in

Πολιτική εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων και κοινωνικές λαϊκές διαμεσολαβήσεις. Του Ανέστη Ταρπάγκου

Πολιτική εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων και κοινωνικές λαϊκές διαμεσολαβήσεις. Του Ανέστη Ταρπάγκου

Ήδη από το μεταίχμιο του 1980 και μέχρι τα τελευταία χρόνια η ελληνική σοσιαλδημοκρατία κατά κύριο λόγο (και δευτερευόντως η Αριστερά) αποτέλεσε τον πολιτικό φορέα εκπροσώπησης των λαϊκών τάξεων, κυρίως μάλιστα της μισθωτής εργασίας. Στη μεταρρυθμιστική και στη μετέπειτα εκσυγχρονιστική αναπτυξιακή της κυβερνητική πολιτική τα λαϊκά στρώματα είδαν τα κοινωνικά τους συμφέροντα να ικανοποιούνται σε έναν στοιχειώδη βαθμό και σε κάθε περίπτωση δεν είχαν αντιμετωπίσει την όποια επιθετική και σαρωτική τους αμφισβήτηση, όπως είχε συμβεί με τον μετωπικό νεοσυντηρητισμό της δεξιάς παράταξης στην τριετία 1990-93, πάντοτε βέβαια εντός των πλαισίων των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Μπορεί να καταγράφηκε μια ορισμένη σχετική παραφθορά στη διάρκεια των τελευταίων τριών δεκαετιών, ωστόσο όμως μέχρι την εκλογική αναμέτρηση του Οκτωβρίου 2009 το ΠΑΣΟΚ κατόρθωνε να διατηρεί τις λαϊκές εκλογικές και συνδικαλιστικές του εκπροσωπήσεις (44%).

 

Αρκούν οι λαϊκές εκπροσωπήσεις στη χάραξη ριζοσπαστικής πολιτικής;

Εντούτοις, από εκεί και πέρα και μέχρι τις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, η σοσιαλδημοκρατία, μπροστά στις μεγάλες προκλήσεις της καπιταλιστικής κρίσης και του διογκούμενου δημόσιου χρέους, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη «μέση οδό» και να ξεκινήσει την εφαρμογή των μνημονιακών πολιτικών, από κοινού με τα άλλα αστικά κόμματα (Ν.Δ., ΛΑΟΣ, ΔΗΜ.ΑΡ.). Η απονομιμοποίηση που επήλθε από αυτή τη μετάλλαξη, σε συνδυασμό με την ανάταξη του εργατικού απεργιακού κινήματος της περιόδου 2010-12, επέφερε την εγκατάλειψη της νεοφιλελεύθερα μεταλλαγμένης σοσιαλδημοκρατίας από την πλευρά των εργατικών κοινωνικών στρωμάτων και τη στροφή τους προς τα αριστερά. Έτσι, από τις εκλογικές αναμετρήσεις του Μαΐου – Ιουνίου 2012 και μετά, δεν ήταν παρά ο πολιτικός σχηματισμός της ριζοσπαστικής Αριστεράς που κατέστη ο φορέας εκπροσώπησης των πληβειακών τάξεων της ελληνικής κοινωνίας, πράγμα που είχε τις αντανακλάσεις του στην αριστερή ριζοσπαστική πολιτική.

Ήδη από την ιστορική εμπειρία του ΠΑΣΟΚ είχε γίνει πλέον φανερό ότι η μετάπτωσή του σε ποσοστά εκλογικής εκπροσώπησης υποδεκαπλάσια εκείνων του 1989 επήλθε λόγω της εγκατάλειψης της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής (αναδιανομής εισοδήματος, προάσπισης δημόσιων υπηρεσιών κ.λπ.) και της υιοθέτησης του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, δηλαδή μιας μετωπικής επίθεσης στα ίδια τα κοινωνικά στρώματα που εκπροσωπούσε. Άρα η εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων δεν μπορεί παρά να συμβαδίσει με μέτρα ριζοσπαστισμού, λαϊκού χαρακτήρα, που μπορούν και να διασφαλίσουν τις σχετικές διαδικασίες κοινωνικής συναίνεσης. Η πολιτική ανάληψη της εκπροσώπησης αυτών των κοινωνικών δυνάμεων των «από κάτω» από τον ΣΥΡΙΖΑ, σε παρόμοιο περιβάλλον (ύφεσης και συνέχισης της καπιταλιστικής κρίσης, υπερδιόγκωσης του δημόσιου χρέους, εξαθλίωσης σημαντικών τμημάτων της κοινωνίας κ.ά.), βρέθηκε μπροστά στην αντίστοιχη ιστορική πρόκληση.

Βέβαια, αυτό το καινούργιο πολιτικό φαινόμενο (αντιπροσώπευση εργαζομένων, ανέργων, νεολαίας από τη Ριζοσπαστική Αριστερά) συνοδεύτηκε από δύο χαρακτηριστικά διαφορετικά από ό,τι προηγούμενα με την εμπειρία της σοσιαλδημοκρατίας: Από τη μια πλευρά οι εκπροσωπήσεις αυτές παρέμειναν σχεδόν αποκλειστικά εκλογικού χαρακτήρα και δεν διαμεσολαβούνταν από ενδιάμεσες μορφές κοινωνικής συγκρότησης (κυρίως εργατικού συνδικαλιστικού, αλλά και οικολογικού κ.λπ. κινήματος), που μπορούσαν να προσδώσουν πολύ ισχυρότερα και αποτελεσματικότερα χαρακτηριστικά.

Από την άλλη πλευρά, παρ’ όλες αυτές τις πληβειακές εργατικές εκπροσωπήσεις, ο κόσμος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς συνέχισε να τοποθετείται ιστορικά στο πεδίο των μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας (τμήματα της νέας μισθωτής μικροαστικής τάξης στο Δημόσιο, επιστημονικά στρώματα ελεύθερων επαγγελματιών), που είχαν μεν ριζοσπαστικά αντινεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά, ωστόσο η θέση τους στον ιεραρχικό καταμερισμό της εργασίας ήταν σαφέστερα πιο προνομιακή από εκείνην των εκλογικά εκπροσωπούμενων πληβειακών στρωμάτων, πράγμα που υπαγόρευε και διαφορετικές οπτικές αντιμετώπισης της κρίσης.

Είναι περισσότερο από προφανές ότι η διατήρηση αυτών των λαϊκών εκπροσωπήσεων δεν μπορεί παρά να βαδίζει παράλληλα με την ικανοποίηση βασικών κοινωνικών προσδοκιών (αποκατάσταση μισθών, προάσπιση ασφαλιστικού συστήματος, αποτελεσματική αντιμετώπιση της ανεργίας κ.ά.). Στην αντίθετη περίπτωση, ο δρόμος της παραφθοράς που γνώρισε η ελληνική σοσιαλδημοκρατία στην περίοδο 2009-2015 θα είναι και ο πιθανότερος των πολιτικών εξελίξεων. Απεναντίας μια τέτοια αντιστοιχία δεν ισχύει για τις πολιτικές δυνάμεις του συντηρητικού μετώπου (Ν.Δ. και Ακροδεξιάς), οι οποίες, παρ’ όλη τη μετωπική μνημονιακή τους πολιτική, κατόρθωσαν να συγκρατούνται σε ένα επίπεδο εκλογικής εκπροσώπησης του ενός τρίτου του εκλογικού σώματος. Κι αυτό γιατί αυτές οι πολιτικές δυνάμεις εδράζονται και εκπροσωπούν καθαρά τη συμμαχία της αστικής τάξης με τη μεγάλη πλειονότητα των μικροαστικών τάξεων, που επιδιώκουν την εφαρμογή και έχουν ταξικό συμφέρον από την υλοποίηση των Μνημονίων. Άλλωστε αυτές οι δυνάμεις ήταν και ο κεντρικός κορμός του «μαύρου μετώπου» του «Ναι» στο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Όσο πιο ισχυρή ήταν η επίθεση στα λαϊκά συμφέροντα και δικαιώματα από τις συντηρητικές δυνάμεις, τόσο πιο ισχυρή ήταν η κοινωνική συμμαχία των «από πάνω» (αστών και μικροαστών).

 

Η “κοινωνικοποίηση” της Αριστεράς αντίδοτο στις αστικές μεταλλάξεις

Οι λαϊκές τάξεις, πέρα από την έκφραση της εκλογικής τους προτίμησης προς τη Ριζοσπαστική Αριστερά, με έναν τρόπο μαζικό και κατηγορηματικό, δεν συμμετέχουν σ’ ολόκληρη την τρέχουσα περίοδο σε οποιαδήποτε ενδιάμεση διαδικασία κοινωνικής (συνδικαλιστικής) συγκρότησης και παρέμβασης. Ενδεικτική η ολοσχερής παραφθορά του εργατικού συνδικαλισμού στον ιδιωτικό τομέα, πράγμα που αναδεικνύει ένα πρωτοφανές φαινόμενο στα ευρωπαϊκά χρονικά (άγνωστο παντελώς στο ιταλικό, γαλλικό, ισπανικό και πορτογαλικό εργατικό κίνημα): Η χρεοκοπημένη σοσιαλδημοκρατία του 5% να «ελέγχει» τη γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ και οι δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς με 40% εκλογικής επιρροής να είναι εξαιρετικά μειοψηφικές. Η όποια διαφορετική κατάσταση των κοινωνικών εκπροσωπήσεων στον δημόσιο τομέα, όπως στους εκπαιδευτικούς και εν μέρει στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, δεν είναι παρά η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Προφανώς η εμφάνιση σχετικών εκπροσωπήσεων από τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ έχει σε μεγάλο βαθμό πλασματικά χαρακτηριστικά και σε κάθε περίπτωση η σημασία της ακυρώνεται από τον απομονωτισμό και την περιχαράκωση του ΚΚΕ. Και προφανώς πρόκειται για την τεράστια πλειοψηφία των εργαζομένων στην καπιταλιστική παραγωγή, των ανέργων και των συνταξιούχων, που, παρά την έκφραση της εκλογικής τους εμπιστοσύνης προς τις αριστερές ριζοσπαστικές δυνάμεις, στερούνται παντελώς σχεδόν κοινωνικής συνδικαλιστικής δικτύωσης και εκπροσώπησης.

Έτσι συνολικά η ελληνική Αριστερά, στην πολλαπλότητα των εκφράσεών της, ενώ κατόρθωσε, μετά από δεκαετίες, να καταστεί πλειοψηφική πολιτική δύναμη που φτάνει αθροιστικά το 45%, εντούτοις αυτή η πολιτική επιρροή, ιδιαίτερα στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, στερείται οργανικών διασυνδέσεων με τις λαϊκές τάξεις που εκπροσωπεί και αυτές στερούνται του αναγκαίου ενδιάμεσου κοινωνικού (συνδικαλιστικού) ιστού διαμεσολάβησης. Είναι προφανές άρα ότι σ’ αυτή την περίπτωση η πλειοψηφική αριστερή επιρροή είναι εξαιρετικά ευάλωτη και αναστρέψιμη. Συνεπώς η «κοινωνικοποίηση» του ελληνικού αριστερού κινήματος στις διαφοροποιημένες εκδοχές του (κεντροαριστερής άμυνας, ριζοσπαστικής ή αντικαπιταλιστικής αντιπολίτευσης) είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για την αποτελεσματικότητα της Αριστεράς, σε μια συγκυρία μάλιστα ανεπάρκειας του αστικού πολιτικού καθεστώτος να ξαναπάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων στα χέρια του. Η αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, ελλείψει ουσιαστικών και υπαρκτών κοινωνικών διαμεσολαβητικών εκπροσωπήσεων, λειτουργεί εξ αντικειμένου, και ανεξάρτητα αν στη διακυβέρνηση βρίσκονται αριστεροί σχηματισμοί, αποκλειστικά προς όφελος των αστικών οικονομικών συμφερόντων.

Δεν είναι τυχαίο ότι το γεγονός αυτό της απουσίας αντιστοίχισης ανάμεσα στις κοινοβουλευτικές εκπροσωπήσεις και στις κοινωνικές διαμεσολαβήσεις που χαρακτήρισε την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον στην περίοδο 2012-15, βρίσκεται, μεταξύ των άλλων, στην αφετηρία της κυβερνητικής του πορείας στη διάρκεια της τρέχουσας χρονιάς. Ενδεχομένως θα είχε αποτραπεί η ψήφιση και εφαρμογή του 3ου Μνημονίου, θα είχε υπάρξει αποτελεσματικότερη διαχείριση του ζητήματος του δημόσιου χρέους, θα είχε εφαρμοστεί το προοδευτικό λαϊκό πρόγραμμα που διακηρυσσόταν μέχρι το τέλος του 2014, θα είχαν τεθεί ισχυροί φραγμοί στις οικονομικές υπαγορεύσεις των θεσμικών ευρωπαϊκών κέντρων και της ίδιας της ελληνικής αστικής τάξης. Η αυτονόμηση της κυβερνητικής εξουσίας, η περιθωριοποίηση του πολιτικού ριζοσπαστικού υποκειμένου, η μονοδιάστατη κοινοβουλευτική επικράτηση, η απουσία δηλαδή «κοινωνικοποίησης», βρίσκεται, πέραν των άλλων, τόσο στην αφετηρία της ακύρωσης ελπίδων και της διάψευσης προσδοκιών όσο και στο πεδίο των σημερινών βαθύτατων πολιτικών αντιφάσεων της κυβερνητικής πολιτικής, αλλά και της δυστοκίας διαμόρφωσης εναλλακτικής ριζοσπαστικής αριστερής διεξόδου.

πηγή: Αυγη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας

«Ταξίδι στην Ιταλία» από την Κινηματογραφική Λέσχη των εργαζομένων της ΕΡΤ-3