνανε «την μαύρη τους την τύφλα», κυριολεκτικά, και νόμιζαν ότι είχανε βρει την πηγή με το ανόθευτο.
Πολύ φοβάμαι ότι η ζάχαρη θα αντικαστήσει τα «τσίπ’ρα» για να αυξηθεί η παραγωγή, για να αντισταθμιστεί η φορολογία και, το «παράνομο», που σήμερα είναι ανόθευτο θα μετατραπεί σε επικίνδυνο παράνομο, σαν τις μπόμπες που σερβίρονται ακόμη και σε καλά μαγαζιά (όχι με ευθύνη τους φυσικά) αφού η ετικέτα δεν κάνει το τσίπουρο, ετικέτες κάνουν όλοι με έναν μέτριο πρίντερ, αλλά τσίπουρο καλό δεν κάνουν.
Μου προκαλεί εντύπωση πάντως, πώς αυτά τα σαίνια, οι «οοσάδες», δεν μέτρησαν και την παραγώμενη χαρά από την τσιπουροποσία, δεν θα ήταν δα και δύσκολο αν βάλεις μερικές παραμέτρους, τα γράδα φερ’ ειπείν, ή τις ποσότητες της ματάβρασης, διπλής απόσταξης που λένε οι σπουδαγμένοι, αν κάθεται ο γλυκάνισος καλά στον πάτο, την αραίωση με παγάκια, τους συνοδευτικούς μεζέδες και την παρέα φυσικά, πόσοι μερακλήδες, πόσοι χωρατατζήδες ή σιωπηλοί και ποιό το πσοσοστό των σφιχτόκωλων… τέτοια. Μετράνε, εξάλλου, ήδη κάτι δείκτες ευτυχίας με τα μέτρα τους, κι ύστερα πλακώνονται στα πρόζακ μπας και ισορροπήσουνε τα μέσα τους.
Αλλά το βλέπω δύσκολο να γίνει τους επόμενους δυό τουλάχιστον αιώνες, το ξέρουν κι αυτοί, κι έτσι όταν δεν μπορούν να φορολογήσουν την χαρά φορολογούν το τσίπουρο, μπας και μας στερήσουν την χαρά, αυτό τουλάχιστον το προσπαθούν με ζέση και, το μόνο που μπορούμε με την κατάλληλη ποσότητα συνοδευτικής δίκαιης περιφρόνησης να κάνουμε, είναι να διατρανώσουμε πως αυτή την χαρά δε θα μας την πάρουν όση ζάχαρη και να ρίξουν οι απατεώνες τους. Όπως θα έλεγε και ο κυρ Στέλιος «…αφτό δι πιάνιτι μι τίποτα…».
* Ο δημοσιογράφος του ρ/σ “Στο Κόκκινο 93,4” Απόστολος Λυκεσάς αρθρογραφεί καθημερινά στο alterthess.gr. Ακούστε ζωντανά στο “Κόκκινο 93,4” την εκπομπή “Ορθά- Κοφτά” με τον Απόστολο Λυκεσά Δευτέρα- Παρασκευή 11:00-12:00. Επικοινωνία με τον Απόστολο Λυκεσά στο [email protected].
