in

Πόσο ριζοσπαστικός είναι, αλήθεια, ο μαρξισμός; Του Χρήστου Λάσκου

Cedric Robinson, Ανθρωπολογία του μαρξισμού, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σελ. 308 (μετάφραση: Αλέξανδρος Μανωλάτος, εισαγωγή: Πέτρος Παπακωνσταντίνου)

 

Στο βαθύ επίπεδο της δυτικής γνώσης ο μαρξισμός δεν επέφερε καμιά πραγματική τομή-… στεγά-στηκε ανεμπόδιστα … μέσα σε μιαν επιστημολογική διάθεση που τον υποδέχτηκε ευνοϊκά … γιατί βασιζόταν ολόκληρος σε αυτήν.

Μέσα στη σκέψη του δέκατου ένατου αιώνα ο μαρξισμός είναι σαν το ψάρι στο νερό: δηλαδή οπουδήποτε αλλού παύει να αναπνέει

Μισέλ Φουκώ

Το παράθεμα που επιλέγει ο Ρόμπινσον για να ανοίξει το 4ο κεφάλαιο του βιβλίου του –“Ο λόγος περί οικονομικών”- είναι απολύτως ενδεικτικό της πρόθεσης του συγγραφέα. Που δεν είναι άλλη από την αποδόμηση του μαρξισμού ως του κατεξοχήν γνωστικού θεμελίου της σύγχρονης επαναστατικής πολιτικής.

Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά, «[σ]την πολεμική του κατά της αστικής τάξης, ο μαρξισμός αποτέλεσε, όπως μας διαβεβαιώνουν οι οπαδοί του, μια διεισδυτική ανάλυση για τον βαθιά εγκληματικό χαρακτήρα του καπιταλισμού […] Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλες -μαρξιστικές, μη μαρξιστικές ή αντιμαρξιστικές- θεωρήσεις, η θέση του Foucault εμπεριέχει μια ειρωνεία. Υπονοεί ότι ο μαρξισμός δεν συνιστούσε μια φωτεινή ρήξη, μια επαναστατική αποσκίρτηση από τη συλλογίστηκε της αστικής πολιτικής οικονομίας, αλλά «ότι βασίστηκε πλήρως σ’ αυτή»» (σελ. 216).

Συνεπώς, ο υπότιτλος “Κριτική της πολιτικής οικονομίας”, που ακολουθεί τον τίτλο του “Κεφαλαίου” είναι παραπειστικός. Το “Κεφάλαιο” είναι εξίσου Πολιτική Οικονομία όσο και το έργο του Σμιθ ή του Ρικάρντο.

Η άποψη του Αλτουσέρ πως η κριτική του Μαρξ στην Πολιτική Οικονομία είναι ριζική, στο μέτρο που δεν αμφισβητεί το αντικείμενό της, αλλά την ίδια την Πολιτική Οικονομία ως αντικείμενο, είναι εσφαλμένη. Ο Μαρξ αποτελεί συνέχεια, πολύ περισσότερο παρά τομή, σε σχέση με το Ρικάρντο.

Είναι πολύ χαρακτηριστικό το γεγονός πως ο Ρόμπινσον αναφέρει σχεδόν επιδοκιμαστικά την άποψη του Hayden White (από τους σημαντικότερους ιστορικούς υποστηρικτές της γλωσσικής στροφής). Να πώς το θέτει:

«Ο White βλέπει τη μαρξιστική αναπαράσταση της πολιτικής οικονομίας υπό το πρίσμα της τραγωδίας (ο μετασχηματισμός της παραγωγής φέρνει μεγαλύτερη δυστυχία και εντείνει τις ταξικές συγκρούσεις). […Ο] White ισχυρίστηκε ότι η επαναστατική θεωρία του Μαρξ εξέφραζε ασύνειδα μια κωμωδία (όπου οι συγκρούσεις επιλύονται και επέρχεται αρμονία) […] Ο White προσεγγίζει τη φουκωική αντίληψη για το μαρξισμό ως εξής: «Στη συγκεκριμένη ιστορική αφήγηση του Μαρξ η αστική τάξη γίνεται ο τραγικός ήρωας, με την πτώση του οποίου το προλεταριάτο συνειδητοποιεί το μοναδικό κωμικό του πεπρωμένο στην παγκόσμια ιστορία»» (σελ. 273).

Μάλιστα, η ευνοϊκή αντιμετώπιση της αστικής τάξης από τον Μαρξ και τον Ένγκελς αποτελεί ακόμα μια απόδειξη του αναστοχασμού τους ως αστών ιδεολόγων.

Είναι προφανές πως, αν σταματούσα εδώ, θα είχα παραθέσει μέρος μιας θεωρητικής παρωδίας. Ευτυχώς το βιβλίο δεν σταματάει σε αυτού του είδους την κριτική και έτσι κατορθώνει να έχει και μια πραγματικά ενδιαφέρουσα και παραγωγική ματιά πάνω σε ένα εξαιρετικά κρίσιμο ζήτημα της σοσιαλιστικής και της μαρξικής φιλολογίας. Το ζήτημα αυτό συνοψίζεται στο κατά πόσο ο σοσιαλισμός και η αταξική κοινωνία έχουν ως αναγκαία προϋπόθεση το καπιταλιστικό στάδιο της ανθρώπινης ιστορίας, το οποίο δημιουργεί, εν πολλοίς, το θεμέλιο του «βασιλείου της ελευθερίας» αναπτύσσοντας τις παραγωγικές δυνάμεις στο κατάλληλο επίπεδο, ώστε να εξοβελιστεί οριστικά η σπάνις και να εγκαθιδρυθεί μια κατάσταση πραγματικής αφθονίας.

Εδώ ο Ρόμπινσον πιάνει ένα καίριο και φλέγον ζήτημα, το οποίο στοιχειώνει την επαναστατική -και όχι μόνο τη μαρξιστική- παράδοση, διαμορφώνοντας συχνά ένα είδος φιλοσοφίας της ιστορίας, που δικαιώνει ιστορικά τον καπιταλισμό, χωρίς τον οποίο ο σοσιαλισμός θα ήταν αδύνατος. Κι αν, ισχυριζόμενος πως «[ο] Μαρξ υιοθέτησε στην ανάλυσή του πολλές από τις προσεγγίσεις της αστικής ιστοριογραφίας, αποδεχόμενος, με κάποιες παραλλαγές, την αντίληψη περί σταδίων της ανθρώπινης ιστορίας, καθώς και τις ιδεολογικές της προεκτάσεις [και…ε]πιπλέον, υποστήριζε ότι η αστική κοινωνία αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για το σοσιαλισμό, ενώ διατεινόταν ότι χωρίς τον έλεγχο της φύσης, την ξεχωριστή τεχνολογική συνεισφορά της βιομηχανικής κοινωνίας, η σοσιαλιστική κοινωνία δεν θα ήταν εφικτή» (σελ. 152) έχει περισσότερο δίκιο αν αναφέρεται στους επιγόνους -σοσιαλδημοκράτες και σταλινικούς- παρά στον ίδιο τον Μαρξ, δεν παύει, ωστόσο, να θέτει ένα πραγματικό ζήτημα πρακτικής σημασίας.

Να το πω με δικά μου λόγια: αν κέρδιζε τη Ρωμαϊκή ολιγαρχία του 70 π.Χ. ο στρατός των δούλων, υπό την ηγεσία του Σπάρτακου ή αν επικρατούσε πρωτύτερα, τον 3ο αι. στη Μικρά Ασία η δουλική εξέγερση, που έχει συνδεθεί με το όνομα του Αριστόνικου μπορούσε να διαμορφώσει μια εξισωτική κοινωνία ή αυτή ήταν καταδικασμένη να αποσυντεθεί ελλείψει υλικών και πνευματικών προϋποθέσεων; Να, όμως, που υπήρξε η Κοινοπολιτεία των Γκουαρανί στη Λατινική Αμερική, σε περιοχές της Βραζιλίας, της Κολομβίας, του Περού και της Παραγουάης, όπου, για δύο αιώνες, από τα μέσα του 16ου έως τα μέσα του 18ου, υπό την επιρροή των Ιησουιτών, διαμορφώθηκε, σύμφωνα με πολλούς σημαντικούς διανοούμενους της εποχής, μια «ιδανική» πολιτεία με έντονο τον ορθολογικό και κομμουνιστικό χαρακτήρα.

Αυτό που καταμαρτυρεί ο Ρόμπινσον στον Μαρξ είναι πως δεν δίνει τη σημασία που πρέπει στα κομμουνιστικά κινήματα που ξέσπασαν και ξαναξέσπασαν από τα αρχαία χρόνια μέχρι τη σύγχρονη εποχή και πως, επιπλέον, αγνοεί το επαναστατικό και μετασχηματιστικό δυναμικό των κατώτερων τάξεων -δούλων, δουλοπάροικων, εξαρτημένων τεχνιτών, γυναικών, φυλετικά καταπιεσμένων…- που προηγήθηκαν του προλεταριάτου. Μ’ αυτόν τον τρόπο, μη επιλέγοντας να βασίσει την κριτική του και στην μακριά γενεαλογία των διηνεκώς, επί χιλιετίες, ηττημένων είναι πολύ επιρρεπής στην αστική κοσμοαντίληψη.

Αφήνοντας τους στην αφάνεια, αδυνατεί να αντιληφθεί πόσο σημαντική θα ήταν η γνώση σχετικά με τις συλλογικές τους περιπέτειες για την επαναστατική θεωρία και πρακτική σήμερα. Η πλήρης εξαφάνιση των Γνωστικών, των Καθαρών, των Βογομίλων, αλλά και θρησκευτικών ταγμάτων, όπως οι Φραγκισκανοί, οι Δομηνικανοί, αλλά και οι Ιησουίτες, μ’ όλες τις αντιφάσεις τους, καθώς και όσων πολλών έγραψαν σχετικά ιδίως στον ύστερο Μεσαίωνα, απομειώνει την εξεγερσιακή δυναμική των σημερινών επαναστατικών εγχειρημάτων.

Πολύ μεγάλες εξεγέρσεις έχουμε το 1110, το 1125 και το 1127 στη Γαλλία. Την ίδια περίοδο στη Γαλικία έχουμε τον ξεσηκωμό «εργατών γης και χωρικών». Το 12ο και 13ο αιώνα ιδρύονται δημοκρατίες χωρικών στη Φριζία. Το 1260, υπό την ηγεσία του αγράμματου Γεράρδου Σεγκαρέλλι , στην Πάρμα και από εκεί σε ένα μεγάλο τμήμα της Ιταλίας εξαπλώνεται ένα πολύ δυναμικό κίνημα με το όνομα «Αποστολικοί». Στα μέσα του 12ου αιώνα η Ρωμαϊκή Κομμούνα αναστατώνει σε τέτοιο βαθμό την τάξη που χρειάζεται να επιστρατευθεί ο Γερμανός Μπαρμπαρόσα για να την καταστείλει. «Οι χωρικοί βασίζονταν στη συλλογική δράση, μερικές φορές και στην άσκηση βίας. Το 1233-1234 , και ενώ το κίνημα εξαπλωνόταν από πόλη σε πόλη στις περιοχές της Λομβαρδίας και της Ρομάνια, αστικό πλήθος που συνδέονταν με το κίνημα «Αλληλούια» έκανε πλιάτσικο στη Μπολόνια. Το 1251 η Σταυροφορία των Βοσκών αποτέλεσε προπομπό των μαζικών και αγροτικών κυρίως εξεγέρσεων του 14ου και 15ου αιώνα, όπως: «Η Επανάσταση στη θαλάσσια Φλάνδρα» το 1323-1327- η «Ζακερί» στην περιοχή του Παρισιού το 1358- το κίνημα «Τυσινά» στην κεντρική Γαλλία- ο ξεσηκωμός στην Αγγλία το 1381 – οι πόλεμοι των δουλοπάροικων στην Καταλωνία, το 1460 και το 1480» (σελ. 114). Και μετά ο Πόλεμος των Χωρικών στα μέσα του 16ου αι. στη Γερμανία, η παρουσία των Ισοπεδωτών και των Σκαφτιάδων στην Αγγλική Επανάσταση. Αλλά και στο Βυζάντιο η εξέγερση του Θωμά του Σκλάβου τον 9ο αι. ή οι Ζηλωτές στη Θεσσαλονίκη του 14ου αι. Όλοι αυτοί οι μαζικοί ξεσηκωμοί είχαν ως κοινό βασικό χαρακτηριστικό την εμφάνιση ταξικής συνείδησης. Ήταν αναμφίβολα ταξικοί πόλεμοι ακόμη και στα μάτια των χρονικογράφων της εποχής.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως έχουμε να μάθουμε πολλά και χρήσιμα από αυτά τα γεγονότα. Όπως και από τις ιδεολογίες που ενδύθηκαν, οι οποίες πολύ συχνά είχαν αιρετικό χριστιανικό χαρακτήρα. Με τον θεολογικό δυισμό να βρίσκεται στο κέντρο του μηνύματός τους: Ο Θεός είναι τέλειος- τίποτα στον κόσμο δεν είναι τέλειο- άρα, τίποτα στον κόσμο τούτο δεν δημιουργήθηκε από τον Θεό.

Η αριστοτελική διαίρεση του κόσμου ανάμεσα στον άφθαρτο ουρανό και τη φθαρτή Γη επιβεβαίωνε το μανιχαϊστικό μυστικισμό: η Γη ως δημιούργημα του Σατανά, οι ουρανοί ως δημιούργημα του Θεού. Η Εκκλησία, κυρίαρχη στον επίγειο κόσμο, τον κόσμο που ανήκε στον Σατανά, προσδιορίζονταν ως όργανο του Σατανά.

Το βιβλίο του Ρόμπινσον είναι πολύτιμο. Όχι τόσο γι’ αυτά που σκόπευε γράφοντάς το όσο γι’ αυτά που παρεμπιπτόντως προσφέρει. Και είναι πάρα πολλά.

Η εισαγωγή του Πέτρου Παπακωνσταντίνου θα σας βοηθήσει να καταλάβετε τι εννοώ με την τελευταία μου διατύπωση.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ακόμη μια έξωση αναγνωρισμένης προσφύγισσας από διαμέρισμα στη Θεσσαλονίκη

Συκιές Θεσσαλονίκης: Τετραμελής οικογένεια κινδυνεύει να μείνει στον δρόμο μετά από πλειστηριασμό της πρώτης κατοικίας