in

«Σου γράφω πάλι από ανάγκη»: Η εξαιρετική περίπτωση της Παρβάνα Αμίρι

Της Γιώτας Τεμπρίδου

Ζωγραφική: Στέφανος Ρόκος για το mag.frear.gr

Παρβάνα Αμίρι, Ζωές σε αναστολή: Γράμματα στον κόσμο από τη Ριτσώνα, μτφ. Χρίστος Μάης, Ακυβέρνητες Πολιτείες, Θεσσαλονίκη 2021.

πηγή:mag.frear.gr

Η Παρβάνα Αμίρι, το κορίτσι με την άσπαστη πένα, είναι σήμερα δεκαεφτά ετών και ζει στην Ελλάδα[1]. Γεννήθηκε στο Αφγανιστάν, πέρασε από το Πακιστάν, το Ιράν και την Τουρκία, έζησε στη Μόρια και στη Ριτσώνα. Τη γνωρίσαμε όταν μας έγραψε μια σειρά από γράμματα, όχι στη μητρική της γλώσσα, αλλά στα αγγλικά. Την αποστολή των γραμμάτων, την κυκλοφορία τους στο ίντερνετ δηλαδή αλλά και τη μετάφρασή τους στα ελληνικά, ανέλαβε το δίκτυο Welcome to Europe. Αυτά έγιναν το 2020. Τη σκυτάλη πήραν μετά οι Ακυβέρνητες Πολιτείες, που φρόντισαν την έντυπη έκδοση των γραμμάτων της Παρβάνα Αμίρι Η πένα μου δεν σπάει, τα σύνορα είναι που θα σπάσουν: Γράμματα στον κόσμο από τη Μόρια. Τα δεκατέσσερα γράμματά της ανοίγουν με τα λόγια «μπες στη θέση μας», δυσπιστούν στα σύνορα και έχουν, νομίζω, αφυπνίσει αλλά και ενδυναμώσει ήδη πολλές από εμάς. Χαρακτηριστικό γνώρισμά τους είναι η έγνοια της Παρβάνα να δώσει φωνή σε όσο περισσότερες και περισσότερους μπορεί. Δεν μας προσφέρει έτσι την ιστορία μιας προσφύγισσας, αλλά πολλές προσφυγικές ιστορίες· ή πάλι: σκόρπιες στιγμές ενός συλλογικού βιώματος[2].

Και ενώ τα γράμματά της ταξιδεύουν ανά τον κόσμο (θα μεταφραστούν μάλιστα το επόμενο διάστημα στα ισπανικά), η Παρβάνα μεταφέρεται στο στρατόπεδο προσφύγων της Ριτσώνας. Στο ανήσυχο χέρι της συνεχίζει να έχει την πένα της, με αποτέλεσμα στην εκπνοή του 2021 να κυκλοφορήσει, από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες ξανά, το δεύτερο βιβλίο της Ζωές σε αναστολή: Γράμματα στον κόσμο από τη Ριτσώνα. Γράφεται και αυτό στα αγγλικά, τη μετάφραση αναλαμβάνει ο Χρίστος Μάης αυτή τη φορά. Η Παρβάνα, που γνωρίζει πόση αξία έχει «να βοηθάς, να μοιράζεσαι, να δίνεις, να προσέχεις τις άλλες» (26), μας καλεί μέσα στο στρατόπεδο της Ριτσώνας τώρα, να δούμε με τα μάτια μας, να ακούσουμε με τα αυτιά μας, να γνωρίσουμε ανθρώπους που είναι σαν εμάς –μόνο πιο άτυχοι. Η έννοια των συνόρων συνεχίζει να την απασχολεί, στην εξίσωση μπαίνει όμως τώρα και μια παράμετρος ακόμα: η πανδημία.

Το καινούργιο βιβλίο της Παρβάνα Αμίρι ανοίγει με μια αγκαλιά, ένα βουνό, έναν ωκεανό, μια κοιλάδα, έναν γαλαξία και μερικά άστρα ευχαριστιών. Ακολουθεί ένα κείμενο-μανιφέστο με τίτλο «Ποιος είναι πρόσφυγας;». Οι πρόσφυγες είναι συνηθισμένα ανθρώπινα όντα: «το ορφανό παιδί, η ανύπαντρη μητέρα, οι ηλικιωμένοι γονείς, οι ευάλωτοι άνθρωποι, τα θύματα πολέμου»(12, 13), εξηγεί η Παρβάνα και μας προετοιμάζει για ό,τι έπεται. Έπεται η καταγραφή εμπειριών-πορειών: την πορεία προς την Ευρώπη ακολουθεί η πορεία προς το άσυλο, την ενσωμάτωση, την αξιοπρεπή ζωή. Έπεται η αφήγηση ιστοριών «αναμονής και υπομονής» (152), που είναι γεμάτες «διακρίσεις, ανισότητα, καταπίεση», αβεβαιότητα για το μέλλον (14). Είκοσι εφτά αριθμημένα γράμματα, το πρώτο από τα οποία γράφεται τον Μάρτιο του 2020.

Ήδη από το πρώτο αυτό γράμμα, «Η Ριτσώνα υπό τον CoVid-19», στο επίκεντρο τίθεται η πανδημία. Η πανδημία που βρίσκει τους πρόσφυγες συνωστισμένους, χωρίς ενημέρωση, χωρίς πόσιμο νερό. Τον κορωνοϊό αφορούν και τα αμέσως επόμενα γράμματα. Στο δεύτερο, «Έσπασε η αλυσίδα», ο ιός φτάνει στο στρατόπεδο. Το τρίτο απαντάει με διαύγεια στο ερώτημα «Τι μας διδάσκει ο κορωνοϊός;». Μας διδάσκει πολλά, ανάμεσα στα οποία και «τι σημαίνει να είσαι προσφύγισσα. Τι σημαίνει να είσαι ευάλωτη, να σε αγνοούν· να είσαι ζωντανή, αλλά κρυμμένη· ελεύθερη, αλλά σε φυλακή· με χιλιάδες λέξεις, χιλιάδες σκέψεις, αλλά υποχρεωμένη να παραμένεις σιωπηλή» (27). Το τέταρτο, «Δημόσια ασφάλεια ή μαζικός αφανισμός;», αφορά τη συνθήκη της καραντίνας. «Τι σημαίνει καραντίνα σε ένα στρατόπεδο προσφύγων» όμως; Μια υπεύθυνη απάντηση θα μπορούσε να δοθεί μόνο μέσα από ένα τέτοιο στρατόπεδο.

Βασικός άξονας του βιβλίου παραμένει βέβαια η ζωή των προσφύγων, η μοίρα των προσφυγισσών. Η Παρβάνα γράφει για όλα αυτά που τους λείπουν, την υποτίμηση που υφίστανται, τη ζημιά που έχουν υποστεί, την παραμέληση των παιδιών, την κατάθλιψη, τα ψυχολογικά προβλήματα μικρών και μεγάλων. Γράφει για χαμένες ελπίδες, ανυπέρβλητες δυσκολίες, τείχη γύρω από στρατόπεδα, φωνές που (δεν) φιμώνονται, παραβιάσεις δικαιωμάτων, μια ημέρα στη δουλειά, μια αυτοκτονία και μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας, μια φωτιά και μια εκκένωση, έναν βιασμό. Γράφει για ζωές σε αναστολή.

Στην προσπάθειά της να είναι λεπτομερής και περιγραφική, μπαίνει σε ρόλο μάνας, πατέρα, γιαγιάς, παιδιού. Διατυπώνει ερωτήματα, αμφισβητεί, κατακεραυνώνει, διεκδικεί, απαιτεί: «Και μην παριστάνετε πως μας υποστηρίζετε φωτογραφίζοντάς μας και ανεβάζοντάς μας στο Facebook.» (53), «Θέλουμε τις γροθιές σας υψωμένες για εμάς, όχι εναντίον μας!» (56), «Θα έμενες σιωπηλός μπροστά σε αυτή την αθλιότητα;» (112), «Αγαπημένοι μου γονείς, θέλω να παραπονεθώ για τις πράξεις σας.» (105), «Αγαπητό Κράτος, δεν σε εμπιστευόμαστε!» (113), «Υποστηρίξτε μας. Σταθείτε αλληλέγγυες. Μην τους επιτρέψετε να μας απομονώσουν.» (117), «Απαιτούμε τα δικαιώματά μας σε αξιοπρεπή διαβίωση, αξιοπρεπή εργασία, αξιοπρεπή στέγαση, σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και εκπαίδευση.» (123).

Η Παρβάνα δίνει φωνή στη μικρή Rahela, που έχει μια τρύπα στην καρδιά, και στη μητέρα της που πασχίζει να τη σώσει. Σε μια εξηντάχρονη μάνα και γιαγιά, με άντρα θαμμένο στο Ιράν, αδέρφια θαμμένα στο Αφγανιστάν και γιο στη φυλακή. Σε μια παντρεμένη μητέρα που καταχωρείται ως ανύπαντρη επειδή το γραφείο ασύλου δεν αναγνωρίζει τον γάμο της. Σε έναν περήφανο αγρότη. Σε έναν δεκαεφτάχρονο που περνάει τις μέρες του στα κρεμμυδοχώραφα –κρεμμύδια ξεθάβει, όνειρα θάβει. Στη Farishta που μια πυρκαγιά τη φέρνει για λίγο από τη Μαλακάσα στη Ριτσώνα. Σε μια δεκαπεντάχρονη που τη βιάζει ένας φίλος της. Σε έναν ξεριζωμένο Αφγανό πατέρα. Και σε άλλες και άλλους. Από τις σελίδες του βιβλίου της περνάνε λαθρέμποροι που τάζουν, αστυνομικές δυνάμεις που δεν βοηθούν, δεξιές ομάδες που επιτίθενται, αρχές που υπόσχονται και εύκολα ξεχνούν. Η προσοχή της όμως είναι στραμμένη στους με κάθε τρόπο πληγωμένους, στις γυναίκες που έχουν υποστεί κάθε λογής βία από οικείους και ξένους, σε αγόρια και κορίτσια που μεγαλώνουν περιστοιχισμένα από απειλές, σε τόπους ξεχασμένους.

Είκοσι εφτά γράμματα μετά, η Παρβάνα γράφει έναν «Αποχαιρετισμό στη Ριτσώνα»: Στην κατακλείδα της αποχαιρετά τη Ριτσώνα, που «δεν ήταν ποτέ ένα απλό στρατόπεδο» (171). Την αποχαιρετά, παίρνοντας την πένα της μαζί, γνωρίζοντας πως «υπάρχουν κι άλλες ιστορίες που πρέπει να ειπωθούν κι άλλες λέξεις που πρέπει να γραφτούν» (167). Καταγράφει πράγματα που θα της λείψουν· θα της λείψουν άνθρωποι, αισθήσεις και στιγμές. Εικόνες και αναμνήσεις που θα πάρει μαζί: «Ποτέ δεν θα ξεχάσω» (169). Καταλήγει στη δήλωση (που είναι και υπόσχεση μαζί) πως «το ταξίδι και ο αγώνας συνεχίζονται» (171). Πρόκειται πάντα για έναν αγώνα συλλογικό. Η Παρβάνα δεν παλεύει για το δικό της μόνο μέλλον αλλά και για πολλών ακόμα παιδιών, εφήβων, ανθρώπων, γυναικών.

Την έκδοση πλαισιώνει ένα επίμετρο του Γιώργου Σπυρόπουλου, που είναι μέλος της συνέλευσης Stop War on Migrants. Η ανάγνωση του βιβλίου μάς αφήνει με ένα μούδιασμα, κάτω από το οποίο είναι κάτι άλλο που εκκολάπτεται –μια διάχυτη αίσθηση θάρρους. «Θάρρος είναι να μπαίνεις στη θέση αυτών που επιζητούν τα δικαιώματά τους ανά τον κόσμο» (41), γράφει η Παρβάνα. Η Παρβάνα που μας ζητά επίμονα «μαζί να παλέψουμε για το κοινό μας καλό» (123). Η Παρβάνα που δεν εφησυχάζει –επισκέπτεται στρατόπεδα προσφύγων, παίρνει μικρόφωνα, καλεί σε διαμαρτυρίες· παρατηρεί, σκέφτεται, αντιδρά και γράφει.

Η Παρβάνα που επιλέγει να μην πορεύεται μόνη. Με την ολοκλήρωση του βιβλίου της, λέει «και τώρα η σειρά σας», ανεβάζει δυο πιθανούς τίτλους στο Facebook και συζητάει γνώμες και προτάσεις γνωστών και αγνώστων. Η Παρβάνα που σε κοιτάει και με αγωνία σε ρωτάει πώς σου φάνηκε το βιβλίο της: «Τι θα μπορούσα να αλλάξω;». Δεν συγκρατεί τον ενθουσιασμό της όταν ακούει πως πολλές περιμένουν να τη γνωρίσουν στην παρουσίασή της. Η Παρβάνα που, με αγωνία ξανά, ρωτάει «και τα ποιήματα;» και εγώ που τότε μόνο πληροφορούμαι πως γράφει και ποιήματα –ετοιμάζονται από τις Ακυβέρνητες Πολιτείες και αυτά[3]. Η Παρβάνα με δυο βιβλία-βόμβες στο ενεργητικό της και εγώ που ξεκίνησα να γράφω για μια έκδοση που θεωρώ τόσο σημαντική και διαπίστωσα πως θα ήταν καλύτερα όλα μόνη της να μας τα πει.

Η Παρβάνα· και δίπλα της εμείς.

⸙⸙⸙

* Επειδή δεν μπορεί να αποτελεί η γνώση της ελληνικής προϋπόθεση για να συναντηθείτε με την (εξόχως συμπεριληπτική) Παρβάνα Αμίρι, ακολουθεί η μετάφραση του κειμένου στα αγγλικά από τη Λία Γυιόκα.

Writing Out of Need: The Exceptional Case of Parwana Amiri

Parwana Amiri, Suspended lives: Letters to the World from Ritsona, translated by Christos Mais, Akyvernetes Politeies, Thessaloniki 2021.

Parwana Amiri, the girl with the unbreakable pen, is now seventeen and lives in Greece.[4] Born in Afghanistan, she passed through Pakistan, Iran and Turkey, lived in Moria and Ritsona. We first met her through her letters. She wrote and published them in English, not in her native language. The Welcome to Europe Network immediately undertook their translation into Greek, as well as their online publication and distribution, in 2020. The baton was then passed to the Akyvernetes Politeies Editions, that took care of publishing Parwana Amiri’s fourteen letters in book form:My Pen Won’t Break, but Borders Will: Letters to the world from Moria. Her fundamental distrust in the borders is captured in the introductory words: “Put yourself in our place”. They have awakened and strengthened many of us already. The epistles are marked by Parwana’s constant concern to give voice to as many as possible. They do not offer us the story of one refugee, but of several; or, one might even say, they are scattered instances of a collective experience.[5]

And while her letters were travelling around the world (they are currently being translated into Spanish), Parwana was transferred to the Ritsona refugee camp. Her restless hand clung tightly to the pen, and by the end of 2021 she had produced her second book, to be published again by Akyvernetes Politeies: Lives in Suspension: Letters to the World from Ritsona. The text was again written in English, and this time was translated into Greek by Christos Mais. In this book, fully aware of the value of “helping, sharing, giving, caring for others” (26), Parwana invites us straight into the Ritsona camp, and urges us to look at with our own eyes, listen to with our own ears, and meet in person, humans who are just like us, only more unlucky. The issue of borders continues to pervade her writing, yet a new parameter enters the equation: the CoVid pandemic.

Parwana Amiri’s new book opens with a wide embrace, a mountain, an ocean, a valley, a galaxy and a handful of thanksgiving stars. There follows a manifesto-like passage asking “who is a refugee?”. Refugees are ordinary human beings: “an orphan child, a single mother, elderly parents, vulnerable people, victims of wars” (12, 13). Parwana explains and prepares us for what is in order. First, she presents accounts of personal experiences / itineraries: the journey to Europe is followed by the journey through asylum procedures, towards integration, towards a dignified life. After that comes the telling of “stories of waiting and patience” (152), full of “discrimination, inequality, oppression”, full of uncertainty about the future (14). All in all, the volume hosts twenty-seven numbered letters, the first of which dates from March 2020.

Already in her first letter, entitled “Ritsona under CoVid-19”, the pandemic comes to the fore. CoVid finds refugees crammed inside detention camps, with no information, and no drinking water. The next few letters are also about the corona virus. In the second one, “the chain breaks” and the virus reaches the camp. The third offers a lucid response to the question “What does the coronavirus teach us?”. It teaches us a lot, including “what it means to be a refugee. What does it mean to be vulnerable, to be ignored; to be alive but hidden; free but in prison; with a thousand words, a thousand thoughts, but obliged to remain silent” (27). The fourth, “Public security or mass destruction?”, discusses the conditions of quarantine. “What does it mean to be quarantined in a refugee camp?”. The only responsible answer can come from inside a refugee camp.

The main axis of the book is naturally the life of refugees, the fate of refugee women. Parwana writes about all those things they lack, the devaluation they face, the damage they have suffered, the neglect of children, depression, the psychological problems affecting young and old alike. She writes about lost hopes, insurmountable difficulties, walls around camps, voices (not) silenced, rights violations, a day at work, a suicide, a protest, a fire, evacuation, rape. She actually writes about lives in suspension.

In her effort to be thorough and descriptive, she takes up the role of mother, father, grandmother, child. She asks questions, argues, explodes, exclaims, demands: “And do not pretend you support us by taking our picture and uploading it on Facebook.” (53), “We need your fists raised for us, not against us!” (56), “Would you remain silent in the face of this misery?” (112), “My dear parents, I would like to complain about your actions.” (105), “Dear State, we do not trust you!” (113), “Support us. Stand in solidarity with us. Do not let them isolate us.” (117), “We demand our rights to a decent life, a decent job, a decent home, our rights to healthcare and education.” (123).

Parwana lends her voice to young Rahela, who has a hole in her heart, and to her mother who is struggling to save her. She speaks for a sixty-year-old mother and grandmother, with a husband buried in Iran, brothers buried in Afghanistan and a son in prison. For a married mother who gets registered as unmarried because the asylum office does not recognize her marriage. She speaks for a proud farmer. For a seventeen-year-old who spends his days in the onion fields – digging up onions, burying his dreams in the soil. She speaks for Farishta, who will briefly come to Ritsona after a fire breaks out in Malakasa. For a fifteen-year-old girl who gets raped by a friend. For an uprooted Afghan father. For more and more people. Smugglers who offer promises, police officers who do not offer help, right-wing groups that launch attacks, authorities that easily forget their duties. Yet her focus remains on the wounded, on the women who have suffered all kinds of violence by relatives and strangers, on the boys and girls who grow up amidst all kinds of threats, in places abandoned and forgotten.

Twenty-seven letters into the book, Parwana writes a “Farewell to Ritsona”: At the end she says goodbye to Ritsona, which “was always more than just a refugee camp” (171). She bids farewell to the camp, packing her pen with her, knowing that “there are more stories to be told and more words to be written” (167). She tries to record what she is going to miss; she will miss people, senses, moments. With her she will carry images and memories: “I will never forget” (169). She concludes with the statement (which is also a promise) that “the journey and the struggle shall go on” (171). It is always a collective struggle. Parwana is not fighting for her own future only, she is fighting for many more children, teenagers, humans, women.

The volume closes with an afterword by George Spyropoulos, a member of the Stop War on Migrants assembly. Reading the book leaves us with a certain numbness, yet beneath it looms a pervasive sense of courage. “Courageis to try putting yourself in the place of those who demand their rights around the world” (41), Parwana writes. Parwana insists on “fighting together for the common good” (123). Parwana is not complacent – she visits refugee camps, picks up the mike, calls for protests and mobilizes; she observes, she thinks, she reacts. She writes.

Parwana chooses not to walk alone. At the end of her book, she writes: “now it’s your turn”. She uploads two possible titles on Facebook and discusses opinions and suggestions with friends and strangers. Parwana looks at me and anxiously asks me what I thought of her book: “Do you think I should change something?”. She does not contain her excitement upon hearing about the people lining up to meet her at her presentation. Parwana, anxiously again, asks “and what about the poems?” and that is when it first strikes me that she also writes poems (a volume with her poetry is currently being prepared by Akyvernetes Politeies).[6] Parwana has delivered to us two explosive volumes and me, I started writing this note on a book I feel is so important, only to realize it would have been so much better all along if she had done all the talking herself.

This is Parwana. And this is us, right by her side.


[1] Όσο γράφω αυτές τις αράδες, είναι δεκαεφτά και βρίσκεται ακόμα στην Ελλάδα. Όταν τις διαβάζετε, θα έχει μεγαλώσει λίγο και πιθανότατα θα είναι κάπου αλλού.

[2] Μια παρουσίαση του βιβλίου αυτού, που έγινε στο πλαίσιο του 10ου Ελευθεριακού Φεστιβάλ Βιβλίου Θεσσαλονίκης, με τη συμμετοχή της Παρβάνα Αμίρι, του Γιώργου Σπυρόπουλου και της Λίας Γυιόκα που ανέλαβε τη διερμηνεία, μπορείτε να ακούσετε εδώ: https://www.1431am.org/audio/recorded-events/2021/10/05/i-pena-moy-den-spaei-ta-synora-einai-poy-tha/. Την Παρβάνα μπορείτε, αν θέλετε, να τη γνωρίσετε καλύτερα μέσα από συνεντεύξεις που έχει δώσει. Παραπέμπω ενδεικτικά σε δύο από αυτές, στη Μαρία Λούκα και στη Σταυρούλα Πουλημένη, αντίστοιχα: https://popaganda.gr/art/i-parwana-ena-genneo-koritsi-apo-to-afganistan-grafi-gia-ta-ratsistika-sirmatoplegmata-tou-ellinikou-kratous/ (22.6.21), https://alterthess.gr/parvana-amiri-ntopioi-kai-metanastes-na-spasoyme-ta-metaxy-mas-synora/ (13.10.21).

[3] Όσο τα περιμένουμε, αποκλείεται να χάσουμε αν διαβάσουμε τις ιστορίες και άλλων προσφυγισσών. Προτείνω οπωσδήποτε το τρίγλωσσο (ελληνικά, αγγλικά, φαρσί) βιβλίο τής (επίσης δεκαεφτάχρονης Αφγανής) Μπεναζίρ Χοσσαϊνί Η καινούργια μου ζωή, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις των ξένων.

[4] By the time these words reach you, Parwana has probably grown a little older and has left Greece.

[5] Link to the book presentation by Parwana herself at the 10th Libertarian Book Festival: https://www.1431am.org/audio/recorded-events/2021/10/05/i-pena-moy-den-spaei-ta-synora-einai-poy-tha/. Links to two (of many) interviews she has given (to Maria Louka and to Stavroula Poulimeni respectively): https://popaganda.gr/art/i-parwana-ena-genneo-koritsi-apo-to-afganistan-grafi-gia-ta-ratsistika-sirmatoplegmata-tou-ellinikou-kratous/ (22/06/21), https://alterthess.gr/parvana-amiri-ntopioi-kai-metanastes-na-spasoyme-ta-metaxy-mas-synora/ (13/10/21).

[6] Meanwhile, there is definitely no harm in reading the stories of other refugee girls. I fully recommend My New Life, written by Benazir Hossaini (also seventeen and also from Afghanistan), and published in three languages (Farsi, Greek and English) by the Editions des Etrangers.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Δωρεάν μετακινήσεις με τον ΟΑΣΘ για τους Ουκρανούς πρόσφυγες – Οι υπόλοιποι πρόσφυγες να πάνε με τα πόδια…

Barikat-Αρ. Εν. Πολιτικών Μηχανικών: Δεν θα επιτρέψουμε την περαιτέρω υποβάθμιση της φοιτητικής μέριμνας