Τη Δευτέρα 10 Οκτωβρίου εκδικάζεται στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης η αγωγή των απόγονων του στρατηγού Αθ. Χρυσοχόου-φρούραρχου Θεσσαλονίκης και Γενικού Διοικητή Μακεδονίας επί ναζιστικής κατοχής κατά δύο μελών του Συνδέσμου Φυλακισθέντων Εξορισθέντων (ΣΦΕΑ) 1967-1974 Αλέκου Γρίμπα και Σπύρου Σακέτα. Η αγωγή που αφορά και τον Τριαντάφυλλο Μηταφίδη, μέλος του ΣΦΕΑ θα εκδικαστεί ξεχωριστά κατά την ‘ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών από δημοσιεύματα’ – σύμφωνα με το κλητήριο θέσπισμα. Οι απόγονοί του Αθ. Χρυσοχόου κατηγορούν τους αγωνιστές της αντιδικτατορικής αντίστασης για «προσβολή μνήμης νεκρού» ζητώντας το ποσό των 600.000 ευρώ επ’ απειλή προσωπικής κράτησης.
Η αγωγή εκδικάζεται μετά την ακύρωση της μετονομασίας της οδού Αθ. Χρυσοχόου σε Αλμπέρτου Ναρ από το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης τον Μάρτιο του 2022, εναντίον της οποίας έχουν ήδη καταθέσει έφεση στο ΣτΕ οι εναγόμενοι.
Να θυμίσουμε πως η αγωγή ασκήθηκε από τους απογόνους του στρ. Χρυσοχόου με την κατηγορία ότι οι Αλ. Γρίμπας και Σπ. Σακέτας με ανοικτή επιστολή τους προς το Δημοτικό Συμβούλιο Θεσσαλονίκης που ανάρτησε ο Τρ. Μηταφίδης στο διαδίκτυο, συκοφάντησαν και δυσφήμησαν τον πατέρα τους: «Ως συνεργάτη των ναζιστικών κατοχικών δυνάμεων στη Θεσσαλονίκη, οι οποίες τον διόρισαν Φρούραρχο της πόλης και Γενικό Διοικητή Μακεδονίας. Ως ‘δεξί χέρι’ και υπερασπιστή του Ναζί, δήμιου της Θεσσαλονίκης, Μαξ Μέρτεν στο Ειδικό Δικαστήριο Εγκληματιών Πολέμου το 1959. Ως επίορκο ανώτατο αξιωματικό που, αντί να αντισταθεί στους κατακτητές, εντασσόμενος είτε στον Ελληνικό Στρατό της Μέσης Ανατολής είτε στις δυνάμεις της Εθνικής Αντίστασης, όπως έπραξε η πλειοψηφία των μονίμων αξιωματικών, επέλεξε να αναλάβει αξιώματα στο καθεστώς της Κατοχής. Ότι, ακόμη, υπηρέτησε τον εχθρό, αναμείχθηκε και ανέχθηκε τα εγκλήματά του, με τον αφανισμό του 1/5 του πληθυσμού της πόλης – με την εξόντωση των εβραϊκής καταγωγής συμπολιτών μας στα καταναγκαστικά έργα και στα χιτλερικά στρατόπεδα θανάτου – με τις εκτελέσεις 1500 αντιστασιακών και πολιτών στο Επταπύργιο και το στρατόπεδο Παύλου Μελά, με τους χιλιάδες θανάτους από πείνα».
Τις διαστάσεις της αγωγής που συνδέεται άμεσα με το ζήτημα της μετονομασίας της οδού σε Αλμπέρτου Ναρ αλλά και την προσπάθεια ιστορικού αναθεωρητισμού και διαγραφής της ιστορικής μνήμης περιέγραψαν μέλη του ΣΦΕΑ από κοινού με συνηγόρους των εναγομένων σήμερα στο Δημαρχείο Θεσσαλονίκης. Υπενθυμίζεται πως η απόφαση για μετονομασία σε οδό Αλμπέρτου Ναρ της οδού που έφερε το όνομα του Αθ. Χρυσοχόου – με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης το 1971 που διόρισε η χούντα- πάρθηκε από την αρμόδια Επιτροπής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας-Θράκης και του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης στις 27 Μαρτίου 2018 μετά από όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες.
Ο Τρ. Μηταφίδης τόνισε πως είναι γνωστό πως συνεργάτες των κατοχικών δυνάμεων ποτέ δεν λογοδότησαν για τις εγκληματικές τους πράξεις. Αντίθετα, όπως είπε, ενσωματώθηκαν στον ελληνικό εθνικό κορμό καταλαμβάνοντας μάλιστα υψηλές θέσεις αφού ο εθνικόφρων πολιτικός κόσμος φρόντισε να μην τιμωρηθούν παραδειγματικά.
«Για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας επιδόθηκε στον σωφρονισμό και την καθυπόταξη της ιστορικής μνήμης ακόμη και στην υγειονομική ταφή της. Τέτοια περίπτωση είναι η πόλη μας, μια πόλη με σβησμένα τα “μη εθνικώς ορθά” μνημονικά της ίχνη από το αντιστασιακό και αγωνιστικό παρελθόν της. Η “μνημοκτονία” δεν εξαντλείται μόνο στην περίπτωση της εβραϊκής παρουσίας στην πόλη αλλά και στο μεταπολεμικό ξέπλυμα των αξιωματούχων της τριπλής κατοχής που υπηρέτησαν τους Ναζί, τους Βούλγαρους και Ιταλούς φασίστες» σημείωσε ο Τρ. Μηταφίδης. Έτσι εξηγείται, σύμφωνα με τον ίδιο, και η απόφαση της συντηρητικής πλειοψηφίας της Ε’ κοινότητας Θεσσαλονίκης, η οποία χωρίς διαβούλευση εισηγήθηκε την ακύρωση της μετονομασίας της οδού από Αθ. Χρυσοχόου σε Αλμπέρτου Ναρ. Η απόφαση αυτή αλλά και η επικύρωση της από το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης που έκρινε άκυρη την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης για μετονομασία, ξεπλένει, όπως είπε, την ιστορικά επιλήψιμη δράση του Αθ. Χρυσοχόου την περίοδο της τριπλής κατοχής.
Για εξόφθαλμα παράλογη και καταχρηστική αγωγή έκανε λόγο ο πρόεδρος του ΣΦΕΑ Βαγγέλης Γκιουγκής, ο οποίος κατέκρινε τη σημερινή διοίκηση του Δήμου Θεσσαλονίκης για τακτική “Πόντιου Πιλάτου” στο ζήτημα της μετονομασίας της οδού αλλά και της αγωγής. «Είναι μια υπόθεση που χρονολογείται εδώ και τρία χρόνια. Από την άλλη πλευρά υπάρχει μια προσφυγή στο ΣτΕ από τον ΣΦΕΑ ενάντια στην απόφαση που ακυρώνει την μετονομασία της οδού σε Αλμπέρτου Ναρ. Έχουμε μια δικαστική διαμάχη για αυτονόητα πράγματα. Δεν μπορεί οι κληρονόμοι ενός κατοχικού φρουράρχου να θεωρούν ότι προσβλήθηκε η μνήμη του για μια ιδιότητα που απέκτησε ως συνεργάτης των Γερμανών. Θα αγωνιστούμε μέχρι το τέλος σε αυτήν την υπόθεση γιατί είναι κρίμα και άδικο να σέρνονται στα δικαστήρια άνθρωποι που αγωνίστηκαν κατά της χούντας και πιστεύουν ότι δεν μπορεί να ξαναγράφεται η Ιστορία με αυτόν τον τρόπο» τόνισε.
Την στήριξη με κάθε μέσο της αντίστασης στην κακόβουλη επίθεση που δέχονται οι αγωνιστές της αντιδικτατορικής αντίστασης, εξέφρασε ο αντιπρόεδρος του ΣΦΕΑ. Σπύρος Χαλβατζής. Μιλώντας για την προσπάθεια αναθέωρησης της Ιστορίας σημείωσε πως αυτή ξεκινάει από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση με την εξίσωσή του κομμουνισμού με τον ναζισμό. Υπενθύμισε ακόμη πως η Θεσσαλονίκη έχει μια ξεχωριστή ιστορία στυγερών εγκλημάτων: του Μάη του 36, του στρατοπέδου Παύλου – Μελά, τις δολοφονίες Ζεύγου, Βελδεμίρη, Λαμπράκη, Τσαρουχά, Χαλκίδη. «Η αστική τάξη της Θεσσαλονίκης δεν μπορεί να απομακρυνθεί από την προσπάθεια να ρίξει στάχτη για να μην φαίνεται η φλόγα που υποβόσκει. Πολλοί συνεργάτες των ναζί μεταπολεμικά αποκαταστάθηκαν. Οι απόγονοι του Χρυσοχόου δεν κληρονόμησαν την κατοχική του δράση. Εμείς δεν μιλήσαμε για οικογενειακή ευθύνη αλλά δεν μπορεί να είναι και τιμητές του αγώνα της αντίστασης του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ» κατέληξε.
«Είναι ιδιαίτερα σκληρό να είμαι στη Θεσσαλονίκη, την πόλη των δημοκρατικών αγώνων, και την πόλη των αντιστασιακών απελευθερωτικών αγώνων, για μια τέτοια υπόθεση», δήλωσε από την πλευρά του ο Ν. Μανιός, γραμματέας του ΣΦΕΑ. «Προσπαθούν να χάσουν οι νέοι την επαφή με το παρελθόν. Δεν θέλουν να έχουμε παρελθόν, γιατί ξέρουν ότι το παρελθόν είναι η πατρίδα της ψυχής των ανθρώπων, δεν θέλουν οι πολίτες να έχουν δημοκρατικά ενδιαφέροντα. Δεν θα περάσει αυτό» πρόσθεσε.
Ο Βασίλης Τσιγαρίδας, μέλος του ΔΣ του Δικηγορικού Συλλόγου με την Εναλλακτική Πρωτοβουλία Δικηγόρων που έχει αναλάβει τον χειρισμό του διοικητικού σκέλους της υπόθεσης ακύρωσης της μετονομασίας της οδού μίλησε για την παρέμβαση εκ μέρους του ΣΦΕΑ στο Διοικητικό Εφετείο.
Μεταξύ άλλων σημείωσε ότι στο Διοικητικό Εφετείο ασκήθηκε παρέμβαση από τον ΣΦΕΑ. Στη βάση δύο ισχυρισμών: «Πρώτον ότι οι απόγονοι του Χρυσοχόου δεν πλήττονται από την μετονομασία της οδού, με άλλες λέξεις η μετονομασία δεν αφορά σε αυτούς προσωπικά, και δεν αποτιμά με οποιονδήποτε τρόπο τη δική τους δράση και πορεία ζωής. Αφορά όχι στον πατέρα τους αλλά σε ένα ιστορικό πρόσωπο, τον στρατηγό Χρυσοχόου που εξ όσων φαίνεται από τα ιστορικά δεδομένα, η δράση του είναι προφανής κατά την κατοχική περίοδο». Το δικαστήριο, όπως είπε, δεν μπορεί να υπεισέρχεται σε ζητήματα ουσίας της υπόθεσης γιατί τότε υπερβαίνει τα όρια του ελέγχου του, όπως αυτά προσδιορίζονται από το Σύνταγμα και τη νομολογία του ΣτΕ. Γιατί, έτσι, θα κληθεί να προβεί σε ιστορικές κρίσεις που υπερβαίνουν τον ρόλο του ακυρωτικού ελέγχου.
«Δυστυχώς ουδείς από τους δύο ισχυρισμούς δεν έγινε δεκτός από το Διοικητικό Εφετείο σε μια απόφαση που μας εξέπληξε, γιατί οι νομικοί συλλογισμοί δεν ακολουθούσαν τα πορίσματα του ΣτΕ. Για αυτό ασκήσαμε έφεση στο ΣτΕ ζητώντας να ακολουθήσει τη νομολογία του δηλαδή να πει ότι οι απόγονοι ενός προσώπου δεν έχουν το απαιτούμενο έννομο συμφέρον για να εμπλακούν σε μια υπόθεση μετονομασίας μιας οδού, ζήτημα που αφορά την ιστορική μνήμη, τον πληθυσμό της πόλης ή της χώρας, την δημοτική εξουσία αλλά σίγουρα όχι αυτούς τους δύο» κατέληξε. Η εκδίκαση της έφεσης δεν έχει προσδιοριστεί ακόμη πότε θα γίνει.
Η Ιφ. Καμτσίδου, αναπληρώτρια καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ και επίσης συνήγορος των εναγομένων, τόνισε ότι η απόφαση του Εφετείου γεννά έντονο προβληματισμό, γιατί «μετατρέπει μία εγγύηση υπέρ των διοικούμενων και των πολιτών σε δαμόκλεια σπάθη των δημοκρατικών εκλεγμένων οργάνων». Υπενθύμισε πως το Διοικητικό Εφετείο ακύρωσε την απόφαση του δημοτικού συμβουλίου κρίνοντας ότι στερούνταν νόμιμης αιτιολογίας. Η ίδια ξεκαθάρισε πως το να ελέγχουν τα διοικητικά δικαστήρια την αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης είναι κάτι που ζητάει ο δημοκρατικός νομικός κόσμος παντού γιατί έτσι περιορίζεται η αυθαιρεσία της διοίκησης. Με τα δικά της λόγια: «το δικαστήριο οφείλει να δει τον νόμο προκειμένου να διαπιστώσει αν μια πράξη έχει επαρκή αιτιολογία. Το όριο, όμως του δικαστικού ελέγχου, είναι να μην ασκεί το δικαστήριο το έργο της διοίκησης που σε πλείστες περιπτώσεις αναγκάζεται και προσφεύγει στην επιστήμη, σε τεχνικές κρίσεις που συγκροτείται από Μελέτες, την ύπαρξη των οποίων και μόνο μπορεί να αξιολογήσει το δικαστήριο. Αυτήν την επιστημονική κρίση δεν μπορεί ο δικαστής να την ελέγξει. Στην επίμαχη περίπτωση η ονομασία οδών γίνεται με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου μετά από εισήγηση του οικείου συμβουλίου τοπικής δημοτικής κοινότητας και επιτρέπεται μόνο για εξαιρετικούς λόγους. Ο σκοπός του νομοθέτη είναι η ονοματοδοσία να λειτουργεί πρακτικά και συμβολικά μεταδίδοντας αξίες και νοήματα στην αστική καθημερινότητα. Οι εξαιρετικοί λόγοι εκτέθηκαν στο δημοτικό συμβούλιο, λήφθηκαν υπόψη από τους δημοτικούς συμβούλους και ξαναεκτέθηκαν ενώπιον του Εφετείου που τους αγνόησε. Τα τελευταία χρόνια η Θεσσαλονίκη εντάχθηκε στο Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων, γίνονται προσπάθειες να φανεί ο φόρος αίματος που πλήρωσε η εβραϊκή κοινότητα με την ανέγερση του Μνημείου, με την αξιοποίηση της πλατείας Ελευθερίας, την απόφαση ίδρυσης του Μουσείου Ολοκαυτώματος, να φανεί τι συνέβη επί ναζιστικής κατοχής. Άρα η προσπάθεια ανασυγκρότησης της ιστορικής μνήμης είναι σε εξέλιξη και δημιουργεί υποχρεώσεις στα δημοτικά όργανα. Αυτά εκτέθηκαν μαζί με τις απόψεις της επιστήμης της Ιστορίας που κατατάσσει, σύμφωνα με τον ιστορικό Χ. Φλάισερ, τον Αθ. Χρυσοχόου “σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις του ελληνικού δωσιλογισμού”. Όλα αυτά έδειχναν γιατί το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε τη μετονομασία. Το δικαστήριο όλα αυτά τα αγνόησε και αντί να αξιολογήσει τον φάκελο διάλεξε ένα από τα στοιχεία και άρχισε να εξετάζει την αρτιότητά του. Είναι δικονομικό σφάλμα της απόφασης και πιστεύω ότι υπάρχουν δικαστές που θα δουν το σφάλμα αυτό».
Τη στήριξη στην προσπάθεια αποκατάστασης της Ιστορικής Μνήμης και των ανθρώπων που αγωνίζονται για αυτήν, εξέφρασε η βουλευτής και δημοτική σύμβουλος, επικεφαλής της «Θεσσαλονίκη Μαζί» Κατερίνα Νοτοπούλου. Μεταξύ άλλων μίλησε και ο επικεφαλής της «Λαϊκής Συσπείρωσης» Σ. Ζαριανόπουλος καταδικάζοντας την δικαστική πρακτική των απογόνων του Χρυσοχόου. «Η δίκη που γίνεται μεθαύριο είναι πολύ σημαντική, ωστόσο δεν είναι η μοναδική καθώς τρέχουν πολλές ακόμη που εκπορεύονται από ακροδεξιούς κύκλους π.χ. εναντίον του Ν. Μπογιόπουλου, αλλά και αυτή από εκλεγμένη εκπρόσωπο της Χρυσής Αυγής εναντίον εκπροσώπου του ΚΚΕ στην Θεσσαλία. Υπάρχει γραμμή να πιεστεί κάθε γωνιά αντίστασης: αν δεν ανακαλέσεις θα πληρώσεις».
Ο ΣΦΕΑ ανακοίνωσε ακόμη την υποστήριξη εκ μέρους του «Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα» με σχετικό ψήφισμα και κάλεσε τους πολίτες της Θεσσαλονίκης να εκφράσουν την αλληλεγγύη τους στους διωκόμενους αγωνιστές τη Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2022, στην είσοδο του Δικαστικού Μεγάρου Θεσσαλονίκης, στις 9 π.μ.
Σταυρούλα Πουλημένη