Μεταξύ μιας Κεντροδεξιάς (που ολισθαίνει προς την ακροδεξιά) και μιας ενισχυμένης Αριστεράς, εμφανίζεται στον ενδιάμεσο χώρο σήμερα ένας ικανός αριθμός κομμάτων, κινήσεων, ομάδων και συσπειρώσεων, οι περισσότερες εκ των οποίων αποτελούν θραύσματα του πάλαι ποτέ ισχυρού ΠΑΣΟΚ. Ο «ενδιάμεσος» αυτός χώρος έχει ουσιαστικά δύο γενικές συνιστώσες:
Η πρώτη συνιστώσα είναι αυτή που που λειτουργεί ουσιαστικά και τυπικά ως «σύστημα υποστήριξης» της σημερινής κυβέρνησης. Είναι το εναπομείναν ΠΑΣΟΚ, οι υπο-ομάδες της Ελιάς (κινήσεις Λοβέρδου, Μόσιαλου, οι «58», κλπ) και η ΔΗΜΑΡ.
Η δεύτερη συνιστώσα είναι αυτή που θα ονομάζαμε σχηματικά «αριστερή Κεντροαριστερά». Είναι ομάδες ή κινήσεις που διαχώρισαν τη θέση τους από το ΠΑΣΟΚ και την ΔΗΜΑΡ σε διάφορες προηγούμενες φάσεις και η κατεύθυνσή τους είναι η συμμαχία με την Αριστερά σε ένα αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο.
Είναι προφανές ότι το ενδιαφέρον του επίσημου πολιτικού και οικονομικού συστήματος εστιάζεται στην πρώτη συνιστώσα, η οποία άλλωστε μονοπωλεί τη δημοσιότητα. Για το σύστημα διακυβέρνησης αποτελεί έναν κρίσιμο «παίκτη», είτε ως σημερινός είτε ως δυνητικός κυβερνητικός σύμμαχος.
Είναι πολύ χαρακτηριστικό ότι ο ιδεολογικός μιντιακός μηχανισμός έχει αφαιρέσει από το χώρο αυτό την «κεντροαριστερή» ή τη «σοσιαλδημοκρατική» του συμβολική παράδοση και τον βαφτίζει όλο και περισσότερο «Κέντρο». Του αφαιρεί δηλαδή κάθε ιδεολογικό χρωματισμό, για να τον αποπολιτικοποιήσει και να τον απονευρώσει εντελώς. Η κατάσταση αυτή θυμίζει πολύ την απόπειρα ενοποίησης των «κεντρώων» κομματιδίων και κομματαρχών στις αρχές της δεκαετίας του ’60, όταν η συγκρότηση της Ενωσης Κέντρου υπάκουε στο συστημικό σχέδιο για δημιουργία αναχώματος στην αύξηση της εκλογικής επιρροής της ΕΔΑ και στην «προσφορά», προς τις λαϊκές τάξεις, μιας ελεγχόμενης εναλλακτικής πολιτικής λύσης.
Όμως, πέραν του γεγονότος ότι η «ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα», το μειωμένης αναλυτικής ικανότητας πολιτικο-μιντιακό σύστημα, στην αγωνία του να δημιουργήσει αναχώματα στην Αριστερά, ξεχνά δύο βασικότατες διαφορές του τότε από το σήμερα. Η συγκρότηση της Ενωσης Κέντρου είχε δύο κομβικά χαρακτηριστικά: Το πρώτο είναι ότι προέκυψε σε ένα περιβάλλον στρατηγικής (βαθιάς) πολιτικής ήττας της ελληνικής Αριστεράς. Το δεύτερο είναι ότι η δυναμική κίνηση των λαϊκών τάξεων τοποθετούσε (ή για την ακρίβεια «έσπρωχνε»), κυρίως μετά το 1963, αντικειμενικά το κόμμα της Ένωσης Κέντρου προς τη «λαϊκή» και όχι την «κυρίαρχη» πλευρά της διαιρετικής τομής του Εμφυλίου. Σ’αυτήν την εγγενή άλλωστε αντίφαση της ΕΚ θεμελιώθηκε η Αποστασία, αλλά και η συγκρότηση της δυναμικής «Κεντροαριστεράς» του Ανδρέα Παπανδρέου.
Η σημερινή πραγματικότητα διαφοροποιεί το σημερινό «Κέντρο» και ως προς τις δύο αυτές συνθήκες:
Πρώτον, η ελληνική αριστερά στο σύνολό της βρίσκεται σε ανοδική κατάσταση, παρά τα δεδομένα προβλήματα που έχει: ο ΣΥΡΙΖΑ, το μεγαλύτερο κόμμα, είναι πλέον κόμμα πλειοψηφικής φοράς, με χαρακτηριστικά «ταξικής ψήφου» που έχουν πολλά χρόνια να εμφανιστούν στην ελληνική περίπτωση. Παράλληλα, ο μεν χώρος του ΚΚΕ εξακολουθεί να είναι διακριτός, αν και περιορισμένος, αναπτύσσεται δε και ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που έχει πλέον ικανοποιητική διείσδυση σε κοινωνικούς χώρους, ιδεολογική συνοχή και εκλογική καταγραφή.
Δεύτερον, τα κεντρώα κομματίδια «έλκονται» από τη συστημική πλευρά της σύγχρονης διαιρετικής τομής του Μνημονίου και της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Είναι κόμματα εναντίον του «λαού», και σ’αυτήν την αντικειμενική τοποθέτησή τους στο κομματικό σύστημα υποστηρίζονται από την εκλογική τους βάση, που αποτελείται ως επί το πλείστον από εξασφαλισμένα μεσοστρώματα – βρίσκονται, δηλαδή, στον αντίποδα της ιστορικής Ενωσης Κέντρου.
Για τους δύο αυτούς σημαντικούς λόγους, η συρρίκνωση ΠΑΣΟΚ-Ελιάς και ΔΗΜΑΡ πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Καθόλου τυχαία άλλωστε, από το πολιτικό-μιντιακό σύστημα ευνοήθηκε η εμφάνιση ενός νέου τύπου μορφώματος, του Ποταμιού, που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί μια άλλη εκδοχή της «κεντρώας» ανασύνθεσης. Το Ποτάμι επιχειρεί δύο πράγματα που πρέπει να υπογραμμιστούν. Το ένα είναι ότι αφήνει στην άκρη όλο το φθαρμένο πολιτικό προσωπικό ΠΑΣΟΚ-Ελιάς και ΔΗΜΑΡ, που βαραίνει άλλωστε καταλυτικά στην αποτυχία τους. Το δεύτερο είναι ότι επιχειρεί να ομοιάσει περισσότερο, όχι τόσο στο (ιστορικό) «Κέντρο», όσο στον (καραμανλικό) «μεσαίο χώρο». Επιχειρεί δηλαδή μια όσμωση μεταξύ πολιτικού φιλελευθερισμού και νεοφιλελευθερισμού, αποσκοπώντας σε μια οριοθέτηση τόσο από τη σημερινή Δεξιά στο σκέλος του πολιτικού φιλελευθερισμού, όσο και από την Αριστερά στο σκέλος του νεοφιλελευθερισμού και του ρόλου του κράτους. Εάν το πείραμα επιτύχει, αν δηλαδή το νέο μόρφωμα καταφέρει να καταγράψει ένα αξιόλογο ποσοστό στις ευρωεκλογές, τότε η ανασύνθεση του «Κέντρου» θα γίνει στη βάση της δικής του συνταγής. Αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι εξασφαλισμένο. Η νεοφιλελελεύθερη ιδεολογία του, καθώς και ο «μεταπολιτικός» του χαρακτήρας, είναι εξαιρετικά δύσκολο να συγκινήσουν μεγάλα τμήματα των λαϊκών τάξεων, όρος απαραίτητος για την ανάσχεση της Αριστεράς. Το σχήμα θα στηριχτεί βεβαίως από ανώτερα μεσοστρώματα – αυτό, όμως, θα «βλάψει» κυρίως το ΠΑΣΟΚ-Ελιά, την ΔΗΜΑΡ και τη ΝΔ.
Η πολιτική αποτυχία των «κεντρώων» κομματιδίων στη σημερινή συγκυρία δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συσκοτίσει την πραγματικότητα ότι, πράγματι, υπάρχει ένας ιδεολογικός και κοινωνικός χώρος που κινείται μεταξύ της Δεξιάς και της Αριστεράς. Στη σημερινή συνθήκη της διαιρετικής τομής του Μνημονίου και της τεράστιας οικονομικής κρίσης, ο χώρος αυτός τάσσεται περισσότερο με την πλευρά των λαϊκών τάξεων, επομένως είναι πολιτικός και κοινωνικός σύμμαχος της Αριστεράς. Επομένως, στρατηγικός στόχος της Αριστεράς θα έπρεπε να ήταν, σε αντίθετη φορά από το κυρίαρχο σύστημα, η βοήθεια στη συγκρότηση μιας «αριστερής Κεντροαριστεράς», δηλαδή ενός πολιτικού-κομματικού υποσυστήματος στήριξης μιας λαϊκής αριστερής κυβέρνησης. Χωρίς να μετασχηματίζεται η ίδια, και χωρίς να προσχωρεί σε «κεντροαριστερές» λογικές, μπορεί να αναδείξει τις προγραμματικές και πολιτικές πλευρές μιας νέας πολιτικής και ιδεολογικής ηγεμονίας και να συσπειρώσει δίπλα της ένα μεγάλο δίκτυο πολιτικών και κοινωνικών συμμαχιών. Αλλά με την Αριστερά, και κυρίως με τον ΣΥΡΙΖΑ, θα ασχοληθούμε στο επόμενο σημείωμα.
Ο Χριστόφορος Βερναρδάκης είναι Επίκουρος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης. Το σημείωμα είναι το δεύτερο στη στήλη του στο Red Notebook με τίτλο «Σημειώσεις για την πολιτική σκηνή και τα πολιτικά κόμματα: Δυναμικές σε εξέλιξη».