in

Σχετικά με την υπεραριστερά. Του Χρήστου Λάσκου

Roland Simon, Κριτική Ιστορία της υπεραριστεράς, futura, σελ. 524 (μετάφραση: Θέμης Μιχαήλ -Γιάννης Ψαρρός)

Η τελευταία συνειδητή μεταφυσική οπτική για την ιστορική εποχή είναι αυτή που βλέπει την παραγωγική πρόοδο μέσω της οποίας εκτυλίσσεται η ιστορία ως το ίδιο το αντικείμενο της ιστορίας

Γκυ Ντεμπόρ

Το βιβλίο του Ρολάν Σιμόν έχει ως αντικείμενο την «υπεραριστερά» στη διαχρονική της παρουσία.

Όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο, η υπεραριστερά εκτείνεται από τους αριστερούς και συμβουλιακούς κομμουνιστές των αρχών του 20ού αιώνα μέχρι και τη Καταστασιακή Διεθνή συμπεριλαμβάνοντας τη γερμανοολλανδική, αλλά και την ιταλική κομμουνιστική αριστερά, την ομάδα-περιοδικό Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα, τον ελευθεριακό κομμουνισμό του Noir et Rouge και πληθώρα ομάδων και εντύπων που απηχούσαν ή απηχούν ακόμα αυτές τις επιρροές.

Αυτού του, καθόλου ενιαίου και αδιαίρετου, επαναστατικού ρεύματος την ιστορία, μας λέει ο Σιμόν. Αναλυτικά και σε βάθος -πολύ συχνά με «ανατριχιαστικές λεπτομέρειες».  Με όλο τον μοναδικό και λησμονημένο πλούτο μιας παράδοσης (;), η ενασχόληση με την οποία πολλά έχει ακόμη να μας μάθει. Γιατί τα ζητήματα που τέθηκαν τότε δεν έχουν ακόμη «επιλυθεί». Γιατί ο κομμουνισμός ακόμη «δεν ήρθε».

Ο Σιμόν, όμως, δεν κάνει μόνο αυτό. Διατυπώνει μια ερμηνεία και για τη δική της ήττα, η οποία του δίνει τη δυνατότητα να μιλήσει για την σημερινή φάση του κόσμου της εκμετάλλευσης και για την τωρινή πραγματικότητα -όχι δυνητικότητα- του κομμουνισμού, για την ενεργό κομμουνιστικοποίηση, στη δική του ορολογία. Ο πρόλογός του, ένα πυκνό κείμενο 130 σελίδων με τίτλο «Μάης ’68, έτος θεωρίας, κτλ.», κάνει ακριβώς αυτό το πράγμα με πολύ ενδιαφέροντα τρόπο.

Και, επιπλέον, στο πλαίσιο της «ιστορίας» του, αφηγείται και τις αντιφάσεις της επιδιωκόμενης «Προλεταριακής Επανάστασης», στην πρώτη φάση του εργατικού κινήματος, στα χρόνια 1848-1914, στα χρόνια, δηλαδή, της τυπικής ακόμη υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Αυτό, παραδόξως, εμφανίζεται στον επίλογο του βιβλίου, ενώ, λογικά, πρόκειται για προαπαιτούμενο της κύριας θεματικής. Ακόμη κι έτσι, όμως, δεν παύει να είναι πολύ χρήσιμο.

Γιατί, λοιπόν, απέτυχε η υπεραριστερά, όσο απέτυχαν και τα κύρια ρεύματα της αριστεράς; Γιατί με όλη την εξαιρετική της δυναμική, με όλο το θεωρητικό της σφρίγος, αλλά και το αγωνιστικό της ανάστημα, υπέστη συντριπτική ήττα μέχρις εξαφανίσεως; Γιατί δεν μπόρεσε να βοηθήσει πιο αποτελεσματικά στην επαναστατική ανατροπή;

Κατά την ανάλυση του Σιμόν, η απάντηση σε αυτές τις ερωτήσεις βρίσκεται σε όσα ενώνουν την υπεραριστερά με τα κυρίαρχα ρεύματα και όχι σε όσα μαχητικά τη διαχώρισαν.

Να πώς το θέτει ο ίδιος:

«Μπορούμε να ονομάσουμε υπεραριστερά κάθε πρακτική, οργάνωση, θεωρία, που ορίζει την επανάσταση ως επιβεβαίωση του προλεταριάτου και ταυτόχρονα ασκεί κριτική και απορρίπτει όλες τις μεσολαβήσεις που αποτελούν ενίσχυση της τάξης στο εσωτερικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (πολιτικές οργανώσεις, συνδικαλισμός, κοινοβουλευτισμός κτλ.) μέσω των οποίων μόνο μπορεί να υπάρξει αυτή η επιβεβαίωση. Υπό αυτήν την έννοια, η υπεραριστερά αποτελεί μια αντίφαση εν κινήσει. Η αντίφαση αυτή συνιστά όλο τον πλούτο και το ενδιαφέρον της υπεραριστεράς. Το να επιδιώκει έναν σκοπό, ενώ απορρίπτει όλα τα λογικά και πρακτικά μέσα για την πραγματοποίησή του, αποτελεί για την ίδια διαρκώς ένα πρόβλημα» (σελ. 27).

Με άλλα λόγια, η υπεραριστερά μοιράζονταν με τα κυρίαρχα σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά ρεύματα την ιδέα πως ο ριζικός κοινωνικός μετασχηματισμός στην κατεύθυνση μιας αταξικής -και όχι μόνο- κοινωνίας δεν μπορεί παρά να είναι αποτέλεσμα μιας επιβεβαίωσης της εργατικής τάξης, μιας διαρκούς στον χρόνο ενίσχυσής της, στο πλαίσιο της ίδιας της εξελισσόμενης καπιταλιστικής κοινωνίας. Και μαζί με αυτό, αποτέλεσμα της δημιουργίας μιας ισχυρής εργατικής ταυτότητας, η οποία θα αποτελεί τη βέβαιη βάση για τη συνειδητοποίηση της ιστορικής επαναστατικής αποστολής του προλεταριάτου. Η Λούξεμπουργκ, ο Πάνεκουκ, ο Κορς,  ο Καστοριάδης, ο Ντεμπόρ και πολλοί ακόμη «υπεραριστεροί» ήταν ιδιαίτερα  υποψιασμένοι πως πολλά δεν πήγαιναν καλά με το κυρίαρχο πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης και η κριτική τους ήταν σε μεγάλο βαθμό βάσιμη ως προς τα θεμελιώδη. Η πεποίθησή τους πως ο κοινοβουλευτισμός, ο κρατισμός, ο συνδικαλιστικός γραφειοκρατισμός, οι εσωτερικές ιεραρχίες και η υποκατάσταση των εργατών και των εργατριών από μόνιμους «εκπροσώπους» αποτελούν καρκινώματα, που αντικειμενικά οδηγούν στην νίκη της αντεπανάστασης ήταν ορθή. Μόνο που, σύμφωνα με τον Σιμόν, τους διέφευγε το γεγονός πως όλα αυτά, ιδίως μετά το πέρασμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, στην αρχή του 20ού αιώνα, στην περίοδο της σχετικής υπεραξίας, στην περίοδο, δηλαδή της πραγματικής -και όχι μόνο τυπικής- υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο ήταν απολύτως παρεπόμενα της «ενδυνάμωσης» της εργατικής τάξης στο πλαίσιο, ακριβώς, του καπιταλισμού.

Με την πραγματική υπαγωγή της εργασίας, η ίδια η αναπαραγωγή της τελευταίας γίνεται μέρος της λειτουργίας του συστήματος. Οι κατακτήσεις της τάξης, η επιβεβαίωση της δύναμης και της ταυτότητάς της, γίνονται μέρος της «σταθεροποίησης» του. Με ένα πιο επιφανειακό τρόπο, το ίδιο ζήτημα έχει θέσει και ο Χομπσμπάουμ όταν υποστήριξε πως το προλεταριάτο έπεσε θύμα της ίδιας του της δύναμης, όταν το κράτος πρόνοιας αποδείχτηκε η καλύτερη μέθοδος αποτροπής της επανάστασης.

Αν είναι έτσι, όμως, δεν μπορείς να επιδιώκεις ταυτόχρονα και την επιβεβαίωση της ταξικής σου δύναμης και την άρνηση όσων μέσων την υποβοηθούν.  Η μείζων αυτή αντίφαση καταδίκασε την υπεραριστερά στην συντριπτική ήττα. Ούτε τα εργατικά συμβούλια ούτε η «προετοιμασία» της αυτοδιαχείρισης μπορούσαν να αποτρέψουν αυτήν την κατάληξη.

Κι αυτό έγινε απολύτως προφανές μετά από την αναδιάρθρωση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η οποία επισυνέβη μετά από την κρίση της δεκαετίας του ’70, και συνιστούσε μια ήττα της εργατικής ταυτότητας ανεξαρτήτως των κοινωνικών και πολιτικών μορφών ύπαρξής της (από τα κομμουνιστικά κόμματα μέχρι την αυτονομία, από τα «σοσιαλιστικά» κράτη μέχρι τα εργατικά συμβούλια).

«Όλα τα χαρακτηριστικά της άμεσης διαδικασίας παραγωγής (εργασία στην αλυσίδα παραγωγής, συνεργασία, συλλογικός εργάτης, συνέχεια της παραγωγικής διαδικασίας, […]), όλα τα χαρακτηριστικά της αναπαραγωγής (εργασία, ανεργία, εκπαίδευση, κοινωνική πρόνοια, οικογένεια), όλα όσα καθιστούσαν την τάξη έναν προσδιορισμό της αναπαραγωγής του ίδιου του κεφαλαίου (δημόσιος χαρακτήρας παρεχόμενων υπηρεσιών, περιχαράκωση της παραγωγής σε έναν εθνικό χώρο, […], «μοίρασμα των οφελών από την αύξηση της παραγωγικότητας»), όλα όσα καθιστούσαν το προλεταριάτο εθνικό συνομιλητή σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, όλα αυτά θεμελίωναν μια εργατική ταυτότητα, που επιβεβαιωνόταν στο ίδιο το εσωτερικό της αναπαραγωγής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, με αφετηρία την οποία διακυβευόταν ο έλεγχος πάνω στο σύνολο της κοινωνίας ως διαχείριση και ηγεμονία» (σελ. 18).

Η μετωπική επίθεση του κεφαλαίου τα διέλυσε γρήγορα όλα αυτά δείχνοντας -σε όσους είχαν μάτια για να δουν- τι είδους ψευδαίσθηση ήταν η ιδέα πως η βαθμιαία επιβεβαίωση της τάξης στο εσωτερικό του συστήματος έφερνε κοντύτερα την μεγάλη κοινωνική μεταβολή και, επιπλέον σε ό,τι αφορά την υπεραριστερά, τι είδους αντίφαση συνιστούσε η επιδίωξη της επιβεβαίωσης και μαζί η άρνηση όλων των μέσων που την πραγματοποιούσαν στην πράξη.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, πριν ακόμη από την επίθεση του κεφαλαίου, το προλεταριάτο «αυθορμήτως» έθετε το ίδιο ζήτημα.

«Η ενίσχυση και η αλλαγή περιεχομένου των ταξικών αγώνων στα τέλη της δεκαετίας του 1960, έκλεισε τον κύκλο που εγκαινιάστηκε το 1918-1919 με τη νίκη της αντεπανάστασης […] Με τον πολλαπλασιασμό των ταραχών στα γκέτο και των άγριων απεργιών, με την εξέγερση ενάντια στην εργασία και το εμπόρευμα, η επιστροφή του προλεταριάτου στο ιστορικό προσκήνιο σηματοδότησε παραδόξως το τέλος της επιβεβαίωσής του […] Στην άγρια γενική απεργία του Μάη στη Γαλλία δεν παρήχθησαν συγκεκριμένα όργανα για την εργατική διαχείριση. Κατά τη διάρκεια του μακρού ιταλικού «έρποντος Μάη», τα συμβούλια εργοστασίων και περιοχών, ακόμα κι αν εξέφραζαν την αυτοοργάνωση της τάξης με τους δικούς της στόχους -όπως τον περιορισμό των ρυθμών εργασίας, τη μείωση των αποστάσεων απέναντι στις μισθολογικές κλίμακες ή την αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών- δεν προσπάθησαν καθόλου να καταλάβουν τον παραγωγικό μηχανισμό, από τον οποίο οι νεαροί νοτιοϊταλοί μετανάστες προλετάριοι ήθελαν απλώς να δραπετεύσουν. Ακόμη και η εξεγερσιακή απεργία του Δεκέμβρη του 1970 στην Πολωνία δεν διέθετε κάποια καθαρή διαχειριστική τάση […]» (σελ. 26). Η εργατική τάξη δεν ήθελε πια να δυναμώσει, δεν ήθελε να νιώθει περηφάνεια για την «ταυτότητά» της. Να δραπετεύσει ήθελε από την καταστατικά αφόρητη εκμεταλλευτική συνθήκη. Καμιά επιβεβαίωση δεν τη βοηθούσε πια σε αυτό.

Δεν είναι η επιβεβαίωση, αλλά η κατάργηση των τάξεων, άρα και της δικής μας τάξης, ο δρόμος που έχουμε να περπατήσουμε, μας λέει ο Ρολάν Σιμόν. Η από τώρα κατάργηση της τάξης, η από τώρα παραγωγή του κομμουνισμού.

Ο κομμουνισμός δεν είναι σχέδιο του μέλλοντος, αλλά παραγωγή του από σήμερα. Η ταξική πάλη, η σύγκρουση με την εκμετάλλευση δεν περιμένει την έλευση κάποιου «υπέρτατου αγαθού», είναι η τωρινή δημιουργία του.

Η ιστορία της υπεραριστεράς είναι η ιστορία των πιο υποψιασμένων για τα σχετικά ζητήματα, έστω και αν δεν τα «απάντησαν», έστω ακόμη κι αν τα έθεσαν «στρεβλά».

Το ίδιο ισχύει και για το βιβλίο του Σιμόν.

Αυτό είναι που το κάνει εξαιρετική αφορμή για σκέψη, ιδίως τώρα που πάλι μας ετοιμάζουν προοδευτικές συμμαχίες και κυβερνήσεις.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

ΟΕΝΓΕ και ΕΝΙΘ στα συλλαλητήρια για την προστασία της Υγείας

Οι συνήγοροι υπεράσπισης για την καταδίκη των 11 Τούρκων και Κούρδων πολιτικών προσφύγων