in ,

Στα λάθος χέρια. Του Paolo Cacciari

Πηγή: comune-info.net, Μετάφραση: Καλλιόπη Ράπτη

Marcia Susa – Venaus dell’8 dicembre 2023. Foto di Luca Perino

Είναι αναγκαίο να συνειδητοποιήσουμε ότι όταν αναθέτουμε την φροντίδα των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ αυτών και της φύσης στους κυβερνητικούς μηχανισμούς των κρατών σημαίνει ότι οδηγούμε αυτήν την φροντίδα σε αδιέξοδο. Πρέπει να αντιστρέψουμε την προσέγγιση των προβλημάτων, γράφει ο Paolo Cacciari στο νέο τεύχος του περιοδικού Quaderni della decrescita. «Energia: quanta, quale, per chi» (Τετράδια της αποανάπτυξης. «Ενέργεια: πόση, ποια, για ποιον»).

Κι αν το σφάλμα ήταν ab origine; Κι αν η αιτία για τις τόσες τραγικές αποτυχίες δεν εξαρτάται ούτε από την ορθότητα της ανάλυσης της κατάστασης ούτε από την ορθότητα των στόχων που έπρεπε να επιτευχθούν1, αλλά από τη λανθασμένη διατύπωση του προβλήματος; Από την επιλογή, δηλαδή,  του ποιος και πώς πρέπει να ενεργήσει για να επιτευχθούν τα επιθυμητά αποτελέσματα; Όταν αναθέτεις τη φροντίδα των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων και μεταξύ αυτών και της φύσης στους κυβερνητικούς  μηχανισμούς των κρατών σημαίνει  ότι αυτήν την φροντίδα την οδηγείς σε αδιέξοδο. Είναι λάθος να περιμένουμε να λύσουν τις πλανητικές, ανθρώπινες και οικολογικές κρίσεις αυτοί που τις δημιούργησαν.

Οπότε, μάλλον, είναι απαραίτητο να αντιστρέψουμε την προσέγγιση των προβλημάτων. Να σταματήσουμε να αναθέτουμε τη λύση τους σε όσους κατέχουν θέσεις εξουσίας στην κορυφή της οικονομίας, της τεχνολογίας και της πολιτικής και αντί αυτού να τις εμπιστευτούμε στις κοινότητες που είναι εγκατεστημένες σε κάθε περιοχή2, στους πληθυσμούς που είναι άμεσα υπεύθυνοι για την καλή κατάσταση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπινων όντων και μεταξύ αυτών και των οικοσυστημάτων στα οποία ανήκουν.

  1. Η υγεία του Πλανήτη

Ας ξεκινήσουμε με την υγεία του πλανήτη. Όταν πριν από περίπου πενήντα χρόνια (ας πάρουμε ως συμβολικό σημείο αναφοράς την πρώτη διάσκεψη του ΟΗΕ για το «ανθρώπινο περιβάλλον» στη Στοκχόλμη το 1972) έγινε σαφές στον κόσμο ότι ο αντίκτυπος των οικονομικών δραστηριοτήτων στη βιόσφαιρα θα είχε καταστροφικές συνέπειες. Υπό την πίεση των ανήσυχων και οργισμένων πολιτών, οι μεγάλες θεσμικές δυνάμεις κλήθηκαν στο νεκρικό προσκέφαλο της Γης και άρχισαν να επεξεργάζονται παγκόσμιες λύσεις.

Κάθε κράτος, κάθε τομέας της οικονομίας και κάθε πληθυσμός στον πλανήτη θα έπρεπε να κάνει αυτό που του αναλογεί για να παραμείνει εντός των ορίων της οικολογικής βιωσιμότητας. Να επιτρέψει, δηλαδή, στη ζωή να συνεχίσει να αναπαράγεται. Όλα πολύ ξεκάθαρα και λογικά. Ο επιστημονικός κόσμος προετοιμάστηκε και παρείχε όλα τα ποιοτικά και ποσοτικά στοιχεία που είναι χρήσιμα για την κατανόηση της φυσιολογίας κάθε οικοσυστήματος, καθώς και των αναρίθμητων και πολύπλοκων σχέσεων που τα συνδέουν μεταξύ τους.

Η οικολογία έγινε έτσι ένας κοινός τρόπος σκέψης και έκφρασης. Όχι μόνο η επιστημονική κοινότητα, αλλά και οι κορυφαίες πνευματικές, ηθικές και θρησκευτικές αρχές – ας θυμηθούμε τις δύο εγκυκλίους του Πάπα Μπεργκόλιο – συνέβαλαν με το κύρος τους. Τώρα πλέον, όλοι γνωρίζουμε ότι κάθε πράγμα, οντότητα, φυσική διαδικασία είναι αλληλένδετα και αλληλεξαρτώμενα.

Το ανθρώπινο είδος είναι ένα (μικρό) μέρος του συνόλου (του απέραντου σύμπαντος) και πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε ταπεινά, για την  ευημερία μας και, ίσως, για την ίδια την επιβίωσή μας ως είδος. Οι δημόσιες αρχές –έχει ειπωθεί επανειλημμένως- καλούνται σε μια κοσμογονική δοκιμασία πολιτισμού, συνεργασίας και υπευθυνότητας,  διαγενεακής  και διαειδικής. Είναι κρίμα που αντί αυτού οργανώθηκε δίπλα στον ασθενή (τη Γη) ένα άχαρο «Μπαλέτο των εθνών»3, δηλαδή ένα επαίσχυντο παιχνίδι εγωισμών, χειραγωγήσεων και αμοιβαίων εξαπατήσεων.

Τεχνικές και διπλωματικές επιτροπές, νέες τεχνο-γραφειοκρατίες ειδικευμένες στο περιβάλλον, άρχισαν να συζητούν και να ξανασυζητούν σε διαλέξεις, σε συνέδρια, και συνόδους κορυφής για να αποφασίσουν σύμφωνα με ποιες παραμέτρους θα πρέπει να κατανεμηθεί το βάρος των παρεμβάσεων (μέγεθος πληθυσμού, έκταση και ποιότητα των εδαφών, οικονομικοί πόροι, συσσωρευμένες ιστορικές ευθύνες…)· με ποιες  μεθοδολογίες, τεχνολογίες, οικονομικούς πόρους θα έπρεπε να παρέμβουν·  ποιες αρχές θα έπρεπε να έχουν μετρήσει και παρακολουθήσει τις επιπτώσεις· ποιος θα έπρεπε να κάνει το πρώτο βήμα και, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ποιος και πώς θα είχε τη δύναμη να παρέμβει ακόμη και ενάντια στα κράτη «αρνητές»;

Η ιστορία των Διασκέψεων του ΟΗΕ για το κλίμα (Cop) είναι μια τραγική αναπαράσταση της ανικανότητας του συστήματος: «Παλκοσένικα για μια παγκόσμια άρχουσα τάξη που παίζει υπέρ του εθνικού της ακροατηρίου», όπως τις όρισε ο κοινωνιολόγος Filippo Barbera4.

Έτσι, η έλλειψη μιας κοινής διεθνικής διακυβέρνησης έχει αφήσει το οικολογικό ζήτημα στην «καλή καρδιά» των κυβερνήσεων των επιμέρους κρατών. Χειρότερα, πολύ χειρότερα. Υπάρχουν εκείνοι που εκμεταλλεύτηκαν την αδράνεια των κρατών επινοώντας τους δικούς τους κανόνες, τόσο «εθελοντικούς» όσο και υποχρεωτικούς προκειμένου να αντισταθμίσουν τις δικές τους ατασθαλίες, να αγοράσουν συγχωροχάρτια με μικρό κόστος, να αναθέσουν σε τρίτους τη διαχείριση των αποβλήτων, να πουλήσουν τεχνολογίες σε υψηλό κόστος και να υφαρπάξουν παρθένους φυσικούς πόρους.

Έχοντας εξαντλήσει τη γη, κοιτάμε τώρα στα βάθη των ωκεανών και την στρατόσφαιρα. Μόλις εξαφανιστούν τα είδη, ιδιοποιούνται τους σπόρους, τα γονιδιώματα ακόμα και  ο ανθρώπινος νους αιχμαλωτίζεται και παγιδεύεται από τεχνολογικές συσκευές. Πίσω από το ρητορικό παραβάν των αφηγήσεων για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, τη διατήρηση των δασών, την πρόσβαση στο νερό και τη «δίκαιη οικολογική μετάβαση», η φύση έχει γίνει στην πραγματικότητα το πεδίο μάχης και – ταυτόχρονα – το όπλο του διαρκούς πολέμου που διεξάγουν τα κράτη για την οικονομική και γεωπολιτική ηγεμονία.

Οι αποτυχίες πολλών διακρατικών συμφωνιών, πρωτοκόλλων και συνθηκών5

δεν προκύπτουν από την έλλειψη συνέπειας και ηθικής ακεραιότητας της μιας ή της άλλης κυβέρνησης, από την έλλειψη αποφασιστικότητας και φιλοδοξίας της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας – όπως συνήθως λέγεται και τείνει να γίνει πιστευτό- αλλά, αντίθετα, από τον άτεγκτο και αδίστακτο ορθολογισμό του κοινωνικοοικονομικού συστήματος που έχει καθιερωθεί στον κόσμο και του οποίου τα εθνικά κράτη, που συνδέονται με διάφορους τρόπους μεταξύ τους, είναι οι νόμιμοι εγγυητές.

Ποια περιθώρια ελευθερίας μπορούν να έχουν οι κυβερνήσεις εάν οι δικοί τους οικονομικοί πόροι εξαρτώνται από την οικονομική ανάπτυξη; Η ταύτιση κράτους και αγοράς, δικαίου και ιδιοκτησίας, κέρδους και συσσώρευσης, χρήματος και πολιτικής εξουσίας καθορίζει το είδος των κοινωνικών και περιβαλλοντικών επιλογών.

Εγκλωβισμένες σε αυτή τη μονοδιάστατη οικονομική λογική, οι μόνες οικολογικές πολιτικές που μπορούν να διανοηθούν οι κυβερνήσεις είναι αυτές που προσφέρουν οι μηχανισμοί της αγοράς: επιβολή μιας τεχνητής τιμής στους φυσικούς πόρους (cap and trade system, Carbon Border Adjustment Mechanism, Emissions Trading System, τέλη παραχώρησης, φόρους και διάφορες φορολογικές εκπτώσεις) με την ελπίδα ότι αυτό θα ενθαρρύνει τις επιχειρήσεις να είναι λιγότερο εξορυκτικές και ρυπογόνες.

Μια ευσεβής ψευδαίσθηση, για τουλάχιστον δύο λόγους: πίσω από κάθε παραγωγική διαδικασία οικονομικής αξίας υπάρχει πάντα μια ροή ενέργειας και ύλης που επηρεάζει αναπόφευκτα το «φυσικό κεφάλαιο» (όπως διδάσκει η Βιοοικονομία). Δεύτερον, η εμπορευματοποίηση των «περιβαλλοντικών υπηρεσιών» δεν κάνει τίποτα άλλο από το να τις υποβαθμίζει σε παραγωγικά περιουσιακά στοιχεία των κεφαλαιουχικών εταιρειών.

Αποτέλεσμα: κανένα decoupling, καμία αποσύνδεση μεταξύ της οικονομικής ανάπτυξης και των περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν θα είναι ποτέ δυνατή, αν παραμείνουμε σε ένα καθεστώς απεριόριστης και απροσδιόριστης οικονομικής ανάπτυξης. Καμία «απανθρακοποίηση» χωρίς αποεμπορευματοποίηση. Καμία βιωσιμότητα χωρίς αποανάπτυξη. Καμία ανάνηψη από τις οικολογικές κρίσεις χωρίς μοίρασμα και κοινωνική δικαιοσύνη. Καμία φροντίδα για τον πλανήτη χωρίς την άμεση ανάληψη ευθύνης από τους κατοίκους του. Έφτασε η ώρα να αποσύρουμε την ανάθεση στις κρατικές κυβερνήσεις.

Η μεταφορά των περιβαλλοντικών πολιτικών σε παγκόσμια κλίμακα6)(τις οποίες ανέλαβαν οι υπερεθνικές διαπραγματεύσεις) έχει ουσιαστικά ως αποτέλεσμα την απαλλοτρίωση και την αποδυνάμωση των τοπικών κοινωνιών, ξεχνώντας ότι δεν υπάρχουν «παγκόσμια προβλήματα» που να μην προέρχονται από καταστροφικές ενέργειες που πυροδοτούνται «επί τόπου». Οι λύσεις που δεν ξεκινούν από τον κάθε τόπο κινδυνεύουν να είναι απλές εικασίες, μη επαληθεύσιμα στοιχήματα για το μέλλον, τυφλή εμπιστοσύνη σε θαυματουργές τεχνολογικές λύσεις.

Επομένως, ίσως ήρθε η ώρα να αλλάξουμε στρατηγική και να μην αναθέτουμε την επίλυση των οικολογικών κρίσεων στα διεθνή συνέδρια. Ένας μεγάλος Ιταλός μελετητής του μεταβολισμού των εμπορευμάτων σε σχέση με τον κύκλο ζωής του πλανήτη, ο Giorgio Nebbia, έγραφε ήδη πριν από πολλά χρόνια απομυθοποιητικές σελίδες:

«Είναι ψευδαίσθηση να πιστεύουμε ότι τα Ηνωμένα Έθνη ή οι αστυνομικές δυνάμεις τους ή οι διεθνείς συμφωνίες, έχουν οποιαδήποτε αποτελεσματικότητα για την υπεράσπιση των καταπιεσμένων, των φτωχών, του περιβάλλοντος από την υπεροχή των πολυεθνικών εταιρειών» (Giorgio Nebbia, Ανάπτυξη, ηθική, οικονομία. Ένα τέταρτο του αιώνα μετά τη Λέσχη της Ρώμης, στο Ecologia Politica, DataNews, Ιούνιος 1997). Τότε ήταν οι «επτά αδερφές» του πετρελαίου που μονοπωλούσαν την οικονομία, τώρα είναι η Gafam, το καρτέλ των πέντε μεγαλύτερων δυτικών πολυεθνικών IT (Google, Apple, Facebook, Amazon, Microsoft).

Ο λόγος των αποτυχιών έγκειται ακριβώς στην ανάθεση της «σωτηρίας του πλανήτη» στους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς. Το εξήγησε καλά πριν από λίγο καιρό ένας προσεκτικός λατινοαμερικάνος παρατηρητής, ο Gustavo Esteva:

«Η επινόηση της «παγκόσμιας οικολογίας», στη Σύνοδο Κορυφής για τη Γη στο Ρίο το 1992, εναπόθεσε το πρόβλημα στα χέρια των κυβερνήσεων και των εταιρειών που, αντιθέτως, είναι η κύρια αιτία της περιβαλλοντικής καταστροφής». (G. Esteva, El día después. Se está produciendo un despertor, Ibero, Απρίλιος 2020).

Για να αντιμετωπίσουμε πλανητικά φαινόμενα όπως το κλιματικό χάος – καθώς και τη μαζική εξαφάνιση έμβιων όντων ή την οξίνιση και την «πλαστικοποίηση» των ωκεανών – ελλείψει μιας πολυεπίπεδης παγκόσμιας διακυβέρνησης, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε να αντιστρέψουμε τη λογική top-down (από πάνω προς τα κάτω) και να ξεκινήσουμε και πάλι από το μηδέν, από το τοπικό, από μονομερή προγράμματα επαναφυσικοποίησης των εδαφών, που θα τα αναπτύσσουν και θα τα διαχειρίζονται απευθείας οι γηγενείς και οι μόνιμοι κάτοικοι, με στόχο τη διατήρηση των μεμονωμένων οικοσυστημάτων στις  συγκεκριμένες βιοπεριφέρειες.

Πιθανώς, το άθροισμά τους θα επιτύγχανε καλύτερα αποτελέσματα ακόμη και σε παγκόσμια κλίμακα. Υπάρχουν πολλά θετικά αντιπαραδείγματα. Για παράδειγμα, το δημοψήφισμα στον Ισημερινό που καθόρισε το κλείσιμο των γεωτρήσεων πετρελαίου στο εθνικό πάρκο Yasuni, μετά από είκοσι χρόνια αγώνα των λαών Waorani. Μέχρι τους αγώνες των Γάλλων αγροτών του Les Soulèvements de la terre. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις7). Τις συνθήκες κατοικησιμότητας της Γης τις υπερασπιζόμαστε δέντρο προς δέντρο, φράχτη προς φράχτη, χωράφι προς χωράφι, υδροφόρο ορίζοντα προς υδροφόρο ορίζοντα,  ρέμα προς  ρέμα, λόφο προς λόφο… Ξεκινώντας από εδώ θα μπορούσαμε να φανταστούμε τη δημιουργία καταπράσινων διαδρόμων που θα συνδέουν τους αστικούς οικισμούς μεταξύ τους. Θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε οικολογικά δίκτυα και να βελτιώσουμε τις σχέσεις της κοινότητας, να ενσωματώσουμε τη φύση με την κοινωνία.

Μόνο μια «λιλιπούτεια» στρατηγική μπορεί να αναχαιτίσει το κακό τέρας του παραγωγισμού και του κέρδους που κυριολεκτικά μαστίζει τον πλανήτη και καταστρέφει τις ζωές μας. Η διατήρηση των υλικών βάσεων της ύπαρξης είναι ένας αγώνας που διεξάγεται καθημερινά, σε μια μάχη σώμα με σώμα μεταξύ των καλύτερων ζωτικών ενεργειών που υπάρχουν στα εδάφη και των πλουτοκρατών, των επικεφαλής των τεχνοοικονομικών συνασπισμών που κυριαρχούν στις αγορές και ελέγχουν τα κράτη και τους διεθνείς θεσμούς.

  1. Η καταιγίδα του πολέμου

Η οικολογική κρίση είναι «μόνο» η αντανάκλαση της δραματικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται η συνύπαρξη μεταξύ των λαών. Η καταιγίδα του πολέμου ξέσπασε πάλι και εξαπλώνεται. Στην πραγματικότητα δεν υποχώρησε ποτέ. Ο «τελευταίος πόλεμος» δεν τελειώνει ποτέ. Από πού ξεκίνησε; Τι τον προκάλεσε; Ποιοι είναι οι ένοχοι;

Ενώ το θέμα συζητείται στον ΟΗΕ, στις διακυβερνητικές διασκέψεις, στις εφημερίδες και στις διαδικτυακές πλατείες, το σπιράλ του μίσους και της βίας διευρύνεται. Ένα μόνο πράγμα είναι βέβαιο: γνωρίζουμε ποια είναι τα θύματα. Όχι ο στρατός, ούτε οι ένοπλες φατρίες που συγκρούονται, ούτε καν οι παρατηρητές της κρατικής διπλωματίας, αλλά παιδιά, γυναίκες, πολίτες που είχαν την ατυχία να γεννηθούν και να ζήσουν σε αμφισβητούμενα εδάφη και ως εκ τούτου είναι οι κύριοι στόχοι των στρατιωτικών στρατηγικών.

Η μόνη ανθρωπίνως αποδεκτή άποψη είναι η δική τους. Άρα: κατάπαυση του πυρός, τώρα, παντού, αμέσως. Στην Παλαιστίνη και στην Ουκρανία, στην Υεμένη και στο Σουδάν και στις άλλες δεκάδες ένοπλες συγκρούσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη στον κόσμο8. Να σταματήσει η φρικτή σφαγή, να απομακρυνθούν οι στρατοί από το πεδίο, οι άνθρωποι να έρθουν στα λογικά τους και να σταματήσουν να είναι δολοφόνοι.

Αυτή είναι η απαραίτητη προϋπόθεση, αλλά δεν αρκεί. Η αληθινή ειρήνη δεν μπορεί να είναι απλώς μια εκεχειρία μεταξύ των πολέμων. Η διαρκής ειρήνη εξαρτάται από τη δημιουργία ενός συστήματος τρόπων συνύπαρξης μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών εθνικών, θρησκευτικών και εθνοτικών καταβολών. Συνύπαρξη σημαίνει να συμβιώνουμε, να μοιραζόμαστε την κοινή ανθρώπινη συνθήκη, να μάθουμε να ικανοποιούμε εξίσου τις ανάγκες όλων των σημερινών και των μελλοντικών κατοίκων.

Η εχθρότητα που οδηγεί σε πολέμους μεταξύ των λαών έχει τις ρίζες της στον θρησκευτικό φανατισμό, την ρατσιστική επικυριαρχία, την οικονομική αποικιοκρατία, τον εθνικιστικό πατριωτισμό, τον σοβινιστικό σεξισμό. Αυτές οι τρομερές πολιτισμικές προκαταλήψεις είναι το αποτέλεσμα μιας αντίληψης για τη ζωή και ενός τρόπου ύπαρξης που βασίζεται στη διαρκή σύγκρουση για την επιβολή της εξουσίας του καθενός στους άλλους και σε κάθε στοιχείο της φύσης. Αυτός είναι ο λόγος που, όπως έγραψε η Judith Butler9:

«Πέρα από τις επίπονες προσπάθειες περιορισμού της χρήσης της βίας ως μέσου και όχι ως σκοπού, η πραγματοποίηση της βίας ως μέσου μπορεί – ακούσια – να γίνει αυτοσκοπός, παράγοντας νέα βία, αναπαράγοντας βία, επαναλαμβάνοντας τις συνθήκες που καθιστούν τη βία δυνατή, απελευθερώνοντας περισσότερη βία. Η βία δεν εξαντλείται στην υλοποίηση ενός δίκαιου σκοπού. Μάλλον, ανανεώνεται προς κατευθύνσεις που υπερβαίνουν τόσο τη σκόπιμη πρόθεση όσο και τα εργαλειακά σχήματα».

Αυτό καθιστά δύσκολο τον περιορισμό και την νομική οριοθέτηση της χρήσης βίας, νομιμοποιώντας τη «σωστή» και αποκλείοντας άλλες. Καμία μορφή βίας δεν δικαιολογείται. Η βία ως σύστημα ρύθμισης των διαπροσωπικών και πολιτικών σχέσεων είναι το αποτέλεσμα μιας αρχαίας πατριαρχικής νοοτροπίας που υποδαυλίζεται κυνικά από εκείνους που έχουν συμφέρον να διατηρήσουν τις θέσεις τους στην εξουσία.

Η λογική του πολέμου δεν ρυθμίζει μόνο τις διεθνείς σχέσεις μεταξύ των κρατών και των αντίστοιχων περιοχών της επιρροής τους, αλλά στρατιωτικοποιεί τον έλεγχο των κοινωνικών σχέσεων ακόμη και στο εσωτερικό των μεμονωμένων χωρών.

Υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της επανεμφάνισης του εθνικιστικού πατριωτισμού: ο δεσποτισμός του χρήματος. Ενώ η πρώτη βάσιζε τη συναίνεσή της στον αντικατοπτρισμό του εύκολου πλουτισμού μέσω του οικονομικού ανταγωνισμού, ο δεύτερος εκμεταλλεύεται τον φόβο της φτωχοποίησης των ανθρώπων και προκαλεί δυσαρέσκεια και εχθρότητα εναντίον όλων εκείνων που θεωρούνται πιθανοί αντίπαλοι. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: μια μόνιμη σύγκρουση, ένας διαρκής πόλεμος με κάθε μέσο.

Οι πόλεμοι που διεξάγονται σήμερα στον κόσμο είναι επίσης η συνέπεια μιας τεράστιας αλλαγής στην ισορροπία των δυνάμεων μεταξύ των διαφόρων γεωπολιτικών περιοχών. Για το λόγο αυτό, ο φόβος της γενίκευσής τους σε παγκόσμια κλίμακα είναι κάτι παραπάνω από δικαιολογημένος.

Τα «κομμάτια» του εν εξελίξει τρίτου παγκόσμιου πολέμου (Μπεργκόλιο) μπορούν να συγχωνευθούν ανά πάσα στιγμή και να αναφλεγούν σε μια πλανητική σύγκρουση. Η ηγεμονία των μεγάλων δυνάμεων της Δύσης, έτσι όπως εδραιώθηκε ιστορικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει καταρρεύσει.

Για πολλούς λόγους: δημογραφικούς, οικονομικούς, ιδεολογικούς. Η τάξη που βασίστηκε στην υπεροχή του δολαρίου και στην αφήγηση του αμερικανικού ονείρου καταρρέει μπροστά στις κοινωνικές, ηθικές και οικολογικές κρίσεις που αντιμετωπίζουν οι χώρες του πρώην Πρώτου Κόσμου.

Σε αυτό το μέρος του κόσμου (τουλάχιστον) τα ποσοστά της απόδοσης και της συσσώρευσης δεν ικανοποιούν τις αχαλίνωτες ορέξεις των υπερπλούσιων και δεν επαρκούν για την αναπαραγωγή και την επέκταση των καπιταλιστικών τρόπων παραγωγής και κατανάλωσης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και το σύστημα των συμμαχιών τους νιώθουν ότι τα συμφέροντά τους απειλούνται από την Κίνα, από τη Ρωσία, από τον υπόλοιπο κόσμο10και αντιδρούν με τον χειρότερο δυνατό τρόπο. Θωρακίζονται στρατιωτικά και πυροδοτούν μια κούρσα εξοπλισμών που όμοιά της δεν έχουμε ξαναδεί.

Οι «άρχουσες τάξεις», οι πλουτοκρατίες στην κορυφή του συστήματος της εξουσίας μαζί με τις ορδές των ακολούθων τους, προκειμένου να καθυστερήσουν την απώλεια των προνομίων τους, είναι πρόθυμες να σύρουν ολόκληρη την ανθρωπότητα στην άβυσσο του πολέμου. Δεν ορρωδούν μπροστά σε τίποτα, ούτε καν στη χρήση πυρηνικών όπλων. Οι «αντικυκλικές» λειτουργίες του πολέμου είναι πρόσφορες στην καπιταλιστική οικονομία για δύο λόγους. Στην κορυφή, εξαιτίας του επενδυτικού delirium στον βιομηχανικό-στρατιωτικό μηχανισμό, και στη βάση, εξαιτίας των business της ανοικοδόμησης.

Όπως έχει ήδη γράψει ο Marco Deriu((Marco Deriu, Demilitarizzare il nostro immaginario (e prendersi cura della vulnerabilità reciproca), Quaderni della decrescita n.0/1.)), ο πόλεμος είναι η κύρια απειλή για τη δημοκρατία, σίγουρα δεν είναι ένα μέσο για να την προωθήσουμε. Δεν υπάρχουν «δίκαιοι πόλεμοι», αυτοί που εκπολιτίζουν και ειρηνεύουν τους λαούς που τους χάνουν, όπως αναφέρεται στην υποκριτική και εγκληματική αφήγηση των κρατών που χρησιμοποιούν τη στρατιωτική τους δύναμη για να επιβληθούν.

Δεν είναι οι διεθνείς διασκέψεις, οι συμβάσεις και οι συνθήκες που θα αποτρέψουν τα κράτη από το να προβούν σε πολεμικές ενέργειες μόλις δουν ότι θα έχουν όφελος από αυτές. Η ιστορία των διεθνών σχέσεων είναι μια αλυσίδα από προδοσίες, από ανεκπλήρωτες συμφωνίες, από αθετημένες δεσμεύσεις.

Ακόμη χειρότερα, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των κρατών δημιουργούν ψευδείς προσδοκίες, αφαιρούν χώρο από τον πρωταγωνισμό των λαών, από τη λαϊκή και αυθόρμητη «διπλωματία από τα κάτω» των μη κυβερνητικών οργανώσεων, από τις διαδικασίες αναγνώρισης και συμφιλίωσης μεταξύ των λαών που καταθέτουν τα όπλα.

Η χώρα μας είναι πλούσια σε εξαιρετικές εμπειρίες ειρηνιστικών πρωτοβουλιών και πρωτοβουλιών υπέρ της μη βίας. Μεταξύ όλων, σκεφτόμαστε τα Ηνωμένα Έθνη των Λαών11και, τέλος, την Αγορά των Κατοίκων της Γης12

Μόνο η άμεση δράση των λαών που είναι ικανοί να απονομιμοποιήσουν ηθικά κάθε μορφή βίας θα μπορέσει να σταματήσει τους συνεχιζόμενους πολέμους. Μόνο ένας δημοκρατικός μετασχηματισμός των κοινωνικών συστημάτων θα μπορέσει να καταστήσει άχρηστη τη στρατιωτικοποίηση των κρατών.

 

Βλ.: transform-italia.it

Πηγή:comune-info.net/

  1. Ας σκεφτούμε τους 17 Στόχους της Ατζέντας 2030 για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη που εγκρίθηκε το 2015, καθώς και τις διάφορες Εκθέσεις της IPCC. []
  2. Για μια προσέγγιση στη μεταπολιτική ιδέα της «μετασχηματιστικής εδαφικής κοινότητας», βλέπε το έγγραφο που συντάχθηκε από μια ομάδα συζήτησης που σχηματίστηκε στη Σύνοδο της Βενετίας του 2022 για την αποανάπτυξη στην πιο πρόσφατη έκδοση που δημοσιεύεται τώρα στην ενότητα Documenti του ίδιου τεύχους του περιοδικού Quaderni della decrescita. []
  3. Είναι ο τίτλος μιας αλληγορικής σάτιρας που έγραψε ο Vernon Lee, ψευδώνυμο της Violet Paget, η οποία μιμήθηκε τη Συμμαχία των Εθνών. Ένα έργο που γράφτηκε το 1915, τον πρώτο χρόνο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, εκδόθηκε στο Λονδίνο και αφιερώθηκε στον ειρηνιστή συγγραφέα και μελλοντικό νομπελίστα Romain Rolland. []
  4. «Το συνέδριο που δεν υπηρετεί πλέον το κλίμα», Εφημερίδα «Il manifesto», 5/12/2023. []
  5. Ένα για όλα, αναφερόμαστε στην αποτυχία των διασκέψεων που οργάνωσε ο ΟΗΕ για το κλίμα. Την εποχή της πρώτης διάσκεψης του ΟΗΕ στη Στοκχόλμη το 1972, η συγκέντρωση CO2 στην ατμόσφαιρα ήταν περίπου 330 μέρη ανά εκατομμύριο. Μέχρι τη Διακήρυξη του Ρίο και τη γέννηση της Διεθνούς Σύμβασης για την Κλιματική Αλλαγή το 1992, οι συγκεντρώσεις CO2 είχαν αυξηθεί στα 355 ppm. Στο COP νούμερο 1, που πραγματοποιήθηκε στο Βερολίνο το 1995, το CO2 έφτασε τα 360 ppm. Το 2000, την εποχή της Διακήρυξης της Χιλιετίας της Νέας Υόρκης, το CO2 ήταν 370 ppm. Με τη Συμφωνία του Παρισιού του 2015, το CO2 έφτασε τα 400 ppm. Στην 26η COP στη Γλασκώβη, το CO2 μετρήθηκε στα 410 ppm. Τον Μάρτιο του τρέχοντος έτους, νέο ρεκόρ: 419 ppm. Μια θανατηφόρα, αδιαμφισβήτητη εξέλιξη που επαναφέρει τη χημική σύνθεση της ατμόσφαιρας σε αυτή που υπήρχε πριν από μερικά εκατομμύρια χρόνια, όταν οι θερμοκρασίες ήταν 3-5 βαθμούς υψηλότερες και η στάθμη της θάλασσας δέκα μέτρα υψηλότερη. Εν τω μεταξύ, οι υπηρεσίες του ΟΗΕ δημοσίευσαν τον πρώτο παγκόσμιο απολογισμό (Global Stocktake) των εθελοντικών δεσμεύσεων που υπέγραψαν τα κράτη με τη Συμφωνία του Παρισιού του 2015. Ένα δελτίο αναφοράς για ανίδεους. Πολύ λίγα κράτη έχουν κρατήσει τις υποσχέσεις τους και με αυτούς τους ρυθμούς εκπομπών αερίων που αλλάζουν το κλίμα, μέχρι το τέλος του αιώνα η μέση παγκόσμια θερμοκρασία θα αυξηθεί κατά 2,5 βαθμούς. Έχουμε ήδη χάσει τον επίσημο στόχο που υπογράφηκε τότε, να διατηρήσουμε την αύξηση της μέσης παγκόσμιας θερμοκρασίας «πολύ κάτω από τους 2 °C σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα». []
  6. Παίρνουμε το θάρρος να διαφωνήσουμε με τις τελευταίες θέσεις του Πάπα Φραγκίσκου, όταν δηλώνει «Είναι απαραίτητο να είμαστε ειλικρινείς και να αναγνωρίζουμε ότι οι πιο αποτελεσματικές λύσεις δεν θα προέλθουν μόνο από ατομικές προσπάθειες, αλλά κυρίως από μεγάλες αποφάσεις της εθνικής και διεθνούς πολιτικής». (Laudate Deum, 2023 []
  7. Απλώς συμβουλευτείτε τον χάρτη των περιβαλλοντικών συγκρούσεων που έχει καταγραφεί από το έργο EJAtlas. (https://it.ejatlas.org/ []
  8. Μια μικρή λίστα, για να μην ξεχνιόμαστε. Ουκρανία (Ντονμπάς από το 2022· Κριμαία από το 2014), Υεμένη (από το 2011), εμφύλιος πόλεμος στη Σομαλία (από το 1991), εθνοτικές συγκρούσεις στο Σουδάν (από το 2011), Νταρφούρ (από το 2003), σύγκρουση Ιτούρι στο Κονγκό (από το 1999), ναρκοπόλεμος στην Κολομβία (από το 1964) και στα σύνορα με τη Βενεζουέλα (από το 2021), στο Μάλι (από το 2012), ο πόλεμος στο Κασμίρ μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν (από το 1947), αυτονομιστικοί πόλεμοι στην Ινδία (από το 1954), εμφύλιος πόλεμος στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία (2012), ο πόλεμος των τζιχαντιστών Cabo Delgado στη Μοζαμβίκη (από το 2017), ο τουρκοκουρδικός πόλεμος (από το 1984), η εξέγερση στις Φιλιππίνες (από το 1964), στη Συρία, στη Μιανμάρ, στο Νίγηρα, στο Καμερούν (από το 2017), στη Λιβύη (από το 2011)… Μέχρι τη σύγκρουση Ισραήλ-Παλαιστίνης (από το 1948). []
  9. Judhith Bulter, Η δύναμη της μη βίας, που παρατίθεται από τον Pasquale Pugliese, στο άρθρο Patriarcato, bellicismo e nonviolenza, Εφημερίδα «il manifesto», 4/12/2023. []
  10. Ως παράδειγμα της πιεστικής κλήσης στα όπλα που επικαλείται ο δυτικός επιχειρηματικός κόσμος, βλέπε την ανησυχητική ερώτηση του The Economist, Είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες ακόμα απαραίτητες;, μεταφρασμένη στο Internazionale, 3 Νοεμβρίου 2023. []
  11. Η 1η Συνέλευση του ΟΗΕ των Λαών πραγματοποιήθηκε στην Περούτζια από τις 22 έως τις 24 Σεπτεμβρίου 1995, με την ευκαιρία της 50ής επετείου του ΟΗΕ, με στόχο την προώθηση της μεταρρύθμισης και του εκδημοκρατισμού του ΟΗΕ. Περισσότερες από 600 τοπικές αρχές και ενώσεις συμμετείχαν στην οργάνωση της πρωτοβουλίας. Υπενθυμίζοντας τα πρώτα λόγια του Χάρτη «Εμείς οι άνθρωποι των Ηνωμένων Εθνών», 140 εκπρόσωποι 82 λαών από όλες τις ηπείρους ένωσαν τις φωνές τους για να απαιτήσουν ειρήνη, δικαιοσύνη και δημοκρατία για ολόκληρο τον κόσμο. Δείτε: unimondo.org []
  12. Βλ.: transform-italia.it []

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Εβραίοι -Ιστορία μιας συντηρητικής στροφής. Του Χρήστου Λάσκου

Παρέμβαση ενάντια στο εκκλησιαστικό Real Estate από την Πόλη Ανάποδα