Συγγραφείς και Κομμούνα: ο λόγος της απόρριψης

Μια επιτροπή δολοφόνων, μια συμμορία αγυρτών, μια κυβέρνηση του εγκλήματος και της παράνοιας, Aνατόλ Φρανς, συγγραφέας [ για την Κομμούνα]

Η εμπειρία της παρισινής Κομμούνας υπήρξε τραυματική για την πλειονότητα των Γάλλων συγγραφέων. Με λίγες εξαιρέσεις, όπως αυτή του ποιητή Πωλ Βερλαίν ή του πεζογράφου Ζυλ Βαλές, οι «άνθρωποι της πένας» αντιμετώπισαν εχθρικά την Κομμούνα και τον λαό της. Οι κρίσεις τους, καταδικαστικές στον έναν ή στον άλλον βαθμό, δεν εκτέθηκαν πάντοτε σε δημόσια κείμενα, σε άρθρα και βιβλία αλλά ξετυλίγονται και στην αλληλογραφία με ομότεχνους και φίλους. Και τα ονόματα των τιμητών της Κομμούνας είναι πολλά και σημαντικά: Γκυστάβ Φλωμπέρ, Γεωργία Σάνδη, Θεόφιλος Γκωτιέ, Σαιν Βικτόρ, Ιππόλυτος Ταιν, Ερνέστ Ρενάν, Λεκόντ ντε Λιλ, Εντμόντ ντε Γκονκούρ, Κατούλ Μαντές, Μαξίμ Ντυ Καν…

Η αλληλογραφία, λόγου χάριν, του Φλωμπέρ με τη Γεωργία Σάνδη, ιδιαίτερα από τις μέρες του γαλλοπρωσικού πολέμου και μέχρι τις μέρες της αιματηρής καταστολής των εξεγερμένων είναι αποκαλυπτική για το βάθος και την ένταση της εναντίωσης των λογοτεχνών στις ιδέες και στις πρακτικές της Κομμούνας.

Πριν πάμε όμως στους (κακούς) χαρακτηρισμούς για αυτή την «αποτρόπαια εξέγερση», αξίζει να διακρίνουμε τρεις θεμελιώδεις στάσεις/ τοποθετήσεις έναντι της Κομμούνας και των υποκειμένων της. Η πρώτη στάση υπήρξε εμπαθώς απορριπτική και ευθύς εξαρχής εκτρέπεται στην πιο κραυγαλέα δαιμονοποίηση. Σε αυτή την περίπτωση η καταγγελία ισοπεδώνει τόσο τις ιδέες και τις αξίες του λαού της Κομμούνας όσο και τις συγκεκριμένες πολιτικές αποφάσεις αυτής της σύντομης λαϊκής εξουσίας.

Μια δεύτερη στάση, αρνητική και αυτή, εμφανίζεται περισσότερο μετρημένη υπό την εξής έννοια: διαχωρίζει τη σφαίρα του ιδεώδους από τις «τρελές» και «απαίσιες» πρακτικές. Ο συγγραφέας αυτής της κατεύθυνσης ισχυρίζεται συχνά ότι δεν απορρίπτει την «κοινωνική Δημοκρατία» (République sociale) αλλά τις «αναρχικές παρεκκλίσεις της». Δεν καταδικάζεται απερίφραστα η ευαισθησία για τη μοίρα του εργάτη αλλά στιγματίζεται η «χιμαιρική εξέγερση» η οποία απειλεί τον πολιτισμό και εκφράζει την αποχαλίνωση των πιο νοσηρών «υλιστικών» παθών.

Η πρώτη στάση, αυτή της χολερικής καταγγελίας, πρυτανεύει στους συγγραφείς της πολιτισμικής και ανθρωπολογικής απαισιοδοξίας, σε γραφίδες όπως του Φλωμπέρ ή του Θεόφιλου Γκωτιέ. Εδώ υπερχειλίζει το μίσος για τη δημοκρατία και η απροκάλυπτη περιφρόνηση για τις κατώτερες τάξεις και τα δικαιώματά τους. Η πολιτική ανάδυση των «από κάτω» εκλαμβάνεται ως μείζον πολιτισμικό δεινό το οποίο έρχεται να υποσκάψει τις φυσικές ιεραρχίες και τις νόμιμες θεσπίσεις του κοινωνικού βίου.

Η λιγότερο κραυγαλέα στάση απαντάται περισσότερο στους συγγραφείς με δηλωμένες «ρεπουμπλικανικές» ευαισθησίες ή ακόμα και σε ανθρώπους με καταβολές στη ρομαντική ανθρωπιστική Αριστερά του 1848. Εδώ μπορεί να συγκαταλεχτούν οι νεότεροι Ζολά και Ανατόλ Φρανς αλλά και η παλιά φυσιογνωμία της «προόδου» Γεωργία Σάνδη.

Τέλος μια διαφορετική στάση εκφράζει από μόνος του ο Βίκτωρ Ουγκό. Στη δική του περίπτωση η αφετηρία είναι η ηθικο-πολιτική αποδοκιμασία τόσο των «Βερσαλλιών» όσο και του «Παρισιού», δηλαδή και των δυο πόλων της σύγκρουσης. Η τραγωδία ωστόσο της κρατικής καταστολής και ο αιματηρός ρεβανσισμός των δυνάμεων της « τάξης και της νομιμότητας» θα κάνουν τον Ουγκό πρωτοστάτη μιας πολιτικής της αμνηστίας και της συγχώρεσης, μια σημαντική φωνή ηθικής συμπαράστασης στους διωκόμενους. Ο ίδιος θα συμπαρασταθεί έμπρακτα – και με οικονομική βοήθεια- στα θύματα της δίωξης και του εκτοπισμού.

Από μια άποψη οι 72 μέρες της παρισινής εξέγερσης θα αποτελέσουν το γεγονός με βάση το οποίο μεγάλη μερίδα των μοντέρνων συγγραφέων θα επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με την κληρονομιά των γαλλικών επαναστάσεων και τις κοινωνικές μεταρρυθμιστικές αξίες του δέκατου ένατου αιώνα. Οι έννοιες και συγχρόνως μυθικές αναφοράς του λαού, του προλετάριου, της ισότητας, του «κοινωνικού προβλήματος» και εν τέλει η ίδια η έννοια της δημοκρατίας θα κριθούν μέσα – και με τους όρους- του φόβου και των πανικών που προκάλεσε η Κομμούνα. Τόσο η ακραία επίθεση στον λαό της Κομμούνας όσο και η πιο περίτεχνη ηθική και πολιτική απαξίωση αυτού του λαού, εγγράφονται στο πεδίο του ίδιου φόβου. Η γλώσσα της απόρριψης και του ηθικού στιγματισμού θα παγιωθεί άλλωστε σε στερεοτυπικά σχήματα. Για ένα μεγάλο τμήμα της λόγιας και λογοτεχνικής κοινότητας ο λαός της Κομμούνας δεν θα αναγνωριστεί ποτέ ως πολιτικός αντίπαλος αλλά ως εχθρός του ανθρώπινου πολιτισμού, ως βάρβαρος και «κάφρος» (Φλωμπέρ) ο οποίος πρέπει να μπει στη θέση του όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα.

«Τους βαρούν με τα πολυβόλα. Όταν άκουσα τον χαρμόσυνο ήχο, αισθάνθηκα ανακούφιση», έγραψε ο Εντμόν Ντε Γκονκούρ.

Άλλοι, όπως η Γεωργία Σάνδη, θα εκδηλώσουν ένα είδος πληγωμένης περιφρόνησης και μελαγχολικής αποστροφής. Ο κόσμος της Κομμούνας θα αντιμετωπιστεί πάντως ως παρασυρμένος όχλος και κακομαθημένο νήπιο που μεθοκοπά από χιμαιρικές ιδέες και «παλιάνθρωπους ηγέτες». Η αυστηρή τιμωρία και καταστολή της «τρέλας» κρίνεται, έστω με κάποιο πόνο ψυχής, ως απαραίτητη. Διατηρείται ωστόσο η ελπίδα στη θεραπεία της «πλάνης» και στην ηθική επανόρθωση των σφαλμάτων του λαού στο μέλλον.

«Το αιματοκύλισμα που μόλις υπέστη ο λαός του Παρισιού ήταν ίσως μια αποτρόπαια αναγκαιότητα για να ηρεμήσουν ορισμένοι από τους πυρετούς του. Τώρα θα δείτε αυτόν τον λαό να μεγαλώνει σε σοφία και λάμψη», έγραψε ο Ζολά.

Και από την άλλη πλευρά, αυτή των συγγραφέων της Αντίδρασης και της νοσταλγίας για τις αριστοκρατικές και ιεραρχικές αξίες, θα υπάρξει ένα απάνθισμα τερατολογίας:

Για τον Λεκόντ ντε Λιλ η Κομμούνα «υπήρξε η ένωση όλων των ξεπεσμένων, των ανίκανων, των φθονερών, των δολοφόνων και κλεφτών- κακοί ποιητές, κακοί ζωγράφοι, αποτυχημένοι δημοσιογράφοι, άνθρωποι της χαμηλότερης υποστάθμης». Ενώ για τον  Αλφόνς Ντωντέ οι άνθρωποι της Κομμούνας είναι «βρώμικα κολάρα, σκούφοι φρυγικοί, εκτροφείς σαλιγκαριών, σωτήρες του λαού, ξεπεσμένοι, ανίκανοι, τεμπέληδες. Γιατί οι εργάτες ανακατεύονται στην πολιτική;»

Ενώ και ο Αλέξανδρος Δουμά υιός θα αποφανθεί με πρωτοφανή σκληρότητα «δεν θα πούμε τίποτα για τα θηλυκά τους [ των κομμουνάρων] από σεβασμό προς τις γυναίκες, στις οποίες μοιάζουν μόνο όταν αυτά τα θηλυκά είναι νεκρά».

Η ρητορική των συγγραφέων επανέρχεται στα ίδια βασικά θέματα. Στην ανωριμότητα και στην βλακεία του «εργάτη», στην ανάγκη μιας «κυβέρνησης σοφών μανδαρίνων» (Φλωμπέρ), στη νοσταλγία για έναν κόσμο όπου ο καθείς γνωρίζει και αποδέχεται την κοινωνική και διανοητική του θέση δίχως «παράλογες απαιτήσεις». Σε αυτό το πλαίσιο ο παλιός ‘αντι-αστισμός’ του μποέμ συγγραφέα, του συγγραφέα-καλλιτέχνη, μεταστρέφεται σε συνηγορία της σύνεσης και της αποφυγής των «παθών», σε εγκώμιο ενός συντηρητικού πραγματισμού που θα ξυπνήσει τους παραπλανημένους Γάλλους από τους κακούς πυρετούς.

Ο Θιέρσος και η «συντηρητική Δημοκρατία» (République conservatrice) θα αποτελέσουν έτσι την «μοναδική επιλογή», έστω και δίχως ενθουσιασμό. Σύμφωνα με την Γεωργία Σάνδη η οποία στο σημείο αυτό εκπροσωπεί τη στάση των περισσότερων λογίων της εποχής, η «κοινωνική Δημοκρατία» είναι υπόθεση ενός μακρινού μέλλοντος. και ενός άλλου, αναμορφωμένου και αποθεραπευμένου από τα πάθη του, λαού. Η σωτηρία της Γαλλίας και η εθνική ενότητα επιτάσσουν την επιλογή του «στεγνού φιλελευθερισμού» απέναντι στους σύγχρονους βαρβάρους.

Σε τούτη την τοποθέτηση θα συναντηθούν, εν τέλει, οι διαφορετικές ‘φυλές’ της γαλλικής πνευματικής τάξης που θα τις φέρει κοντά η απέχθεια και η βαθιά περιφρόνηση για το επαναστατικό παράδειγμα του 1871.

 

 

 

 

Βιβλιογραφικά:

 

 

Charles Rhis, La Commune de Paris, Seuil, 1973.

Paul Lidsky, Les Écrivains contre la Commune, La Découverte, 1999.

Νικόλας Σεβαστάκης, Δοκιμές και Αναγνώσεις, εκδόσεις Opportuna, Πάτρα, 2011, (ιδ. σ. 82-90., 215-229).

Alphonse Daudet, Quarante Ans de Paris, 1857–1897, Genève, La Palatine, 1945

(ιδ.σ. 89–109)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Τι ήταν, λοιπόν, αυτή η Κομμούνα;

Ξεκινάει σήμερα η συζήτηση για την ψήφο εμπιστοσύνης.