in

Οιδίπους Τύραννος από τον Σίμο Κακάλα: Μια σύγχρονη πρόταση που πιάνει το νήμα από το κύτταρο της τραγωδίας

Της Γιάννας Τσόκου

Κείμενο ανεξάντλητο ο Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή, δεν παύει να θέτει ερωτήματα και να αποτελεί μια διαρκή πρόκληση για κάθε νέα σκηνική προσέγγιση. Τραγική και αναπόφευκτη η μοίρα του πλάνητα ξένου Οιδίποδα που γίνεται τύραννος στην ορφανή από βασιλιά Θήβα, όταν λύνει το αίνιγμα της Σφίγγας και ανακαλύπτει ότι τελικά γύρισε πίσω στην πατρίδα του, για να πράξει όλα όσα του είχε προφητεύσει το μαντείο των Δελφών και προσπαθούσε να τα αποφύγει.

Η τραγωδία παίζεται στα Μεγάλα Διονύσια το 428 π. Χ., στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ενώ ο λοιμός ταλαιπωρεί την πόλη.

Τι σας τρομάζει;

Το σήμερα, το αύριο ή το χθες;

ρωτά ο Οιδίποδας τους προεστούς της Θήβας στην ποιητική απόδοση του Γιώργου Μπλάνα. Ικέτες ήρθαν οι γέροντες στον βασιλιά τους, καταπονημένοι από τον λοιμό που μαστίζει την πόλη, και με την ελπίδα ότι αυτός θα μπορέσει να βρει λύση, όπως είχε κάνει και παλαιότερα. Θα μπορούσε κάποιος να απευθύνει το ίδιο ερώτημα στον σκηνοθέτη Σίμο Κακάλα: Τι σας εμπνέει; Το σήμερα, το αύριο ή το χθες; Η ερώτηση μου γεννήθηκε βλέποντας την παράσταση Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλή, που έκανε πρεμιέρα στο κατάμεστο Θέατρο Δάσους. Από την παράσταση προέρχεται και η απάντηση που θεωρώ ότι θα έδινε ο σκηνοθέτης: Όλα. Κι’ αυτό γιατί στη σκηνοθεσία του Κακάλα βλέπεις να εμπλέκονται, χωρίς παραφωνίες, το χθες, το σήμερα και η αγωνία για το αύριο, σε μια παράσταση με αυστηρή δομή και αξιοζήλευτη καθαρότητα.

Στην αρχή είναι ο λόγος; Πώς αποκτά θεατρική υπόσταση αυτός που μιλά; Ποια η σχέση υποκριτών και Χορού; Η μάσκα είναι μέσο ή έχει τη δική της αυτόνομη προσωπικότητα; Ερωτήσεις παμπάλαιες, που έχουν διερευνηθεί από πολλούς και απαντήθηκαν με διάφορους τρόπους στο θεατρικό γίγνεσθαι. Γιατί να τεθούν ξανά εδώ, σήμερα; Ίσως γιατί η σκηνοθεσία πιάνει το νήμα από την πρωταρχική στιγμή της μετάβασης του ηθοποιού στον ρόλο. Με τελετουργικό τρόπο ξεκινά η παράσταση. Κάθε ηθοποιός εισέρχεται μόνος στην ορχήστρα, κρατώντας την ολοπρόσωπη μεγάλη μάσκα του, στέκεται για λίγο βουβός μπροστά στο κοινό, κοιτά τη μάσκα, την φορά και σιωπηλά παίρνει τη θέση του στον χώρο. Ιδιαίτερη στιγμή, που ζητά από τον θεατή να αφήσει πίσω τα δικά του και να ενταχθεί κι αυτός στο θεατρικό σύμπαν. Να όμως που το σύγχρονο κοινό, αμήχανο μπροστά στη βουβή ακινησία, δεν αντιλαμβάνεται την τελετουργία και διαλύει με χειροκροτήματα τη λειτουργική σιωπή, θεωρώντας ότι οφείλει να χαιρετίσει όποιον εισέρχεται στην ορχήστρα.

Σταδιακά οι ηθοποιοί παίρνουν τη θέση τους στο λιτό, επιβλητικό σκηνικό του Γιάννη Κατρανίτσα, το μεγάλο ξύλινο πατάρι σε σχήμα Π, μια πύλη ξαπλωτή όπου συναντιούνται βασιλείς και λαός. Ο ξύλινος διάδρομος στο πίσω μέρος του παταριού οδηγεί στα ενδότερα του παλατιού. Στο βάθος διακρίνουμε μια μικρή συστάδα όρθια λεπτά κλαδιά που φέρνουν στον νου τον κινηματογραφικό Οιδίποδα του Παζολίνι. Σταθερός συνοδοιπόρος σε όλη τη δράση ο συνθέτης και μουσικός επί σκηνής Φώτης Σιώτας παρακολουθεί με τη μείξη ήχων από αναγνωρίσιμα μοτίβα δημοτικής μουσικής συνδυασμένα με σύγχρονα στοιχεία, τις ασταθείς, ρυθμικές κινήσεις των ηθοποιών που ταλαντεύονται για κάποια ώρα πίσω μπρος, μέχρι να γίνουν ένα σμάρι. Ένα σώμα θα γίνει ο Χορός, κομμάτι μιας κατακερματισμένης κοινωνίας που πάσχει. Η επιλογή της συνεκφώνησης του λόγου από τον Χορό ενισχύει τη σκηνοθετική άποψη. Ο λόγος άλλοτε τραγουδιέται κι άλλοτε ακούγεται ως στίχος μέσα από τον ρυθμό της γραφής. Ο ποιητικός λόγος του Γιώργου Μπλάνα δένει με τη σκηνοθεσία και πετυχαίνει να φτάσει το κείμενο του Σοφοκλή στον θεατή καθαρό και κατανοητό. Μέσα από τον Χορό θα ξεπηδήσει ο Οιδίποδας, που έχοντας βγάλει τη μάσκα θα απευθυνθεί στους γέροντες της Θήβας. Στο σκηνοθετικό του σημείωμα ο Κακάλας μιλά για μια παράσταση “ιδωμένη ως τελετή εξαγνισμού” και στην προσέγγισή του κρατά τους κανόνες της τελετουργίας, βλέποντας τον δρώντα Χορό ως σώμα που αναζητά τον εξαγνισμό μέσα από τα ίδια του τα μέλη, τα οποία θα μπουν σε ρόλο εξιλαστήριου θύματος και αποδιοπομπαίου τράγου. Στο πλαίσιο αυτό, κάθε υποκριτής, όταν πρόκειται να υποδυθεί τον ρόλο του, βγάζει τη μάσκα, κι όταν τελειώσει το επεισόδιο την ξαναφορά και ξαναγίνεται μέλος του Χορού. Μόνο η Ιοκάστη θα αποσχιστεί από το σώμα του Χορού και μπροστά στα μάτια μας θα αφήσει το ανδρικό κοστούμι και θα μετενδυθεί το ρούχο της βασίλισσας, ένα φόρεμα λιτό στο μπλε του κοβαλτίου, μια χρωματική πινελιά στην ασπρόμαυρη παλέτα του Χορού.

Είχα την ευκαιρία να δω την παράσταση στην πρεμιέρα της στη Θεσσαλονίκη αλλά και στην Επίδαυρο, όπου έκλεισε το φετινό Φεστιβάλ. Και στις δύο περιπτώσεις το δυνατό στην απλότητά του σκηνικό του Γιάννη Κατρανίτσα και τα κομψά του κοστούμια συνέβαλαν σημαντικά στην ολοκλήρωση της σκηνοθετικής πρότασης. Από το αρχικό πατάρι από όπου κάποτε ξεκίνησαν μαζί σκηνοθέτης και σκηνογράφος, ανιχνεύοντας μέσα από τη Γκόλφω τα βήματα του μπουλουκιού, μέχρι την σημερινή πρόταση γίνεται φανερή η συνέχεια στην κοινή τους έρευνα, και αποδίδει καρπούς.

 

Επιστροφή στα αρχικά ερωτήματα. Το παρελθόν ως σημείο αναφοράς διακρίνεται στη σκηνοθετική προσέγγιση. Η εκφορά του λόγου και η επιλογή των σύγχρονων κομψών μαύρων ανδρικών κοστουμιών ως ένδυμα του Χορού, άρα και των υποκριτών, έχω την αίσθηση ότι στρέφουν το βλέμμα προς την ιστορική Ορέστεια του Πέτερ Στάιν, της δεκαετίας του ’80 και τη γερμανική σχολή προσέγγισης του αρχαίου δράματος. Όμως δεν είναι μόνο η εκφορά του λόγου, ο βασικός αφηγητής και πρωταγωνιστής Χορός και τα αυστηρής στην απλότητά τους αισθητικής, ανδρικά κοστούμια του Γιάννη Κατρανίτσα που μου έφεραν στον νου την ιστορική παράσταση, αλλά και η σχέση Χορού και ηρώων. Η τραγωδία του Οιδίποδα είναι η τραγωδία της πόλης που πάσχει και της ηγεσίας που, παρά την αλαζονεία, παραμένει αναπόσπαστο κομμάτι του κοινωνικού σώματος, επηρεάζει και επηρεάζεται. Η ιστορία και η τραγική μοίρα του Οιδίποδα δεν παύουν στιγμή να έχουν αντίκτυπο στον Χορό που παρακολουθεί σταθερά τα όσα συμβαίνουν.

 

Οι ηθοποιοί θα υπηρετήσουν την πρόταση. Θα ξεκινήσω από τον ίδιο τον Σίμο Κακάλα στον ρόλο του Εξάγγελου, γιατί θεωρώ ότι εδώ πρεσβεύει το υποκριτικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η ερμηνεία όλων των ηθοποιών. Με έμφαση στον σύγχρονο, ρεαλιστικό, ήρεμο αλλά με συναισθηματικό βάθος λόγο, ο Κακάλας αφηγείται στον Χορό και στο κοινό τα όσα είδε ο Εξάγγελος, με καθαρότητα και χωρίς ίχνος στόμφου. Λόγος και σώμα συνυπάρχουν στην ερμηνεία του, χωρίς το ένα να υποσκελίζει το άλλο, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον θεατή να προσλάβει το κείμενο, να δημιουργήσει τις δικές του εικόνες και να συγκινηθεί. Μέσα από αυτή την ερμηνευτική άποψη, ο Χρήστος Μαλάκης, ηθοποιός με έντονη σκηνική παρουσία, δίνει έναν αρρενωπό, αποφασιστικό και ταυτόχρονα εύθραυστο Τειρεσία. Ο έμπειρος Γιάννης Νταλιάνης φέρνει στην ορχήστρα την ήπια φωνή της λογικής αλλά και τη συναισθηματική φόρτιση που βιώνει ο Κρέων. Δυνατή και με σύγχρονη σκηνοθετική ματιά η στιγμή που Κρέων και Οιδίποδας συνομιλούν καθιστοί, μακριά από τα ώτα και τα βλέμματα του Χορού, που ανήσυχος προσπαθεί να καταλάβει τι θα αποφασίσουν οι δύο ηγέτες. Ο Αγγελιοφόρος του Γιώργου Αμούτζα δίνει έναν τόνο ευθυμίας με αμεσότητα, ενώ ο Πανάγος Ιωακείμ ως Υπηρέτης μας μεταφέρει εύστοχα τον φόβο της γνώσης και την αγωνία για τις συνέπειες της αποκάλυψης, που τον κατακλύζουν. Η Μαριλίτα Λαμπροπούλου είναι μια Ιοκάστη με φινέτσα, λιτή στην κίνησή της, που στέκεται αντιστικτικά απέναντι στην ένταση του Οιδίποδα, ως η ώριμη, ήρεμη δύναμη. Η Λαμπροπούλου είναι, πιστεύω, ηθοποιός του κλειστού χώρου, όπου δεν είναι απαραίτητο το εύρος της φωνής, και οι φίνες υποκριτικές εναλλαγές γράφουν καλύτερα. Ρόλος ζωής ο Οιδίποδας Τύραννος, αντιμετωπίστηκε με υποκριτικό ήθος από τον Γιάννη Στάνκογλου. Ηθοποιός άμεσος, έντονος, με σημαντική σκηνική παρουσία και έμφαση στη λεπτομέρεια, ο Στάνκογλου έδωσε έναν δυναμικό και στιβαρό Οιδίποδα και απέδειξε ότι είναι ηθοποιός με στόφα τραγωδού. Παρά τις στιγμές της αγωνίας, στις οποίες βλέπαμε την ανθρώπινη πλευρά του βασιλιά, όπως στη συγκινητική και ρεαλιστική σκηνή της αγκαλιάς και του φιλιού με την Ιοκάστη, ο Στάνκογλου είναι σαν να κράτησε όλον τον ρόλο στην ίδια φωνητική κλίμακα, αποκλείοντάς μας έτσι από τις βαθύτερες “νότες” του Οιδίποδα.

Άξιοι συνοδοιπόροι του σκηνοθέτη, η Σοφία Πάσχου, με την εξαιρετική κίνηση-χορογραφία, και ο μουσικός Φώτης Σιώτας, που με την συνεχή παρουσία του επί σκηνής και τις συνθέσεις του συνομιλούσε σταθερά με τα όσα συνέβαιναν στην ορχήστρα του θεάτρου. Μέσα από τη συνεργασία τους πέτυχαν να μας δώσουν μια παράσταση με συνεχή υπόγεια ροή. Οι σπουδαίες μάσκες της Μάρθας Φωκά, με την έντονη προσωπικότητά τους και υπό την έμπειρη καθοδήγηση του Κακάλα, λειτούργησαν προσδίδοντας δέος και συμβάλλοντας στο ομαδικό στοιχείο που κυριαρχεί στην παράσταση. Οι καλοί φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου, κάποιες στιγμές μας δυσκόλεψαν στην Επίδαυρο, γιατί στο κεντρικό διάζωμα ένας από τους προβολείς έπεφτε σε τέτοιο βαθμό πάνω στα μάτια μας, ώστε να μην μπορούμε κάποιες φορές να παρακολουθήσουμε άνετα τη δράση.

Ο Σίμος Κακάλας, ως καλός γνώστης της παράδοσης και με νέους συνοδοιπόρους, έδεσε το χθες με το σήμερα σε μια σύγχρονη παράσταση που πιάνει το νήμα από το κύτταρο της τραγωδίας, τον Χορό, και κάνει μια ολοκληρωμένη πρόταση.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Οικολογία-Αλληλεγγύη: Ερωτήματα για τα «σπιτάκια» ανακύκλωσης

Βία και καταστολή στη χθεσινή πορεία διαμαρτυρίας στη Λάρισα