Μέχρι το νομοσχέδιο για τα κολέγια να συζητηθεί στη Βουλή, η πρώτη επιλογή κυβερνώντων και φίλων της κυβέρνησης δεν είναι η βία απέναντι στις καταλήψεις. Ράδβος πίπτει, αλοίμονο. Αλλά το βασικό χαρτί, για την ώρα τουλάχιστον, είναι ο κοινωνικός αυτοματισμός, η δημιουργία κοινωνικής δυσφορίας, η παρουσίαση της κυβέρνησης ως θύμα φανατισμένων που κλείνουν «πάλι» τα πανεπιστήμια γιατί μπορούν – γιατί «τους αφήνουμε». Παρατηρώ τους αγανακτισμένους. Το πρώτο που μου κάνει εντύπωση: είναι πανεπιστήμονες.
Λυπούνται, σαν κοινωνιολόγοι, τα παιδιά που πληρώνουν νοίκια απ’ το υστέρημα των γονιών τους, και που τώρα κινδυνεύουν να χάσουν λεφτά και εξεταστική. Δεν κινδυνεύουν λόγω του νομοσχεδίου, που για λόγους τακτικής η κυβέρνηση το φέρνει κουτοπόνηρα μέσα στην εξεταστική. Θύτης και θύμα, επιτιθέμενος και αμυνόμενος, οι ρόλοι στο μυαλό των πανεπιστημόνων γυρίζουν ανάποδα.
Είναι εγκληματολόγοι: προειδοποιούν με φρίκη για τους νεαρούς βάνδαλους, επινοούν μάρτυρες επιθέσεων κουκουλοφόρων με μαχαίρια σε αμφιθέατρα, όπως αποδεδειγμένα πριν από δύο Κυριακές η Καθημερινή. Λένε για «διακεκριμένες φθορές», δείχνοντας αφίσες και γκράφιτι. Ζητούν κράτος να αποκαταστήσει την δημόσια τάξη. Κι αφού η δημόσια τάξη δεν κινδυνεύει, απαιτούν, πιο αόριστα αλλά πιο εμφατικά, αίσθημα ασφάλειας, που δεν είναι το ίδιο. Η πολιτική των πολλών τους φαίνεται κίνδυνος, παραβατικότητα, ήπια εγκληματικότητα, έγκλημα – όλα μαζί.
Σαν ψυχολόγοι, βλέπουν τους καταληψίες ως διαταραγμένους που, γύρευε ποιοι απόντες γονείς, απέτυχαν να τους διδάξουν όρια. Οι καταλήψεις είναι ψυχοπαθολογία που κληροδοτείται από γενιά σε γενιά σε όλη τη Μεταπολίτευση: οι παθολογικοί δημιουργούν πρόβλημα και κάνουν κακό (αν δεν είναι και επικίνδυνοι…), πρώτα για το σύνολο, έπειτα για τον εαυτό τους.
Οι κυβερνητικοί είναι, ασφαλώς, ηθικοί φιλόσοφοι: οι καταληψίες δεν έχουν τρόπους, φωνασκούν, αγνοούν μεγαλύτερους και ιεραρχικά ανώτερους, δεν σέβονται, επικαλούνται θεατρικά μια κατά φαντασία δημοκρατία, κακοποιώντας τη Δημοκρατία με Δ κεφαλαίο – τη Δημοκρατία ως καθεστώς. Οι καταλήψεις είναι δείκτης έκπτωσης αξιών, ηθικής παρακμής, απουσίας φρένων.
Δεν λείπουν οι πολιτικοί επιστήμονες: οι φοιτητές που καταψηφίζουν τη φιλοκυβερνητική παράταξη στα αμφιθέατρα υποκινούνται από εξτρεμιστές φοιτητοπατέρες και επαγγελματίες αντιφρονούντες – χώρια τη μικρή συμμετοχή, που η ΔΑΠ αποτυγχάνει να κάνει μεγαλύτερη. Οι καταλήψεις και η περιφρούρησή τους είναι τουλάχιστον βία: φασισμός. Οι κινητοποιήσεις προξενούν βλάβη μεγαλύτερη από αυτή που «τάχα» πάνε να αποτρέψουν. Σκηνοθετούν ένα βαλκανικό ’68, πιθηκίζουν το Πολυτεχνείο, ευτελίζουν το φοιτητικό κίνημα παλιότερων ηρωικών γενιών – όσο πιο παλιών, τόσο πιο γνήσιων.
Το Κόμμα της Αντικατάληψης διαθέτει διαπρεπείς νομικούς: οι καταλήψεις είναι διατάραξη οικιακής ειρήνης, η ανοχή τους από δημόσιους λειτουργούς συνιστά παράβαση καθήκοντος, η παράτασή τους αντίκειται στα Άρθρα 4 και 5 του Συντάγματος περί ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ισότητας στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις όλων των πολιτών. Η γενική ευαισθησία για τους νόμους και το Σύνταγμα, αναισθησία για τη συγκεκριμένη υπέρβαση του συνταγματικού Άρθρου 16.
Οι εχθροί των καταλήψεων είναι, σε κάθε περίπτωση, ανθρωπολόγοι: οι καταλήψεις προδίδουν τριτοκοσμικό κράτος, και οι καταληψίες αποτελούν ένα υβρίδιο Χεζμπολά, Χομεϊνήδων και Ερυθρών Χμερ. Χώρα χωρίς ιδιωτικά πανεπιστήμια είναι Σοβιετία και Κορέα (μαζί), κι ας μην είναι πανεπιστήμια τα κολέγια που θα διεκδικήσουν ισοτίμηση με το δημόσιο πανεπιστήμιο. Ο πολιτισμός των καταληψιών είναι «πολιτισμός» χασομέρηδων φραπεδοφόρων που φλυαρούν για την Παλαιστίνη – και που γι’ αυτό δεν αξίζουν το δώρο του δωρεάν πανεπιστημίου. Πραγματικός πολιτισμός είναι ο φιλελευθερισμός της τάξης – ό,τι οι γερμανοί αποκαλούσαν από τον Μεσοπόλεμο ορντοφιλελευθερισμό: φιλελεύθερο κράτος με κεντρικό ρόλο στην εγκαθίδρυση και την αστυνόμευση αγορών.
Οι πανεπιστήμονες είναι αντιφατικοί. Βλέποντας τις καταλήψεις ως πρόβλημα νόμου και τάξης, πολιτισμού και αισθητικής, ψυχολογίας και ηθικής, απαξιώνουν τους φοιτητές ως απολίτικους, σα να υπήρχε δημοκρατία άξια να λέγεται τέτοια, όπου οι κυβερνήσεις έχουν το μονοπώλιο στην πολιτική. Αντιμετωπίζοντας, την ίδια στιγμή, τους καταληψίες ως υποκινημένους, οι πανεπιστήμονες παρουσιάζουν παραπειστικά την κυβέρνηση ως πολιτικά ουδέτερη «διοίκηση»: πολιτική, κάτι μιαρό κατά βάση, κάνουν οι εξτρεμιστές, όσο η κυβέρνηση πασχίζει για το γενικό καλό.
Ανησυχούν για τα οικονομικά της λαϊκής οικογένειας· αν όμως οι καταλήψεις ηττηθούν, τα ιδιωτικά κολέγια θα ζητούν δίδακτρα – και δεν θα υπάρχει λόγος να μην κάνουν το ίδιο και τα προγράμματα προπτυχιακών σπουδών του δημόσιου πανεπιστημίου: συμβαίνει ήδη με τα μεταπτυχιακά και, σε προπτυχιακό επίπεδο, με το αγγλόφωνο προπτυχιακό της Ιατρικής του ΑΠΘ. Συμβαίνει ήδη όπου οι κυβερνήσεις ανοίγουν αγορές υπηρεσιών (εκπαίδευσης, υγείας, τηλεπικοινωνιών, ενέργειας), εκθέτοντας δημόσιο και ιδιωτικό τομέα σε ανταγωνισμό για οικονομικούς πόρους, στελεχιακό δυναμικό και συμβολικό κεφάλαιο. Και θα συμβεί σε μια χώρα που οι άνθρωποι δεν τα βγάζουν πέρα για περισσότερες από δέκα μέρες το μήνα.
Οι αντικαταληψίες θέλουν τους φοιτητές επινοητικούς: τους κουνούν το δάχτυλο ότι κάθε μορφή αγώνα οφείλει να έχει όρια για να μην είναι αντικοινωνική – να μη βλάπτει τα άλλα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας. Όμως η άσκηση πίεσης προς τους φοιτητές για το πώς αγωνίζονται, είναι μια τέλεια ρίψη της μπάλας προς την εξέδρα: όλοι να κοιτάμε πώς παίζουν οι φοιτητές, κανένας τι επιδιώκει η κυβέρνηση εναντίον τους. Κανένας την πολιτική και την οικονομική διάσταση της απαξίωσης του δημόσιου πανεπιστημίου, που είναι κοινότητα διδασκόντων και διδασκομένων: όχι διδασκόντων, διδασκομένων και ιδιοκτητών.
Διυλίζοντας αφίσες και γκράφιτι στους τοίχους, απαξιώνοντας τους φοιτητές ως ημιτρομοκράτες ή παρασυρμένα «παιδιά», οι φίλοι της τάξεως στα πανεπιστήμια καταπίνουν την κάμηλο της παράκαμψης του άρθρου 16 και του ευτελισμού του κράτους δικαίου στην Ελλάδα, που έφτασε να απασχολεί πια το Ευρωκοινοβούλιο – τυπικοί κουτοπόνηροι ενήλικες.
Τα μέσα ενός αγώνα δεν είναι, φυσικά, αυτοσκοπός. Αν το παρατηρήσατε, όμως, οι πανεπιστήμονες ενδιαφέρονται υπερβολικά για τα μέσα, αδιαφορώντας επιδεικτικά για τους σκοπούς. Αντίθετα, για την κυβέρνηση η ιδιωτικοποίηση (είτε της παροχής, είτε της χρηματοδότησης κοινωνικών υπηρεσιών) είναι αυτοσκοπός. Κάπως έτσι, χωρίς να είναι ριμέικ της Ναντέρ, της Φραγκφούρτης, του Μπέρκλεϊ ή του Πολυτεχνείου (σημαντικών σημείων αναφοράς του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού), οι καταλήψεις είναι το φρένο στη «νομιμότητα» εκείνη που χλευάζει το δίκιο.