Ήταν σαφής και ευσύνοπτος ο υπουργός της Παιδείας Ανδρέας Λοβέρδος, στις αγωνιώδεις δηλώσεις του μετά το τέλος της παρέλασης για την 28η Οκτωβρίου.«Για να αποτίσουμε τιμή σε αυτούς που έδωσαν την ζωή τους για να είμαστε εμείς σήμερα ελεύθεροι και για να χαρούμε τα παιδιά μας που παρελαύνουν πρέπει να κάνουμε μία ανακωχή αυτές τις ημέρες. Σε λίγο θα διαλύουμε και την Ανάσταση ή τον Επιτάφιο;». Πάει να πει ότι έχει πλήρη συνείδηση του κοινωνικού πολέμου ο οποίος εξελίσσεται στη χώρα. Κι ο φόβος της διάλυσης φριχτά αργοσέρνεται.
Γνωρίζει επίσης πολύ καλά ότι αυτός δεν βρίσκεται στο ίδιο χαράκωμα με την κοινωνία. Οπότε ζητάει μια μέρα ανακωχή για να γιατροπορέψουν οι αντιμαχόμενοι τις πληγές τους. Θέλει μια ανάπαυλα, μια ανάσα, μια επιστροφή στην αγία «κανονικότητα» υπέρ της οποίας ομνύει ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Κανονικότητα με κάγκελα δεν γίνεται. Κανονικότητα με αστυνομικούς που φυλάσσουν τα άρματα μάχης δεν γίνεται. Κάτι δεν πάει καλά.
Κανονικότητα είναι οι επίσημοι να κορδώνονται σε εξέδρες, η μαθητιώσα νεολαία να κάνει παρέλαση, το στράτευμα να υψώνει ομοιόμορφα τα χέρια στο ύψος του ώμου, οι άνεργοι να χαίρονται, οι προς απόλυση δημόσιοι υπάλληλοι να πανηγυρίζουν, οι τραπεζίτες να καταρτίζουν νέους προϋπολογισμούς, το σύστημα υγείας να αποδιοργανώνεται και κανείς να μην διαμαρτύρεται. Η κανονικότητα δεν περικλείει διαμαρτυρία. Έχει μόνο συμφωνίες και σιωπή. Εννοείται ότι η κανονικότητα των εθνικών επετείων, των δικών μας επετείων, των δικών μας παρελάσεων είναι αφορμή για προσωρινή επιστροφή στα πράσινα λιβάδια όπου χαρωπές οικογένειες γιορτάζουνε την σχόλη. Οι παρελάσεις και η ευθυγράμμιση της σφιγμένης γροθιάς είναι κακό πράγμα μόνο στη Βόρεια Κορέα.
Όλα ετούτα τα περιέγραψε πολύ όμορφα ο κ. Λοβέρδος. Θα πρέπει να έσκιζε στις μαθητικές εκθέσεις των επετείων. Τις μέρες αυτές όλοι έκαναν μια ανάπαυλα και σύσσωμο το έθνος ξεχυνόταν να κατακτήσει τις νέες κορυφές της δόξας. Δεν έχουν νόημα οι αλληλοσπαραγμοί. Φτωχόπαιδα και γόνοι των κολεγίων ζαλώνονται τους γυλιούς και μέσα σε χειροκροτήματα θυσιάζουν χέρια και πόδια, και τις ζωές τους ακόμη, ενόσω, οι μπάντες παιανίζουν ύμνους στην κανονικότητα. Ο ύμνος του ΕΑΜ αντιθέτως μας χωρίζει. Εμάς από τους άλλους. Σάμπως και οι ταγματασφαλίτες για μια κανονικότητα δεν αγωνίστηκαν; Κι ερχόταν ο ΕΛΑΣ και ανάγκαζε τα Ες Ες να βάζουνε κάγκελα για να αποτρέπουν τις διαμαρτυρίες. Τι νομίζετε δεν ήθελαν οι Δαγκουλαίοι να κάνουνε την παρέλασή τους όμορφα κι ωραία;
Να κάνουμε ανακωχή, μας προέτρεψε ο υπουργός της παιδείας. Σε ένδειξη της αυτοκριτικής του διάθεσής του παρήγγειλε και μια ΕΔΕ γιατί το πρωτόκολλο δεν το ενημέρωσε για την ανάγκη παρουσίας στη δοξολογία. Του έχει λείψει μιας μέρας, μιας στιγμής ξεκούραση και ανεμελιά. Και για να βρει την ηρεμία του επιστρατεύει χιλιάδες αστυνομικούς και δεκάδες υπάλληλοι δένουνε τα κάγκελα, μη ξεμείνει καμιά χαραμάδα, να πάει από πίσω τους ο υπουργός για να χαρεί την επίπλαστη, έστω, ασφαλή κανονικότητα.
Φτάσαμε στο σημείο -άκουσον άκουσον- οι ταγοί του έθνους, οι έμπλεοι εθνικού φρονήματος αρθρογράφοι να βαρυγκωμούν ότι με τέτοιο τρόπο και με κάγκελα δεν γίνεται να εορτάζουμε.
Το χειρότερο είναι ότι, εφέτος, δεν μαζεύτηκαν διαμαρτυρόμενοι γύρω από τα κάγκελα παρά μόνο όσοι ήθελαν να δουν τα παιδιά τους στην παρέλαση και ούτε αυτοί δεν τα κατάφεραν, οπότε τζάμπα τόσος κόπος και ανησυχία. Είχαμε δηλαδή μια ανακωχή την οποία δεν αντιλήφθηκε ο υπουργός και δεν την χάρηκε διόλου την αιφνίδια εκεχειρία. Κοιτούσε διαρκώς πίσω από την πλάτη του, άκουγε κλείστρα να πηγαινοέρχονται, η αμφιβολία περί την ησυχία τον ακολουθούσε όπως η κλωστή την βελόνα. Πάει να πει ότι ο αέρας μυρίζει μπαρούτι ή όπως θα έλεγε ο Βολταίρος «ο φόβος ακολουθεί το έγκλημα κι αυτό είναι η ποινή του».
Κι επειδή από σήμερα οι εχθροπραξίες ξαναρχίζουν κανονικά, με την σταθερότητα της κανονικότητας που εξασφαλίζει ο πόλεμος, χιλιάδες παιδιά στη Θεσσαλονίκη δεν έχουν λεωφορεία για να πάνε στο σχολείο, δηλαδή η διάλυση παρελαύνει κανονικά αλλά, αυτήν την παρέλαση οι επίσημοι κάνουν ότι δεν την βλέπουν. Μπορεί πάλι να βρίσκονται στην εξέδρα που βλέπει στα κατασχετήρια σπιτιών και περιουσιών ή στην άλλη, των τραπεζιτών που κουνάνε χαρωπά τα χαρτιά των στρες τεστ. Και δεν βγήκε ακόμη ο Άδωνις κι ο Πλεύρης να καταχεριάσουνε τον Μανώλη Αναγνωστάκη που από το βάθος του χρόνου του διαλαλεί προβοκατόρικα: «Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσε ακόμα. Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!»
