Σαν σήμερα, στις 9 Ιουλίου 1961 υπογράφηκε η επίσημη συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Αποτελεί την επισφράγιση των μακρόχρονων προσπαθειών του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή να προσδέσει την ελληνική οικονομία στην ευρωπαϊκή αγορά. Δεν έκρυψε από την αρχή κιόλας το ενδιαφέρον του για το νέο οικοδόμημα. Ήδη από την ιδρυτική συνθήκη της Ρώμης, ο Καραμανλής έδειξε τη ζωηρή του επιθυμία για πλήρη σύνδεση, μα ο αμερικανικός παράγοντας, το Κυπριακό, η ανταγωνιστική πρωτοβουλία της Βρετανίας να σχηματίσει με τις σκανδιναβικές χώρες την Ευρωπαϊκή Ζώνη Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), προκαλούσε τη συνεχή αναβολή του σχεδίου του. Η επίσημη επίσκεψη όμως του πρωθυπουργού στην Βόννη τον Νοέμβριο του 1958 και η σύσφιγξη των ελληνογερμανικών σχέσεων μαζί με την επιστροφή του Ντε Γκολ στην πολιτική σκηνή της Γαλλίας συνετέλεσε αποφασιστικά στη στροφή της Ελλάδας προς την ΕΟΚ.
Τη δεκαετία του ’50, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει μία συνεχή αναπτυξιακή προοπτική, που προκαλεί το ενδιαφέρον της ΕΟΚ. Ωστόσο, ο ανταγωνισμός και οι υποδομές της Ελλάδας ιδιαίτερα στον τριτογενή τομέα ήταν από ελάχιστες έως ανύπαρκτες. Οι διαπραγματεύσεις Ελλάδας – ΕΟΚ ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 1959 και κατέληξαν σε συμφωνία τον Μάρτιο του 1961. Η επίσημη συμφωνία σύνδεσης υπογράφηκε στις 9 Ιουλίου του 1961 και άρχισε να ισχύει από τον Νοέμβριο του 1962 αφού πρώτα επικυρώθηκε από τη Βουλή τον Φλεβάρη του ίδιου έτους (απ’ όλα τα κόμματα, πλην της ΕΔΑ).
Η συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στο κοινοβούλιο για την επικύρωση της συμφωνίας ήταν οξύτατη και πρωτόγνωρα έντονη. Η κυβέρνηση αλλά και οι δυνάμεις του κέντρου είχαν απόλυτη σύμπτωση απόψεων, μιας και η ελευθερία της αγοράς αποτελούσε θεμέλιο λίθο στη φιλελεύθερη ταυτότητα των δύο πολιτικών χώρων. Επομένως, αυτή η σφοδρή αντιπαράθεση μετατοπίστηκε στα αριστερά διαζώματα του κοινοβουλίου. Η ΕΔΑ, που αποτελούσε εκείνη την περίοδο υπολογίσιμη δύναμη στην κοινωνία ανέλαβε να καταδείξει τις σαθρές ελπίδες που η ΕΟΚ προκαλούσε στον ελληνικό λαό. Ήταν πολλές οι φωνές – και όχι μόνο εκείνες της αριστεράς, όπως η περίφημη ομάδα Αγγελόπουλου- που υποστήριζαν πως η ΕΟΚ θα προκαλούσε τεράστιες βλάβες στο υπό ανάπτυξη ελληνικό οικονομικό στερέωμα. Άλλωστε τα υποτιθέμενα πλεονεκτήματα που θα επέφερε η κατάργηση των δασμών σε έναν καθόλου ανταγωνιστικό τριτογενή τομέα, θα αποδεκάτιζε τις εξαγωγές. Την ίδια εποχή δημοσιεύεται Η θύελλα της κοινής αγοράς(Ν. Κατσίκης 1962) που προβλέπει ότι οι συνέπειες της σύνδεσης θα είναι ολέθριες για μία οικονομία με πήλινα πόδια.
Οι ιδεολογικές προεκτάσεις που είχε το θέμα της σύνδεσης ήταν εμφανείς και πρόδηλες. Η ελευθερία της αγοράς συγκρουόταν ευθέως με την γοητεία που ασκούσε εκείνη την εποχή η πολλά υποσχόμενη και ανερχόμενη οικονομία των ανατολικών χωρών. Η υπογραφή της σύνδεσης αλλά και η πλήρης ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ το 1979, πρόσδεσε την ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή στην δυτική, απόλυτα καπιταλιστική, οικονομική επιρροή. Η συμφωνία σύνδεσης μπορεί να μην ολοκληρώθηκε ποτέ, μιας και η πολυτάραχη πολιτική ζωή της δεκαετίας του ’60 στάθηκε εμπόδιο στην πλήρη ένταξη της Ελλάδας, αλλά οι συνέπειες των διαπραγματεύσεων έδωσαν πολιτικό προβάδισμα στις κυρίαρχες δυνάμεις της συντήρησης.
Επιμέλεια: Τάσος Ξένος