Στο βιβλίο, λοιπόν, αναπτύσσονται πολλά ζητήματα. Δεν είναι μόνο ο σεξισμός, που προφανώς είναι το βασικό θέμα, είναι ο ρατσισμός κι η ξενοφοβία, είναι το κουκούλωμα για να μη διαταραχτεί η ηρεμία μιας μικροκοινωνίας, είναι οι αυθαιρεσίες και τα υπερκέρδη εργολάβων και νταβατζήδων.
Επιπλέον, εξαιρετικό δίδαγμα του βιβλίου είναι το πώς οι κοινωνικές συμβάσεις σαφώς επηρεάζουν και τις δικαστικές αποφάσεις και τις εξελίξεις σε κοινωνικό επίπεδο. Κι αυτό γίνεται πολύ σημαντικότερο αφού, εδώ και περίπου δυο δεκαετίες, ζούμε μια εκτεταμένη συντηρητική αντεπίθεση σε όλα τα επίπεδα, δηλαδή και σε νομικό-πολιτικό, αλλά και σε επίπεδο κουλτούρας-καθημερινότητας.
Ως γνωστόν τα βιβλία είναι πηγή γνώσης, καμιά φορά απροσδόκητης. Με τη Σίσσυ γνωρίζομαι τριάντα χρόνια, ίσως και παραπάνω, όμως από το βιβλίο (από το σημείο με το copyright, συγκεκριμένα) έμαθα ότι το επίσημο όνομά της είναι Διονυσία.
Το βιβλίο, τώρα, της Σίσσυς δεν είναι ευχάριστο, ίσως ούτε καν ευκολοδιάβαστο. Αιτία είναι οι ιστορίες που καταγράφει κι οι οποίες ξεπερνούν και τη φαντασία. Δηλαδή, η υπόθεση αυτού που με το αλυσοπρίονο έκοψε και τα τέσσερα άκρα μιας γυναίκας, ξεπερνάει το Criminal Minds και άλλες αστυνομικές σειρές. Και βέβαια, ενώ συνήθως στις κινηματογραφικές ταινίες και τις τηλεοπτικές σειρές έχουμε Happy end στις περιπτώσεις που περιέχονται στο βιβλίο η δικαίωση των γυναικών είναι κάτι σπάνιο. Πιο εξοργιστικό είναι ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου όχι μόνο τη γλιτώνουν οι δράστες αλλά διώκονται οι άνθρωποι που προσπάθησαν να βοηθήσουν τα θύματα και κατήγγειλαν τη βία, όπως –για παράδειγμα– συμβαίνει στην περίπτωση με την οποία ξεκινάει το βιβλίο, όπου αυτός που κατήγγειλε το κύκλωμα καταναγκαστικής πορνείας βρέθηκε κατηγορούμενος κι όχι μόνο μια φορά από μήνυση των νταβατζήδων αλλά και δεύτερη, και μάλιστα για παιδική πορνογραφία, μετά από πρωτοβουλία αστυνομικών οργάνων, αφού –ας μην ξεχνάμε, και σ’ αυτήν, όπως και σε άλλες περιπτώσεις υπήρχε συνεργασία οργάνων της τάξης με τα κυκλώματα τράφικινγκ. Κι έπρεπε να γίνει ολόκληρος αγώνας για να μην καταδικαστεί ο άνθρωπος που είχε το θάρρος να δείξει αλληλεγγύη στα θύματα και να καταδείξει τους θύτες. Αυτά, όμως, αποτελούν βασικά στοιχεία για να διαβαστεί το βιβλίο.
Ακόμη πιο σημαντική παράμετρος είναι η ποικιλία των περιστατικών. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην ακρότητα, όπως η ιστορία με το αλυσοπρίονο που προανέφερα, αλλά στο εύρος των περιστατικών. Καταναγκαστική πορνεία, βίαιοι σύζυγοι ή σύντροφοι, άγνωστοι ή γνωστοί στο θύμα βιαστές, αλλά και οικιακές βοηθοί που «πέφτουν» από μπαλκόνια ή φυλακισμένες που αγωνίζονται για στοιχειώδη αξιοπρέπεια.
Βέβαια, κάποιες και κάποιοι μπορούν να ισχυριστούν ότι γνωρίζουν αυτά τα συμβάντα, ίσως έχουν και κάποιου είδους συμμετοχή στις ενέργειες αλληλεγγύης και διαμαρτυρίας, όπως αυτές στις οποίες αφιερώνονται περισσότερες σελίδες (π.χ. υποθέσεις Βήχου, Αμάρυνθου, Κούνεβα ή οροθετικών). Γι’ αυτά τα άτομα το βιβλίο πρέπει να παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον γιατί παρουσιάζει με όλες τις λεπτομέρειες την εξέλιξη κάθε υπόθεσης. Επιπλέον, σίγουρα δεν ξέρουν όλες τις περιπτώσεις, εγώ δεν γνώριζα αρκετές από αυτές, κι όπως αναφέραμε είναι πολύ σημαντική η εξέλιξη των περιπτώσεων τόσο σε δικαστικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο.
Από την άλλη είναι σημαντικό, αν και όχι εύκολο, το βιβλίο να φτάσει στα χέρια ενός ευρύτερου κοινού, που ενημερώνεται κυρίως από τα κυρίαρχα ΜΜΕ που εύκολα βαφτίζουν «έγκλημα πάθους» την όποια συζυγοκτονία ή γαρνίρουν με «γαργαλιστικά» -αλλά άσχετα- πλάνα τα ρεπορτάζ που αναφέρονται στο τράφικινγκ. Ίσως γι’ αυτό το κοινό, το βιβλίο να παρουσιάζει την επιπλέον δυσκολία των εκτεταμένων αποσπασμάτων από ανακοινώσεις και προκηρύξεις, αυτό που και πάλι η κυρίαρχη ιδεολογία μιας αβάσταχτης ελαφρότητας αρέσκεται να ονομάζει «ξύλινο» λόγο, λες και δεν πρέπει να δίνουμε ευρύτερες διαστάσεις σε όποια περίπτωση παραβίασης δικαιωμάτων ή ωμής βίας.
Με μια απλή καταμέτρηση βλέπουμε ότι στο βιβλίο περιλαμβάνονται έξι υποθέσεις τράφικινγκ (όλες εκτός από μία αφορούν καταναγκαστική πορνεία), πέντε υποθέσεις βιασμού (η μία μετά φόνου), πέντε ενδοοικογενειακής βίας (ή βίας στο σπίτι, τελοσπάντων) στις οποίες μία φορά ο θύτης σκοτώνει το θύμα, ενώ σε μια άλλη το θύμα σκότωσε τον θύτη. Τέλος υπάρχουν τρεις μοναδικές περιπτώσεις: η επίθεση με βιτριόλι στη μετανάστρια συνδικαλίστρια, ο αγώνας για αξιοπρέπεια και δικαιώματα μιας φυλακισμένης και η προεκλογική διαπόμπευση των οροθετικών γυναικών.
Μπορεί, λοιπόν, τα δεκαεννιά περιστατικά που περιγράφονται να περιλαμβάνουν, όπως προανέφερα από βορειοευρωπαίες τουρίστριες μέχρι πολύτεκνες τσιγγάνες, δείχνοντας ότι κάθε γυναίκα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της βίας, αλλά η συγγραφέας ποτέ δεν ξεχνάει την ταξική διάσταση και την μεταναστευτική ή μειονοτική ταυτότητα των γυναικών που αντιμετωπίζουν τη βία, δείχνοντας πως αυτά τα δεδομένα διαπλέκονται δημιουργώντας καταστάσεις εξαιρετικά δυσβάστακτες. Και αυτή η διαπλοκή των δεδομένων οδηγεί σε περιστάσεις που προκαλούν έκπληξη ακόμη και σε μας που θεωρούμε ότι έχουν δει πολλά τα μάτια μας ή έχουμε πιο ανοιχτά μυαλά κλπ., όπως η περίπτωση της οικιακής βοηθού από την Αιθιοπία που βρισκόταν περίπου φυλακισμένη σε σπίτι οικογένειας Παλαιστινίων που ήρθαν από το Ντουμπάι κι η οποία βρέθηκε να πέφτει από το μπαλκόνι (μια υπόθεση που εν πολλοίς παρέμεινε ανεξιχνίαστη και με αστυνομικούς όρους).
Στο βιβλίο, λοιπόν, αναπτύσσονται πολλά ζητήματα. Δεν είναι μόνο ο σεξισμός, που προφανώς είναι το βασικό θέμα, είναι ο ρατσισμός κι η ξενοφοβία, είναι το κουκούλωμα για να μη διαταραχτεί η ηρεμία μιας μικροκοινωνίας, είναι οι αυθαιρεσίες και τα υπερκέρδη εργολάβων και νταβατζήδων.
Επιπλέον, εξαιρετικό δίδαγμα του βιβλίου είναι το πώς οι κοινωνικές συμβάσεις σαφώς επηρεάζουν και τις δικαστικές αποφάσεις και τις εξελίξεις σε κοινωνικό επίπεδο. Κι αυτό γίνεται πολύ σημαντικότερο αφού, εδώ και περίπου δυο δεκαετίες, ζούμε μια εκτεταμένη συντηρητική αντεπίθεση σε όλα τα επίπεδα, δηλαδή και σε νομικό-πολιτικό, αλλά και σε επίπεδο κουλτούρας-καθημερινότητας.
Βέβαια, η Σίσσυ έχοντας ζήσει όλα αυτά τα γεγονότα εκ του σύνεγγυς, έχοντας βρεθεί σε δικαστικές αίθουσες αλλά και επισκεπτήρια κρατουμένων, αναπτύσσει με λεπτομέρεια (μέχρι κεραίας, μάλιστα) και το δεύτερο μέρος του τίτλου, δηλαδή τις αντιστάσεις. Κι αυτό, μπορεί να είναι και το πιο καίριο με το συγκεκριμένο έργο. Άτομα που δραστηριοποιούμαστε σε επιτροπές, ομάδες, συλλογικότητες εν γένει, πολλές φορές ξεχνάμε και αυτά που κάνουμε. Το χρονικό αυτό μας τα θυμίζει κι αυτό δεν έχει αξία, απλώς για να πούμε ότι κάναμε κάτι κι εμείς, μικρό ή μεγάλο. Μέσα σ’ αυτό βλέπουμε ότι υπάρχουν διάφορες δυνατότητες αλληλεγγύης και παρέμβασης, μικρές ή μεγάλες, ακόμη κι όταν τα δεδομένα είναι εναντίον μας. Βλέπουμε σχετικές επιτυχίες, όπως η πρόσκαιρη αλλαγή του νομοθετικού πλαισίου, αλλά κυρίως της πρακτικής, όσον αφορά τις οροθετικές ή τον έλεγχο των γυναικών κρατουμένων στις φυλακές, όπως κι αντίστοιχες αποτυχίες με κυκλώματα τράφικινγκ που αθωώνονται ή κωμοπόλεις που προστατεύουν ομαδικά τους βιαστές της ξένης μαθήτριας. Βλέπουμε τις πολύ μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι περισσότερες γυναίκες θύματα απλά και μόνο για να καταγγείλουν το όποιο περιστατικό, αλλά κι ότι τίποτα δεν πάει χαμένο όταν αγωνιζόμαστε. Κάτι που χρειαζόμαστε στους καιρούς κινηματικής καθίζησης που ζούμε τώρα. Επίσης, επανέρχονται στη μνήμη μας κι οι πολιτικοί πρωταγωνιστές αθλιοτήτων, όπως η πιο εκτεταμένη ιστορία με την οποία κλείνει το βιβλίο, η υπόθεση των οροθετικών γυναικών, ιστορία που αποκτά μια απροσδόκητη επικαιρότητα και λόγω πανδημίας. Κι είναι αυτό σημαντικό γιατί όπως επισημαίνει η συγγραφέας, οι τρεις υπουργοί που πρωταγωνίστησαν σ’ αυτή την προεκλογική αθλιότητα συνεχίζουν να πρωταγωνιστούν στην πολιτική ζωή, όντας τώρα σε τρία διαφορετικά, αλλά πάντα κυβερνητικά, κόμματα (ο Λοβέρδος στο ΚΙΝΑΛ, ο Χρυσοχοΐδης υπουργός της ΝΔ κι ο –καλός χριστιανός– Μπόλαρης στον ΣΥΡΙΖΑ). Σημάδι της σύνδεσης των αγώνων, τόσο στο επίπεδο της καθημερινότητας και της κουλτούρας, όσο και της κεντρικής πολιτικής.
Αγώνες στους οποίους η Σίσσυ πρωταγωνιστεί ακάματα εδώ και πολλά χρόνια και καρπός των οποίων είναι το σημερινό βιβλίο της.