Σε πεδίο εφαρμογής της κατάργησης του μοντέλου της πλήρους και σταθερής εργασίας εξελίσσεται η πόλη της Θεσσαλονίκης, σύμφωνα και με τα στοιχεία (τα λειψά στοιχεία, όπως θα δούμε παρακάτω) του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας για τις αναγγελίες προσλήψεων και μετατροπών συμβάσεων μέσα στο πρώτο δίμηνο του 2011. Η ιστορία βέβαια μόνο καινούρια δεν είναι, καθώς υπάρχουν στοιχεία και πρωτογενείς μελέτες στα τμήματα κοινωνικής επιθεώρησης του νομού που δείχνουν πως οι άτυπες μορφές εργασίας είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στους εργοδότες της Θεσσαλονίκης ήδη εδώ και 12 χρόνια, από τότε δηλαδή που πέρασαν οι πρώτοι νόμοι που δημιούργησαν το θεσμικό πλαίσιο για τη γιγάντωση της μερικής απασχόλησης. Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, που επιβεβαιώνουν πλήρως τις τάσεις που εμφανίστηκαν το 2009 και το 2010, οι προσλήψεις με μερική απασχόληση στη Θεσσαλονίκη είναι περισσότερες από αυτές με πλήρη απασχόληση. Μάλιστα, αν στις προσλήψεις με μερική απασχόληση προστεθούν και αυτές με εκ περιτροπής – το νέο φρούτο της τριήμερης ή τετραήμερης εργασίας – τότε οι προσλήψεις με πλήρη απασχόληση κάθονται και την τρώνε όπως την έφαγε η Τότεναμ από την – ιδιαίτερα μισητή – Ρεάλ Μαδρίτης. Συγκεκριμένα, Γενάρη και Φλεβάρη στο νομό Θεσσαλονίκης 3865 επιχειρήσεις προχώρησαν σε προσλήψεις. Από αυτές τις προσλήψεις μόνο οι 2901 ήταν με πλήρη απασχόληση, οι 4003(!) ήταν με μερική και οι 1665 με εκ περιτροπής εργασία. Το φαινόμενο, γιατί περί φαινομένου πρόκειται, συναντάται επίσης στους νομούς Ιωαννίνων και Αιτωλοακαρνανίας και κατά ένα τρόπο στην Ξάνθη, όπου το άθροισμα των προσλήψεων μερικής και εκ περιτροπής εργασίας είναι μεγαλύτερο από τον αριθμό των προσλήψεων με πλήρη απασχόληση. Με δεδομένο ότι Ιωάννινα και Αιτωλοακαρνανία αποτελούν μικρά μεγέθη για την αγορά εργασίας, η περίπτωση της Θεσσαλονίκης διατηρεί άνευ συναγωνισμού τα σκήπτρα στις εργασιακές σχέσεις λάστιχο… Φήμες λένε πως γι’ αυτήν την κατάσταση το περιοδικό «Κεφάλαιο» σύντομα θα βραβεύσει τον δήμαρχο της πόλεως μας, κυρ Γιάννη Μπουτάρη, ο οποίος σκέπτεται να αξιοποιήσει ως τουριστική ατραξιόν τους εργαζόμενους λάστιχο της Θεσσαλονίκης.
Όσον αφορά τις άλλες περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας, άσχημα για τους εργαζόμενους και υπέροχα για τους εργοδότες εξελίσσονται τα πράγματα στην Πιερία, αλλά και στο Κιλκίς, που τον Γενάρη 280 εργαζόμενοι χτυπήθηκαν από τη σφαλιάρα της αναγκαστικής – με μονομερή απόφαση του εργοδότη – εκ περιτροπής εργασίας. Πίσω στη Θεσσαλονίκη, το Γενάρη και το Φλεβάρη 1540 εργαζόμενοι, με πλήρη εργασία, μπήκαν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, χάνοντας περίπου το 25% των αποδοχών τους. Σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας – με τη συναίνεση τους, δηλαδή με την απειλή της απόλυσης στον κρόταφο – μπήκαν 1030. Άλλοι 81 – οι 33 τον Γενάρη και οι 48 τον Φλεβάρη – μπήκαν σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας με μονομερή απόφαση των εργοδοτών τους, που προφανώς (οι εργοδότες) πίνουν νερό στο όνομα των συντρόφων σοσιαλιστών υπουργών, Ανδρέα Λοβέρδου και Λούκας Κατσέλη. Όμως τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι, καθώς το Φλεβάρη η μία από τις δύο μεγάλες εκδοτικές επιχειρήσεις της πόλης έβαλε, με μονομερή απόφαση της εργοδοσίας, το σύνολο του προσωπικού της, περισσότεροι από 230 εργαζόμενοι, σε καθεστώς εκ περιτροπής εργασίας. Αυτό πάει να πει πως αφενός η ενημέρωση των κεντρικών υπηρεσιών του Σώματος Επιθεωρητών Εργασίας από τις περιφερειακές διευθύνσεις γίνεται με μία κάποια καθυστέρηση και αφετέρου πως η κατάσταση στη Θεσσαλονίκη είναι χειρότερη από αυτή που δείχνουν τα επίσημα στοιχεία.
Αν και είναι κάπως μάταιο, γιατί ο νεοφιλελευθερισμός είναι ο πολιτισμός των λαμόγιων, αξίζει να σημειώσουμε πως πριν από μερικά χρόνια πολλοί σύντροφοι σοσιαλιστές του ΠΑΣΟΚ, όπως η συντρόφισσα Άννα Διαμαντοπούλου, υποστήριζαν πως η μερική απασχόληση είναι μία απάντηση απέναντι στην ανεργία. Πως αν, δηλαδή, χωρίσουμε μία θέση εργασίας στα δύο τότε τα ποσοστά ανεργίας θα κρατηθούν χαμηλά. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης διαψεύστηκαν παταγωδώς, καθώς ενώ τα ποσοστά μερικής απασχόλησης είναι περίπου διπλάσια απ’ ότι πανελλαδικά, η ανεργία στο νομό είναι πολύ μεγαλύτερη – κατά 2 με 3 ποσοστιαίες μονάδες, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής – από τον μέσο πανελλαδικό όρο.