in

Τέλος εποχής για το πανεπιστήμιο, αρχή μίας νέας εποχής για την πόλη. Του Θανάση Δημάκα

Πανεπιστημιακή Αστυνομία και νέο πλαίσιο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση

Φτάσαμε λοιπόν σε ένα ακόμα τέλος εποχής. Το Πανεπιστήμιο όπως το γνωρίσαμε, όπως πετύχαμε μέσα από κοινωνικές διεκδικήσεις και αγώνες να γίνει, τελείωσε. Γιατί δεν χωρά αμφιβολία πως ότι ξέραμε, από αύριο, από τώρα, το ξεχνάμε.

Το κείμενο αυτό δεν έχει χαρακτήρα επικήδειου για το Πανεπιστήμιο που χάνουμε. Ακόμα και αν φαντάζει ως επικήδειος λόγος, δεν είναι αυτός ο στόχος. Στόχος, ωστόσο της κυβέρνησης ήταν να κλείσει ο ιστορικός κύκλος του ελεύθερου Πανεπιστημίου. Ενός κύκλου στον οποίο κοινωνικοί αγώνες και πανεπιστημιακοί χώροι ήταν έννοιες και τόποι συνυφασμένοι, αλληλένδετοι.

Άλλωστε, το καθεστώς λειτουργίας των Πανεπιστημίων δεν είναι απλά ένα ακόμα επίκαιρο ζήτημα. Παραδοσιακά, σε βάθος δεκαετιών, έχει συσχετιστεί με σημαντικά ιστορικά γεγονότα τόσο στο εξωτερικό (π.χ Μάης ‘68) όσο και την Ελλάδα (καταλήψεις Νομικής και Πολυτεχνείου κατά τη διάρκεια της χούντας).

Ανά τακτά χρονικά διαστήματα εκκινείται η συζήτηση γύρω από το πλαίσιο λειτουργίας των πανεπιστημιακών χώρων. Ως αφορμή για τις συζητήσεις αυτές είναι -σχεδόν- πάντα η αλλαγή συσχετισμών, η επικυριαρχία εντός των χώρων και ο καθορισμός -ή καλή ώρα- ο περιορισμός των ελευθεριών. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα: ο συσχετισμός δυνάμεων είναι σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο υπέρ της Νέας Δημοκρατίας, η οποία θέλει να το καρπωθεί πολιτικά με την αλλαγή του πλαισίου και την ίδρυση της πανεπιστημιακής αστυνομίας.

Όταν λέμε πως η Νέα Δημοκρατία έχει τον συσχετισμό δυνάμεων στα δύο επίπεδα, πολιτικό και κοινωνικό, αναφερόμαστε στο πρώτο υπό στενή έννοια καθώς είναι κυβέρνηση και αφετέρου κοινωνικά, στο γεγονός πως για μεγάλο μέρος της κοινωνίας -έξω και πέρα από τον κύκλο ή το timeline του καθένα και της καθεμίας μας, έξω και πέρα από τον μικρόκοσμο αναλογικοτήτων, κομμάτων και φορέων- η σύσταση πανεπιστημιακής αστυνομίας και η παρουσία-δράση τους εντός των πανεπιστημιακών χώρων δεν είναι κάτι αρνητικό (το λιγότερο). Η θέση-άποψη του κόσμου γύρω από το ζήτημα δεν είναι τυχαία, αντιθέτως είναι απόρροια ενός καλοδουλεμένου και μακροχρόνιου σχεδιασμού από πλευράς Νέας Δημοκρατίας -και των συν αυτής- που θα παρουσιάσουμε εν συνεχεία.

Το σχέδιο νεοφιλελευθεροποίησης της παιδείας -γιατί περί αυτού πρόκειται- «τρέχει» εδώ και χρόνια, όχι μόνο από το κυβερνών κόμμα αλλά εν γένει από τον δεξιό, καράδεξιο (sic) και ακροδεξιό χώρο. Για να οικοδομηθεί η νεοφιλελευθεροποιημένη τριτοβάθμια εκπαίδευση (εμπορευματοποίηση, εγκαθίδρυση πανοπτικών συστημάτων παρακολούθησης και καταγραφής, περιστολή δικαιωμάτων και ελευθεριών εντός των πανεπιστημιακών χώρων κ.ά), χρειάστηκαν πυλώνες, για την ακρίβεια χρειάστηκε να κυριαρχήσουν για μεγάλο χρονικό διάστημα στη δημόσια σφάιρα αλλά και στην ακαδημαϊκή κοινότητα δύο δόγματα: αυτό της (ψεύτο)αριστείας και αυτό του «νόμου και τάξης».

Η Νέα Δημοκρατία εδώ και χρόνια συντηρεί και προσπαθεί να μονοπωλήσει τη συζήτηση περί «ασφάλειας» στο δόγμα «νόμος και τάξη». Το φαινόμενο αυτό δεν είναι νέο, ενδεικτικά αναφέρουμε τις επιχειρήσεις σκούπα στο κέντρο της Αθήνας που μόνο επικοινωνιακές φιέστες μπορούν να θεωρηθούν -μάλλον ο δεξιός χώρος έχει εθιστεί στις φιέστες στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας αν κρίνουμε από τα επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία εγκαίνια της ανανεωμένης πλατείας Ομονοίας από τον δήμαρχο Μπακογιάννη- ή ένα ακόμα παράδειγμα την συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής τον Μάρτιο του 2016  όταν μετά από πρόταση του τότε αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης Κυριάκου Μητσοτάκη για τη διεξαγωγή προ ημερήσιας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή με θέμα την «ασφάλεια των πολιτών». Με επιστολή του προς τον πρόεδρο της Βουλής στη βάση του εξής επιχειρήματος: «γίνεται αναπόδραστη η ανάγκη εξέτασης του ζητήματος ασφάλειας στις νέες συνθήκες που βιώνει η χώρα εξ’ αιτίας της δραματικής κατάστασης στο προσφυγικό -μεταναστευτικό». Με λίγα λόγια παρατηρούμε την επανάληψη του μοτίβου η δεξιά να θέλει να πρωταγωνιστεί γύρω από την ασφάλεια των πολιτών, γεγονός που ισχύει και εκτός Ελλάδας (βλ. Όρμπαν, Μακρόν). Αν ανατρέξουν στο πρόσφατο παρελθόν θα βρούμε πάμπολλες τοποθετήσεις δεξιών και ακροδεξιών πολιτικών όπως ο Καμμένος, ο Καρατζαφέρης, ο Μιχαλολιάκος, ο Σαμαράς κ.ά, για την αναγκαιότητα «πάταξης του άβατου των Εξαρχείων», την «ανομία στο κέντρο της Αθήνας», τους «θύλακες εγκληματικότητας εντός των ΑΕΙ» κ.λπ. Πιστεύουμε πως έγινε σαφές το πλαίσιο -χρονικό και πολιτικό- μέσα στο οποίο δομήθηκε και κυριάρχησε κοινωνικά η ανάγκη -ή και επιθυμία- για ασφάλεια. Προσοχή όμως, όχι για μία γενική και αφηρημένη ασφάλεια, αλλά για μία ασφάλεια υπό αυτούς τους όρους, με αυτούς τους στόχους.

Κατ’αναλογία, το ίδιο συνέβη και με την «αριστεία». Για χρόνια, ίσως δεκαετίες, η δεξιά παραδόξως πως -γιατί δεν εξηγείται λογικά πως μπορεί η παράταξη των «γαλάζιων παιδιών», των φωτογραφικών διατάξεων και διορισμών, της αδιαφάνειας κ.λπ.- φαντάζει να διαθέτει -και- το μονοπώλιο της αριστείας. Δεν θα υπεισέλθουμε στη διαδικασία να απαριθμήσουμε τις περιπτώσεις που ακυρώνουν τη θέση τους αυτή, θα αρκεστούμε στο να ορίσουμε πως η δική τους αριστεία είναι για στην πραγματικότητα ψεύτο-αριστεία. Το σημαντικό όμως είναι πως στη συνείδηση του κόσμου και εν μέρει της ακαδημαϊκής κοινότητας επικράτησε η άποψη πως χρειάζεται μια ρύθμιση «προς το άριστον». Πρακτικά αυτό διευκόλυνε το άλλο σκέλος της νεοφιλελευθεροποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης -και μάλιστα αυτό το σκέλος πραγματώθηκε ευκολότερα-, έτσι βλέπουμε σήμερα ρυθμίσεις όπως η διαγραφή των αιώνιων φοιτητών, η ποσοτικοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, η εξίσωση ΑΕΙ και κολεγίων κ.ά, να γίνονται πραγματικότητα εν μια νυκτί και χωρίς επικοινωνιακό (προφανώς) και εκλογικό κόστος, να θεωρούνται «κανονικότητα» και να νομοθετούνται πολιτικά αναίμακτα.

Είναι σημαντικό να έχουμε τα παραπάνω κατά νου, τόσο για την πληρέστερη κατανόηση όσων αναφερθούν όχι μόνο στο συγκεκριμένο κείμενο αλλά και στην ευρύτερη συζήτηση που έχει ανοίξει γύρω από το πανεπιστήμιο, την πανεπιστημιακή αστυνομία, το συνολικό ρυθμιστικό πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση,

Στα του κειμένου τώρα, πρόθεση μας είναι – αφού παρουσιάσαμε συνοπτικά το πλαίσιο μέσα στο οποίο διεξάγεται η συζήτηση- όχι απλά να καταδείξουμε την έντονη πολιτική μας αντίθεση προς το νέο καθεστώς που διαμορφώνεται και αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, ούτε να προσθέσουμε ένα ακόμα κείμενο καταδίκης (έχει γίνει αυτό ήδη άλλωστε) αλλά να εστιάσουμε σε δύο τομείς που θεωρούμε πως πλήττονται ισχυρά από το νομοσχέδιο.

Το αυτοδιοίκητο του πανεπιστημίου και την αλληλεπίδραση πανεπιστημιου-κοινωνίας-πόλης. Είναι σημαντικό να τονιστεί -και θεωρούμε πως δεν έχει επισημανθεί όσο θα έπρεπε, εξ ού και η ύπαρξη του παρόντος κειμένου- πως τόσο το αυτοδιοίκητο όσο και η σχέση πανεπιστημιου-πόλης, χτυπιούνται στην καρδιά τους. Βρίσκονται στο επίκεντρο της επίθεσης που προκαλεί το νομοσχέδιο αλλά και ευρύτερα το νέο πλαίσιο που δημιουργείται γύρω από τα πανεπιστήμια.

Πριν προχωρήσουμε στην ανάλυση επί των παραπάνω οφείλουμε να κάνουμε κάποιες παραδοχές, να φανούμε ειλικρινείς απέναντι στο θέμα αλλά και τους εαυτούς μας.

Το ότι το νομοσχέδιο (σε λίγο νόμος, άρα πραγματικότητα) βρίθει αστοχιών, αντιφάσεων και ιδεοληπτικών εμμονών είναι πασιφανές. Υπάρχουν σειρά αξιόλογων άρθρων -αλλά και συλλογικών κειμένων της ακαδημαϊκής κοινότητας- που έχουν εστιάσει στο λογικό παράλογο της «σπατάλης» κονδυλίων που προορίζονται για την έρευνα για την σύσταση της πανεπιστημιακής αστυνομίας φερ’ειπείν ή στις προεκτάσεις-παρεμβάσεις που (θα) επιφέρουν τα συστήματα ελεγχόμενης εισόδου και καταγραφής [tracking][1] στους πανεπιστημιακούς χώρους. Δεν θα επεκταθούμε περαιτέρω καθώς τα παραπάνω και έχουν αναφερθεί και αλληλοκαλύπτονται με όσα θα παραθέσουμε στη συνέχεια.

Αυτοδιοίκητο

Εκκινώντας από το ζήτημα της συνταγματικότητας, είναι ευρέως γνωστό ότι βάσει του ελληνικού Συντάγματος (αρθρ. 16) αλλά και της εν γένει νομικής παράδοσης, το Πανεπιστήμιο λειτουργεί με αυτοδιοικητική μοντέλο, εντός ενός ελαστικού πλαισίου λειτουργίας. Ή μάλλον λειτουργούσε.

Με το προς ψήφιση νομοσχέδιο αλλά και με πληθώρα άλλων προγενέστερων κινήσεων (κατάργηση ασύλου, διαρκής υποχρηματοδότηση, παραχώρηση αρμοδιοτήτων σε ιδιώτες κ.ά)  ο αυτοδιοίκητος χαρακτήρας του Πανεπιστημίου μειώνεται διαρκώς, συστέλλεται εδώ και δεκαετίες το πλαίσιο ελευθερίας και αυτονομίας. Στη νέα πραγματικότητα, θα περισταλεί ακόμα περισσότερο, θα καταργηθεί. Όχι μόνο στα χαρτιά αλλά στην πράξη.

Το αν η περιστολή φτάνει -υπό νομικούς όρους- στην κατάργηση/αναστολή του αυτοδιοίκητου μένει να φανεί.

Άρα; Ή όπως αναρωτήθηκε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης: που βαδίζουμε κύριοι;

Φτάνουμε, ή μάλλον φτάσαμε, σε ένα ριζικό μετασχηματισμό του εκπαιδευτικού συστήματος της χώρας. Με λίγα λόγια, η νεοφιλελεύθερη προσέγγιση[2] της κυβέρνησης παίρνει τώρα σάρκα και οστά και δεν περιορίζεται όπως επισημάναμε ήδη, μόνο στη σύσταση και λειτουργία της πανεπιστημιακής αστυνομίας.

Αναλογιζόμενοι, ακολούθως, τον πολύπλευρο ρόλο που διαδραματίζει το Πανεπιστήμιο ως χώρος μάθησης, έκφρασης, κοινωνικοποίησης, πολιτικής ζύμωσης κ.ο.κ., θεωρούμε ότι η ύπαρξη εντός των χώρων των Πανεπιστημίων της ειδικής αστυνομίας στενεύει κι άλλο τον ήδη περιορισμένο ελεύθερο χώρο, οδηγώντας εν τέλει σε ασφυξία όχι μόνο το αμιγώς πολιτικά αυτοδιοίκητο του πανεπιστημίου αλλά και το θεσμικό του status.

Κακά τα ψέματα, όσο και αν έχει προσπαθήσει η κυβέρνηση να πασπαλίσει με φιλελεύθερα τσιτάτα την πραγματικότητα, αυτή παραμένει μία: η πανεπιστημιακή αστυνομία όχι μόνο θα καταστέλλει αλλά θα συναποφασίζει για το πως, πότε, που και γιατί θα γίνεται κάτι εντός πανεπιστημίου. Με τον τρόπο αυτό, διαρρηγνύεται ο δεσμός κοινωνίας-Πανεπιστημίου, ένας δεσμός που είναι ζωτικής σημασίας και για τα δύο μέρη.

Πρακτικά, η εφαρμογή κάρτας εισόδου ή οι πρακτικές face control περιορίζουν σε μεγάλο βαθμό το ποιος/ποιοι έχουν πρόσβαση στους χώρους των Πανεπιστημίων. Είναι γεγονός ότι οι χώροι αυτοί λειτουργούν και σαν εστίες πολιτισμικών, πολιτικών, καλλιτεχνικών και αθλητικών (μεταξύ άλλων) εκδηλώσεων, στις οποίες συμμετέχουν και πολίτες-άτομα που δεν είναι μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας που δεν θα διαθέτουν δηλαδή την περιβόητη κάρτα εισόδου. Η εφαρμογή των νέων μέτρων θα έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό τους από τα δρώμενα αυτά. Κάτι τέτοιο, εκτός του ότι είναι κραυγαλέα αντικοινωνικό είναι και πολιτικά στοχευμένο καθώς είναι συγκεκριμένος ο ιδεολογικός χώρος που δεν επιθυμεί την διάδραση-συσχέτιση μεταξύ ακαδημαϊκής κοινότητας και κοινωνίας. Άλλωστε, γνωρίζουμε καλά, ότι πρωταρχικό και κυρίαρχο αποδέκτη αυτών των μέτρων αποτελούν τα Πανεπιστήμια που βρίσκονται εντός αστικού ιστού (ΑΣΟΕΕ, Νομική, Πολυτεχνείο, ΑΠΘ), τα οποία ας μην ξεχνάμε ότι διαδραμάτισαν κομβικό ρόλο και αποτέλεσαν χώρους πολιτικής ζύμωσης, ελευθερίας και έκφρασης στους αγώνες των προηγούμενων ετών, από τα φοιτητικά του 2006-2007 έως την εξέγερση του Δεκέμβρη 2008.

Πέραν των ίδιων των πανεπιστημιακών χώρων η ύπαρξη της νεοσύστατης ομάδας φρούρησης αλλά και η τοποθέτηση και λειτουργία προηγμένων τεχνολογικών συστημάτων καταγραφής θα επηρεάσει αναπόφευκτα και σε μεγάλο βαθμό και τις γύρω περιοχές. Δεν είμαστε σε θέση να μαντέψουμε αν όντως θα έχουμε να κάνουμε με έναν νέο, διαφορετικού τύπου και έκτασης εξευγενισμό, αλλά πιστεύουμε ακράδαντα πως οι περιοχές γύρω από τις σχολές θα αλλοιωθούν σε μεγάλο βαθμό, μέσα σε ένα εύλογο διάστημα εφαρμογής του νόμου.

Είναι αδύνατο μία ριζική μεταμόρφωση σημαντικών δημόσιων χώρων που επηρεάζουν τη ζωή της πόλης να μην συμπαρασύρουν και τις όμορες τους περιοχές.

Οι επιπτώσεις μπορεί να είναι ποικίλες και να φανούν σε μία ευρεία φάσμα δραστηριοτήτων, συνθηκών και συνηθειών (κλάδων της καθημερινής ζωής). Από την αύξηση των ενοικίων μέχρι την περαιτέρω επέκταση των καταγραφικών μηχανημάτων και πρακτικών. Από τον αποκλεισμό των «έξωπανεπιστημιακών» από τις πολιτικές και πολιτισμικές δραστηριότητες και εκδηλώσεις εντός των σχολών.

Πέραν λοιπόν των νομικών αποτελεσμάτων, παρεμπόδιση ελεύθερης παρουσίας σε δημόσιους χώρους κ.λπ, το νέο πλαίσιο ανοίγει ένα μείζον πολιτικό και κοινωνικό ζήτημα: αυτό της ίδια της ταυτότητας της πόλης/των πόλεων. Κατά την άποψη μας, η «αλλαγή χρήσης» του δημόσιου χώρου που είναι τα Πανεπιστήμια είναι μία ακόμα πτυχή ενός γενικευμένου μετασχηματισμού της πόλης και θα πρέπει να συνδεθεί και με άλλα θέματα που έχουν τεθεί ή θα τεθούν στο επίκεντρο στο μέλλον όπως λ.χ το πως αξιοποιούνται δημόσιοι χώροι όπως ο Λόφος του Στρέφη, ο Λυκαβηττός, το πόσο εύκολα μπορεί να απειληθούν χώροι όπως το πάρκο ΕΠΟΝ[3] και το πάρκο Βουρνάζου[4]  ή το τι θα γίνει ο χώρος της ΔΕΘ. Τα παραπάνω ωστόσο είναι τροφή για σκέψη -και δράση- και μέρος μίας ευρύτερης συζήτησης που ευελπιστούμε να ανοίξει σύντομα.

Για μας είναι ξεκάθαρο πως η στόχευση της κυβέρνησης είναι διττή. Αφενός να «βάλει τέλος στα φαινόμενα ανομίας εντός των πανεπιστημίων», αφετέρου να βάλει -στις καρδιές των πόλεων- μία επιπρόσθετη αστυνομική δύναμη.

Εκλαϊκεύοντας θα λέγαμε πως στοχεύει να πιάσει με έναν σμπάρο δύο τρυγόνια. Δεν υπάρχει άλλωστε νομική δέσμευση για την παρουσία και άλλων αστυνομικών δυνάμεων εντός των πανεπιστημιακών χώρων ούτε της παρουσίας της πανεπιστημιακής αστυνομίας έξω από αυτούς.  Ακόμα και στην περίπτωση κάποιου καλόπιστου -ίσως και αφελούς- αντεπιχειρήματος πάνω σε αυτό, θεωρούμε πως το γεγονός και μόνο πως υπάρχει συναρμοδιότητα των Υπουργείων Προστασίας του Πολίτη και του Υπουργείου Παιδείας, λήγει μία και καλή τη συζήτηση επί τούτου.

Προηγουμένως τονίσαμε πως πρέπει να είμαστε ειλικρινείς και προς τους εαυτούς μας. Ίσως αυτό να είναι και το πιο δύσκολο σκέλος σε μία αποτίμηση κατάστασης (σε προσωπικό, κοινωνικό ή πολιτικό επίπεδο), αλλά πρέπει να γίνει. Αν θέλουμε να είμαστε σε θέση να διατυπώσουμε μια ριζική, τίμια και ολοκληρωμένη κριτική λ.χ πρέπει να διέλθουμε και αυτή τη στενωπό. Εν προκειμένω, κάπως λακωνικά και απότομα σχεδόν ωμά, πρέπει να παραδεχτούμε πως έχουμε το δίκιο με το μέρος μας, αλλά στα μέρη μας δεν είμαστε το δίκιο.

Συμφωνούμε και εμείς, θέλει επεξήγηση η παραπάνω μη-φράση.

Όπως σε όλα τα ζητήματα θα πρέπει και σε αυτό να είμαστε ειλικρινείς: όλοι εμείς που πιστεύουμε πολιτικά και πρακτικά σε ένα μαζικό, ανοιχτό και ελεύθερο -από όλες τις έννοιες- έχουμε ένα μεγάλο πλεονέκτημα, πως η ακαδημαϊκή κοινότητα σχεδόν καθολικά αλλά σίγουρα πλειοψηφικά είναι κατά του νομοσχεδίου. Όχι μόνο κατά της Πανεπιστημιακής Αστυνομίας, αλλά γενικά του νομοσχεδίου.

Αντίθετα, για να είμαστε ειλικρινείς όπως προλέχθηκε, η πλειονότητα της κοινωνίας δεν προκύπτει από πουθενά πως είναι κατά. Ίσα ίσα τα δείγματα γραφής, η απήχηση που είχαν αντίστοιχα μέτρα όπως η κατάργηση του ασύλου κ.ά, επιβεβαιώνουν πως το μεγάλο, το μεγαλύτερο μέρος της κοινωνίας δεν είναι μαζί μας. Δυστυχώς η αποκαλούμενη «κοινή γνώμη» είναι υπέρ ή εν τέλει δεν αποτελεί για αυτή μείζον ζήτημα ούτε η σύσταση πανεπιστημιακής αστυνομίας ούτε συνολικά το νέο πλαίσιο που διαμορφώνει η κυβέρνηση για τα ΑΕΙ.

Συνεχίζοντας τον αγώνα ειλικρίνειας πρέπει να πούμε και το εξής: νίκη δεν είναι το σπάσιμο της απαγόρευσης κυκλοφορίας μέσω των διαδηλώσεων, ούτε πως οι πορείες ήταν -δεδομένης της συγκυρίας- πολυπληθείς, αλλά η πρακτική κατάργηση του νόμου. Όχι ψέματα, η κατάργηση του νόμου είναι άλλο κεφάλαιο. Ορθότερα η μη εφαρμογή του. Το πως θα γίνει αυτό είναι επίσης άλλο κεφάλαιο, για την ακρίβεια: άλλο βιβλίο. Ο δρόμος πάντως περνάει από την αυτοδιαχείρηση, που πλέον λόγω και της συστολής του αυτοδιοίκητου, φαντάζει ως τη μόνη λύση για την επαναφορά του ελευθέρου, ανοικτού πανεπιστημίου.

Ως υποκείμενα που ζουν και δραστηριοποιούνται μέσα στο Πανεπιστήμιο, στεκόμαστε ενάντια στην εκμηδένιση της πολιτικής και κοινωνικής ελευθερίας εντός των πανεπιστημιακών χώρων που προκύπτει από τη σύσταση της πανεπιστημιακής αστυνομίας αλλά και την ευρύτερη πολιτική που έχει εφαρμοστεί ως προς την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Για εμάς, το Πανεπιστήμιο υπήρξε και μπορεί να υπάρξει ζωντανό μόνο με την ακαδημαϊκή κοινότητα ελεύθερη να συμπράξει, να δημιουργήσει, να αντισταθεί μαζί με την κοινωνία μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους. Καλούμαστε λοιπόν, σε αυτήν την κρίσιμη συνθήκη έντονων κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, να συνεχίσουμε να υπερασπιζόμαστε ένα Πανεπιστήμιο ανοιχτό στην κοινωνία και μία κοινωνία ανοιχτή και ελεύθερη στο να αλληλεπιδράσει με το πανεπιστήμιο.

[1] Ενδεικτικά: https://alterthess.gr/i-niki-kerameos-prospathei-na-mas-poylisei-oti-kai-i-ibm-anasfaleia-toy-antoni-fara/

[2] Η οποία προφανώς αποτυπώνεται σε αρκετούς τομείς όπως η εργασία, οι ιδιωτικοποιήσεις, ο εξορθολογισμός (βλ. ΕΛΤΑ).

[3] https://www.efsyn.gr/ellada/koinonia/276180_i-plateia-epon-na-mi-ginei-polykatoikia

[4] https://www.efsyn.gr/ellada/koinonia/276180_i-plateia-epon-na-mi-ginei-polykatoikia

 

*Ο Θανάσης Δημάκας είναι νομικός και μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Kaboom

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Μεσοτοιχίες

Σύλλογος Φίλοι του Περιβάλλοντος Ιερισσού: Ο «χρυσός» και οι «άδειοι τενεκέδες»