Σε μια πόλη χτισμένη αμφιθεατρικά γύρω από τον Θερμαϊκό Κόλπο, με πολλά από τα ρέματά της αφρόντιστα ή ακόμα και μπαζωμένα, οι εικόνες από τη Βαλένθια, αλλά και από το Μπαγκλαντές, που επίσης υπέφερε από εκτεταμένες πλημμύρες, θέτουν επιτακτικά το ζήτημα της προστασίας των υγροτόπων. Πρόσφατα, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας υιοθέτησε μελέτες και κατευθύνσεις για την πρόληψη και διαχείριση των κινδύνων από φυσικές (κλιματικές και μη) καταστροφές. Την ίδια στιγμή, όμως, οι πρακτικές που στην πραγματικότητα ακολουθούνται στη Θεσσαλονίκη βρίσκονται σε αντίθεση με αυτές, όχι μόνο ως προς τους τύπους αλλά κυρίως στην ουσία.
Η σημασία των υγροτόπων (λιμνοθάλασσες, εκβολές ποταμών, έλη, δέλτα κ.ά) ως πολύτιμα οικοσυστήματα του πλανήτη είναι γνωστή και καταγεγραμμένη από εθνικές και ευρωπαϊκές αρχές, καθώς υποστηρίζουν τη βιοποικιλότητα, προστατεύουν από ακραία καιρικά φαινόμενα και πλημμύρες, αντιμετωπίζουν την κλιματική αλλαγή και βελτιώνουν την ποιότητα του αέρα. Γι’ αυτό ήδη από το 1971 υπογράφηκε η Σύμβαση Ραμσάρ για τους Υγροτόπους στοχεύοντας στην προστασία τους. Ωστόσο, όπως έχουν επισημάνει ήδη από το 2022, οι δασολόγοι Μαρία Παναγιωτοπούλου και Στρατής Μπουρδάκης με αφορμή την υπόθεση των Τσαϊριών στο έλος της Περαίας, «αν εξαιρέσει κανείς τους “επώνυμους” υγρότοπους, που απολαμβάνουν κάποιας προστασίας μέσω της σύμβασης Natura, οι “ανώνυμοι” μικροί υγρότοποι, διάσπαρτοι σε παράκτιες συνήθως περιοχές, υποφέρουν και συχνά εξαφανίζονται από συστηματικές παρεμβάσεις αποστράγγισης, ισοπέδωσης και επίχωσής τους. Αντιμετωπίζονται ως εστίες κουνουπιών και βρωμιάς και προορίζονται συνήθως για άγρια δόμηση με πρόσχημα ποικίλα αναπτυξιακά όνειρα όπως παραθεριστικοί οικισμοί, λιμάνια, αεροδρόμια και εσχάτως Τεχνολογικά Πάρκα Καινοτομίας».
Στη Θεσσαλονίκη, εδώ και κάποιους μήνες, ήδη έχει ξεκινήσει το μπάζωμα του υγροτόπου στο παράκτιο έλος Περαίας, αναγνωρισμένου από το Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων – Υγροτόπων (EL 52208200 Παράκτιο Έλος Περαίας), γνωστό στους κατοίκους της ευρύτερης περιοχής ως «Τσαΐρια». Στόχος η κατασκευή του υπερμεγέθους «Διεθνούς Τεχνολογικού Πάρκου 4ης Γενιάς-ThessINTEC» . Τα Τσαΐρια μαζί με το Παράκτιο Έλος Μίκρας (EL 522026000) αποτελούν τα τελευταία απομεινάρια του παλαιότερου παράκτιου υγροτόπου εκβολών του Ανθεμούντα. Κατακλύζεται περιοδικά από νερό ενώ, σύμφωνα με τις καταγραφές μελών της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, στην περιοχή αυτή έχουν παρατηρηθεί 190 είδη πουλιών, μεταξύ των οποίων και πολλά προστατευόμενα από την εθνική και ενωσιακή νομοθεσία.
Το εντυπωσιακό της υπόθεσης είναι ότι πέρα από την επικείμενη καταστροφή ενός υγροτόπου, που από μόνο του αποτελεί σοβαρό ζήτημα, οι σχεδιαστές του ThessINTEC φαίνεται να αγνοούν τις επιπτώσεις μιας τέτοιας κίνησης όσον αφορά τη δυνατότητα της περιοχής να αντιμετωπίσει στο μέλλον μεγάλες βροχοπτώσεις. Άξιο απορίας είναι επιπλέον πώς θα επιτραπεί το χτίσιμο μιας περιοχής που έχει χαρακτηριστεί ως περιοχή «Απαγόρευσης Δόμησης», η οποία ακόμη και μετά την αποστράγγισή της δεν είναι σίγουρο αν θα διασφαλίζει τη σταθερότητα των κτιρίων.
Περπατάμε μαζί με την Μαρία Παναγιωτοπούλου, ορνιθολόγο, και τον Πέτρο Κακούρο, δασολόγο-περιβαλλοντολόγο, στα Τσαΐρια, όπου σχεδιάζεται να κατασκευαστεί το ThessINTEC – Δείτε το βίντεο:
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:
Το 2020 παραχωρείται από το ΤΑΙΠΕΔ, στην Αλεξάνδρεια Ζώνη Καινοτομίας, η προνομιακή έκταση 760 στρεμμάτων στα Τσαΐρια (έχει θέα τη θάλασσα και τον Χορτιάτη), δίπλα στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης. Η τελευταία παραχώρησε για 99 χρόνια ως μικρομέτοχος την έκταση στη «μη κερδοσκοπική» ΣΔΙΤ, Εταιρεία Ανάπτυξης Επιχειρηματικού Πάρκου Thess INTEC Α.Ε. (ΕΑΝΕΠ ThessINTEC Α.Ε.). Ο ιδιωτικός τομέας καταλαμβάνει το 58% των μετοχών, ενώ ο δημόσιος τομέας συμμετέχει με το υπόλοιπο 42%. Η εταιρεία αυτή είναι που «τρέχει» την υπόθεση των Μελετών και της κατασκευής του έργου. Μέχρι στιγμής, για τη χρηματοδότηση της πρώτης φάσης του έχουν διασφαλιστεί 20 εκατ. ευρώ από ιδιωτικούς πόρους και 35 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης. Στην πρώτη φάση, σύμφωνα με τις πληροφορίες, θα επενδυθούν 50 εκατ. ευρώ για υποδομές και για τα πρώτα κτίρια. Ακόμη προβλέπεται επένδυση 25 εκατ. ευρώ από το ΕΚΕΤΑ και 30 εκατ. ευρώ από ισραηλινό fund. Το ThessINTEC έχει χαρακτηριστεί από κυβέρνηση και τους υποστηρικτές της ως το «The Next Big Thing», με διαβεβαιώσεις ότι θα ενθαρρύνει την νεοφυή επιχειρηματικότητα καθώς και ότι θα προσελκύσει high tech εταιρείες και ερευνητές από το εξωτερικό, θα δημιουργήσει 7.000 θέσεις εργασίας κ.ά. Εκτός από τις ερευνητικές εγκαταστάσεις, το ThessINTEC θα περιλαμβάνει κτίρια και άλλες εγκαταστάσεις έργων υποδομών, χώρους στάθμευσης, ξενοδοχειακή εγκατάσταση, ενυδρείο, κατοικίες κ.ά. Η δέσμευση που υπάρχει ως τώρα ως προς την υλοποίηση έκτασης υψηλού πρασίνου αφορά περίπου το 5% του ακινήτου στο νότιο τμήμα του και την αντίστοιχη δημιουργία χώρου πρασίνου κατά μήκος της παραλίας, σε απόσταση έως και 30 μ. από τη γραμμή αιγιαλού.
Το ΣτΕ τον Οκτώβριο του 2022 απέρριψε την πρώτη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) καθώς δεν γινόταν καμία αναφορά στον υγρότοπο που υπάρχει στην περιοχή, ούτε στα χαρακτηριστικά του, αλλά ούτε στα στοιχεία που αφορούν στην ορνιθοπανίδα της περιοχής. Να αναφερθεί ότι και με γνωμοδότηση του Φορέα Διαχείρισης Προστατευόμενων Περιοχών Θερμαϊκού Κόλπου (νυν ΟΦΥΠΕΚΑ), ο εν λόγω υγρότοπος αποτελεί σημαντικό ενδιαίτημα αναπαραγωγής παρυδάτιων και υδρόβιων πουλιών καθώς και περιοχή που συγκεντρώνονται μεταναστευτικά και διαχειμάζοντα είδη.
Χαρακτηριστικό της προχειρότητας της πρώτης ΣΜΠΕ ήταν ότι σε αυτή περιλαμβάνονταν μόνο αναλυτικά στοιχεία από μελέτη της εταιρείας Fraport, που διαχειρίζεται τον γειτονικό αερολιμένα «Μακεδονία», για τα είδη και προσκρούσεις πουλιών στο εν λόγω αεροδρόμιο. Το ΣτΕ ζητούσε περαιτέρω διευκρινίσεις και συμπληρωματικά στοιχεία σχετικά με τη χλωρίδα και την πανίδα του υγροτόπου και ως εκ τούτου κατατέθηκε νέα συμπληρωματική ΣΜΠΕ, κατά της οποίας στράφηκε η Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία. Εν τέλει η προσφυγή απορρίφθηκε και ενάμιση χρόνο μετά, δηλαδή τον Φεβρουάριο του 2024, εκδόθηκε το Προεδρικό Διάταγμα μέσα από το οποίο καθορίζονται οι χρήσεις γης, οι όροι και οι περιορισμοί της δόμησης.
Πώς χτίζει κανείς πάνω σε ένα έλος;
Εντούτοις, και στο Προεδρικό Διάταγμα (ΦΕΚ 15/02/2024) αποτυπώνονται όλες οι επιφυλάξεις που έχουν μέχρι σήμερα εκφραστεί από το σύνολο του επιστημονικού κόσμου, οργανισμών του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Σε αυτό ζητείται μεταξύ άλλων «να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα, κατόπιν εκπόνησης και έγκρισης ειδικών μελετών, για τον περιορισμό του πλημμυρικού κινδύνου, εξαιτίας της ένταξης της περιοχής του Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου σε Ζώνη Δυνητικά Υψηλού Κινδύνου Πλημμύρας(άρθρο 3/παρ.4)». Σύμφωνα με το ΠΔ, η αντιμετώπιση αυτού του κινδύνου πρέπει «να αποτελεί προτεραιότητα και για την άρση της ακαταλληλότητας δόμησης καθώς και βασική παράμετρο σχεδιασμού για τη διασφάλιση των χρήσεων, που περιλαμβάνουν κτιριακές εγκαταστάσεις και άλλες δομημένες επιφάνειες». Σε κάθε περίπτωση, ζητείται να ληφθούν υπόψη οι προβλέψεις του εγκεκριμένου Σχεδίου Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών και Κινδύνων Πλημμύρας του Υδατικού Διαμερίσματος Κεντρικής Μακεδονίας και οι υποδείξεις της μελέτης γεωλογικής καταλληλότητας.
Όπως αναλύει η Μαρία Παναγιωτοπούλου, δασολόγος-ορνιθολόγος, μιλώντας στο alterthess «το ίδιο το ΠΔ θέτει ως προτεραιότητα και απαραίτητη προϋπόθεση την εκπόνηση απαραίτητης γεωλογικής μελέτης προκειμένου να καθοριστούν τα απαραίτητα έργα βελτίωσης συνθηκών του υπεδάφους, με βάση τα συμπεράσματα της γεωτεχνικής μελέτης (άρθρο 3/παρ.1.6)»
Σύμφωνα με την ίδια, «είναι φανερό ότι ο σχεδιασμός του έργου είναι ελλιπής καθώς αναγνωρίζεται πλέον απ’ όλους ότι το μεγαλύτερο μέρος της επένδυσης βρίσκεται πάνω σε μέρος που έχει χαρακτηριστεί “Απαγόρευση Δόμησης” λόγω του υδρογεωλογικού υποστρώματος που είναι υδαρές αλλά και της ύπαρξης σεισμικού ρήγματος. Ταυτόχρονα, επειδή η περιοχή αποτελεί εκβολή ποταμού (και μάλιστα το τελευταίο ελεύθερό του κομμάτι εξαιτίας της ύπαρξης του αεροδρομίου και άλλων κτιρίων), καθιστά ακόμη πιο ακατάλληλη προς δόμηση την περιοχή. Είναι αξιοσημείωτο ότι η γεωλογική μελέτη, που οι ίδιοι έχουν συντάξει1 , αναφέρει ότι οι διολισθήσεις εμφανίζονται σε πάρα πολύ αργό χρονικό διάστημα και άρα δεν μπορούμε να αντιληφθούμε τις επιπτώσεις της δόμησης άμεσα». Έτσι, το ΠΔ ζητάει «να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες για την άρση της απαγόρευσης δόμησης και την εξασφάλιση της δυνατότητας κατασκευής (μελέτη και έγκριση των απαραίτητων έργων αποστράγγισης και αντιπλημμυρικής προστασίας, επαναδιαμόρφωση του αναγλύφου με επιχώσεις των χαμηλών τμημάτων με κατάλληλα κοκκώδη υλικά, κατάλληλα συμπυκνωμένα και με τελικές υψομετρικές στάθμες και μορφολογικές κλίσεις)».
Σημαντικό είναι για την Μ. Παναγιωτοπούλου το γεγονός ότι αναγνωρίζεται πώς «η περιοχή της Περαίας, αλλά και ο Δήμος Θερμαϊκού, έχουν επανειλημμένα πληγεί από έντονα καιρικά φαινόμενα και πλημμυρισμούς των πεδινών παραθαλάσσιων εκτάσεων με αποκορύφωση τη θεομηνία του Σεπτεμβρίου 2016 που είχε ως αποτέλεσμα μια γυναίκα να χάσει τη ζωή της καθώς και ότι το Επιχειρηματικό Πάρκο θα φιλοξενεί ένα σημαντικό αριθμό εργαζομένων αλλά και επισκεπτών επί καθημερινής βάσης. Έτσι κρίνεται απαραίτητος ο έλεγχος επάρκειας των αντιπλημμυρικών στοιχείων (άρθρο 3/παρ. 5)».
Τι στάση κράτησαν οι τοπικές αρχές
Για να εκδοθεί το παραπάνω Προεδρικό Διάταγμα, η Μητροπολιτική Επιτροπή Θεσσαλονίκης γνωμοδότησε κατά πλειοψηφία θετικά τον Μάιο του 2023 στις εισηγήσεις των υπηρεσιών της επί της επικαιροποιημένης έκδοσης της Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Σ.Μ.Π.Ε.) του Ειδικού Πολεοδομικού Σχεδίου για την Ίδρυση Τεχνολογικού Πάρκου 4ης Γενιάς.
Ενδιαφέρον, όμως, είχαν οι επιφυλάξεις που διατύπωσαν οι Υπηρεσίες της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας στις εισηγήσεις τους ως προς την ΣΜΠΕ. Όπως αναφέρεται στην εισήγησή τους «τα κριτήρια που εξετάστηκαν για την εκτίμηση των επιπτώσεων του Σχεδίου σε κάθε αναφερόμενο είδος ορνιθοπανίδας σταθμίστηκαν ισοβαρώς, επομένως ο κίνδυνος από τη μείωση ή απώλεια ενδιαιτημάτων, που εκτιμήθηκε ως υψηλός για αρκετά από τα είδη, “αποσβέστηκε” μέσω συμψηφισμού με τα υπόλοιπα κριτήρια, ενώ δεν είναι σαφές γιατί ο κίνδυνος εκτοπισμού λόγω όχλησης, που είναι σίγουρα υπαρκτός για ορισμένα από τα είδη εξαιτίας περιορισμού του υγροτοπικού χαρακτήρα της έκτασης αλλά και της αυξημένης ανθρώπινης παρουσίας, χαρακτηρίζεται ως επί το πλείστον χαμηλός, έως μέτριος για δύο μόνο είδη». Οι υπηρεσίες προσθέτουν ότι η ΣΜΠΕ «καταλήγει, μεταξύ άλλων, ότι δεν αναμένεται να προκληθεί αλλαγή στην ποικιλία των ειδών ή στον αριθμό των ειδών ορνιθοπανίδας, το οποίο δεν είναι, κατά την κρίση μας, σθεναρά τεκμηριωμένο, δεδομένης της αλλαγής του χαρακτήρα της έκτασης». Τα μέλη της Μητροπολιτικής Ενότητας που τάχθηκαν κατά της εισήγησης ήταν οι: Ζέρβας Γεώργιος, Αγαθαγγελίδου Ανατολή, Αβραμόπουλος Σωτήριος, Γκανούλης Φίλιππος, Χρυσομάλλης Νικόλαος. Στους λόγους αντίρρησης που προβλήθηκαν συγκαταλέγονταν τόσο η τσιμεντοποίηση ενός οικοπέδου που φιλοξενεί μια τόσο πλούσια ζωή (Φ. Γκανούλης) όσο και το γεγονός ότι η παραχώρηση των 760 στρεμμάτων συνιστά ιδιωτικοποίηση μιας μεγάλης έκτασης γης. «Μιλάμε για κρατική χρηματοδότηση ενός επί της ουσίας ιδιωτικού επιχειρηματικού πρότζεκτ. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση, τα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα της περιοχής μπαίνουν μπροστά ως “βιτρίνα” σε ένα εταιρικό σχήμα στο οποίο τον αποφασιστικό λόγο θα τον έχει ο ΣΒΕ, ο ΣΕΒΕ και μεγάλες επιχειρήσεις» σημείωσε ο Σ. Αβραμόπουλος, αναφέροντας ότι «το ακίνητο που παραχωρείται στην ΕΑΝΕΠ για την εγκατάσταση του τεχνολογικού πάρκου έχει σημαντικά προβλήματα από την άποψη της αντισεισμικής και αντιπλημμυρικής προστασίας, τα οποία για να αντιμετωπιστούν απαιτείται επιπλέον χρηματοδότηση την οποία τελικά θα πληρώσουμε όλοι μας μέσω της φορολογίας». Θετικά είχε γνωμοδοτήσει και ο Δήμος Θερμαϊκού.
Τσιμέντο σε μια περιοχή υψηλού κινδύνου για πλημμύρες
Στη διαβούλευση για την Αναθεώρηση των Στρατηγικών Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων για το Υδατικό Διαμέρισμα Κεντρικής Μακεδονίας αναφέρονται ως κυριότερα θέματα της Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας η ανύψωση της Μέσης Στάθμης Θάλασσας σε περιοχές της παραλιακής ζώνης του κόλπου Θεσσαλονίκης και κυρίως στις περιοχές Λουδία, Καλοχωρίου και τους παραλιακούς οικισμούς Αγία Τριάδα, Περαία και Νέοι Επιβάτες. Επιπλέον, με βάση τις αναλύσεις επικινδυνότητας εκτιμάται ότι υπάρχει υψηλός κίνδυνος πλημμύρας στη διασταύρωση του ποταμού Ανθεμούντα με την Ε.Ο. Θεσσαλονίκης – Ν. Μουδανιών και στην περιοχή πλησίον του αεροδρομίου Μακεδονία.
Από τις μελέτες που έχουν γίνει στα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά της λεκάνης απορροής παρατηρείται ότι έχουν προκληθεί πλημμυρικά φαινόμενα οξείας αιχμής και μεταφορά φερτών ακόμη και από βροχόπτωση μέτριας σημαντικότητας. Οι κυρίαρχες χρήσεις γης που επηρεάζονται είναι πυκνές καλλιέργειες και χορτολιβαδικές εκτάσεις και σε μικρότερο ποσοστό αστικές περιοχές. Τα μεγέθη του βάθους και της ταχύτητας ροής είναι σημαντικά ώστε να προκαλέσουν ζημιές. Μάλιστα, σύμφωνα με το Σχέδιο Διαχείρισης Κινδύνου Πλημμυρών, έχουν αναφερθεί προβλήματα πλημμύρας στους οικισμούς Θέρμης και Βασιλικών. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι η περιοχή της Θέρμης, όπου πρόσφατα καταγράφηκε σημαντικό πλημμυρικό γεγονός (7/9/2016), εμφανίζεται σε όλα τα πλημμυρικά σενάρια ως περιοχή με πολύ υψηλό κίνδυνο.
Σημαντικό επίσης είναι ότι η ίδια η Στρατηγική Προσαρμογής στην Κλιματική Αλλαγή της Ευρωπαϊκής Ένωσης που διαμορφώθηκε τον Φεβρουάριο του 2021 λαμβάνοντας υπόψη της την σταδιακή άνοδο της στάθμης της θάλασσας στις παράκτιες περιοχές προτείνει την προώθηση λύσεων με βάση τη φύση σε μεγαλύτερη κλίμακα, κάτι που θα αύξανε την ανθεκτικότητα στο κλίμα και θα συνεισέφερε σε πολλούς στόχους της Πράσινης Συμφωνίας. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται οι πρακτικές προστασίας και αποκατάστασης υγροτόπων, παράκτιων και θαλάσσιων οικοσυστημάτων.
«Η χρήση λύσεων που βασίζονται στη φύση στην ενδοχώρα, συμπεριλαμβανομένης της αποκατάστασης της σπογγοειδούς λειτουργίας των εδαφών, θα ενισχύσει την παροχή καθαρού, γλυκού νερού και θα μειώσει τον κίνδυνο πλημμύρας» σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Ερώτημα, έτσι, παραμένει με ποιον τρόπο συνδυάζονται οι ευρωπαϊκές και εθνικές κατευθύνσεις περι «ανθεκτικότητας» των πόλεων με μια εκ νέου πυκνή δόμηση μιας μεγάλης παράκτιας έκτασης εξαιτίας του ThessINTEC σε μια περιοχή που ήδη έχει υποστεί αλλοιώσεις και δόμηση στο μεγαλύτερο μέρος της. Ερώτημα, επίσης, αποτελεί και το αν παραβιάζονται η ευρωπαϊκή Οδηγία 2000/60/ΕΚ που εντάσσει στους στόχους προστασίας της τα υδάτινα σώματα όπως οι υγρότοποι αλλά και η κατεύθυνση του ΟΗΕ για αποκατάσταση των οικοσυστημάτων, καθώς και ο τελευταίος ευρωπαϊκός νόμος αποκατάστασης της φύσης.
Τέλος, μεγάλο ζήτημα στην περιοχή αποτελεί η υφαλμύρωση εκτεταμένων περιοχών της κοιλάδας του Ανθεμούντα και ιδιαίτερα στην περιοχή της Περαίας λόγω υπεράντλησης των υπόγειων υδάτων για την εξυπηρέτηση των αναγκών της γεωργίας. Κατά συνέπεια και με βάση επιστημονικές εργασίες (Ναγκούλης και Λουπασάκης, 2001), οι ενέργειες που ανεξέλεγκτα λαμβάνουν χώρα εδώ και δεκαετίες έχουν καταστήσει ακατάλληλη για δόμηση την περιοχή. Στην παρέμβαση του περιοδικού «Οικοτοπία» στη δημόσια διαβούλευση επί της ΣΜΠΕ για το ThessINTEC συμπεραίνεται ότι η εκτεταμένη υφαλμύρωση αυξάνει τον κίνδυνο της καθίζησης εδάφους και καθιστά την περιοχή ακατάλληλη για δόμηση κάτι που τονίζεται και στην ίδια την ΣΜΠΕ. Σε αυτήν αναφέρονται, μεταξύ άλλων οι ιδιαίτερα δυσμενείς γεωτεχνικές συνθήκες του επιφανειακού υπεδάφους και προτείνονται κατάλληλες εργασίες σταθεροποίησής του. Ωστόσο η εν λόγω μελέτη δείχνει να προσπερνά θεμελιώδη ζητήματα ασφαλείας σχετικά με τη δόμηση εντός υγροτόπου ενώ παράλληλα υποβαθμίζονται ως «αμελητέες» οι επιπτώσεις που θα προκύψουν στα πουλιά από την πλήρη, ολοσχερή και μη αντιστρεπτή καταστροφή του υγροτόπου.
Και ενώ είναι προφανές ότι εκατομμύρια θα δοθούν για να επιχειρηθεί η δόμηση του υγρότοπου, μια πρακτική με υψηλό περιβαλλοντικό κόστος που ταυτόχρονα συνιστά και εμπόδιο στις προσπάθειες αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, πλήθος εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών κτιρίων σε όλη την πόλη συνεχίζουν να παραμένουν σε αχρηστία.
Η κατεύθυνση της επανάχρησης τέτοιων ακινήτων δεν έρχεται μόνο ως παράδειγμα από το εξωτερικό αλλά έχει ήδη αρχίσει να υλοποιείται αποσπασματικά στην Ανατολική Θεσσαλονίκη (π.χ. το κτίριο της Pfizer) όσο και στην υπόλοιπη χώρα (π.χ. στην οδό Πειραιώς αλλά και πιο κεντρικά, στον Πειραιά.
Στην περίπτωσή, όμως, του ThessINTEC, κόντρα σε κάθε κοινή λογική προσπάθειας υλοποίησης πρακτικών στο πλαίσιο της περιβαλλοντικής προστασίας, προτιμάται το χτίσιμο στις λάσπες. Και μάλιστα υπό τον μανδύα της καινοτομίας!
Έρευνα-επιμέλεια κειμένου: Ιάσων Μπάντιος, Σταυρούλα Πουλημένη, Τηλέμαχος Φασούλας
Η συνέχεια της έρευνας: Θερμαϊκός κόλπος: Ένα πολύτιμο οικοσύστημα σε κίνδυνο
Η έρευνα του ανεξάρτητου συνεργατικού μέσου Alterthess με τίτλο «Αστική ανθεκτικότητα, κλιματική ουδετερότητα, η περίπτωση της Θεσσαλονίκης» πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη του ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ/Παράρτημα Ελλάδας. Δείτε ολόκληρη την έρευνα εδώ.