in

Ο Σούλτσε και ο ακροδεξιός πειρασμός. Της Μικέλας Χαρτουλάρη

Ο Σούλτσε και ο ακροδεξιός πειρασμός. Της Μικέλας Χαρτουλάρη

«Δεν είναι τυχαίο που έβαλαν στο στόχαστρό τους έναν άνθρωπο του λόγου και της μουσικής, όπως ο Παύλος Φύσσας».

Είναι ο βραβευμένος συγγραφέας Ινγκο Σούλτσε που σχολιάζει το νεοναζιστικό φαινόμενο. Μεγαλωμένος στην Ανατολική Γερμανία, όπου εργάστηκε στο θέατρο και στον Τύπο, ο 51χρονος σήμερα Σούλτσε βίωσε το πέρασμα από το παλιό στο νέο status quo και προβληματίζεται με την πραγματικότητα των ημερών. «Δεν είχα δει ποτέ νεοναζί στην Ανατολική Γερμανία, παρότι ξέρω πως υπήρχαν. Εκδηλώθηκαν το 1991 και έγιναν πολύ επικίνδυνοι εκεί, στο Αλτενμπουργκ, κοντά στη Λειψία, όπου ζούσα μέχρι τα 31 μου. Αυτό πρέπει να έχει σχέση με την αλλαγή. Εισέβαλε ο “θαυμαστός καινούργιος κόσμος” και οι άνθρωποι έχασαν τις δουλειές τους. Ποιος ευθύνεται λοιπόν;»

Αυτόν ακριβώς τον κοινωνικό μετασχηματισμό, που ξεκίνησε πολύ νωρίτερα από την οικονομική κρίση και που επηρέασε τις συνειδήσεις, θέλησε να καταγράψει ο Σούλτσε με έναν ανάλαφρο τρόπο, στην πολιτική κομεντί Αδάμ και Εβελιν (εκδ. Καστανιώτης, σε ωραία μετάφραση της Γιώτας Λαγουδάκου). Γραμμένο το 2008, ενώ ο Σούλτσε ήταν εγκατεστημένος στο Βερολίνο από το 1993, το μυθιστόρημα αυτό μας μεταφέρει στη γενέθλια στιγμή της νέας «κοσμογονίας»(;), στους μήνες δηλαδή του 1989 που προηγήθηκαν και ακολούθησαν την πτώση του Τείχους. Και είναι εξαιρετικά επίκαιρο διότι βάζει στο τραπέζι τη δυνατότητα ή όχι μιας κοινωνίας να επιλέξει το μέλλον της. Η Εδέμ του «ελεύθερου κόσμου» σήμαινε ανάπτυξη και ατομική ιδιοκτησία, όμως επιβλήθηκε στους Ανατολικογερμανούς χωρίς να τους δοθούν εναλλακτικές προοπτικές. Ετσι και ο Αδάμ του Σούλτσε, ένας βολεμένος και μπερμπάντης Ανατολικογερμανός ράφτης, ακολουθεί από αγάπη την αφελή και φιλόδοξη Εβελιν/Εύα στη δυτική Γερμανία, αλλά προσγειώνεται σε μια κοινωνία που «τα αγοράζει όλα έτοιμα» και τον απαξιώνει ολοκληρωτικά αφού δεν τον έχει ανάγκη.

Η αλληγορία αυτή λειτουργεί και στην Ε.Ε. της κρίσης, όπου ο «παράδεισος» δηλητηριάζεται από την έξαρση των ξενοφοβικών, ρατσιστικών και αντιδημοκρατικών συμπεριφορών. Πώς όμως αντιμετωπίζεται ο νεοναζιστικός και ακροδεξιός πειρασμός; «Το πρόβλημα δεν είναι τόσο οι ακροδεξιοί όσο ο τρόπος με τον οποίο οι δημοκρατικά εκλεγμένοι βουλευτές αντιδρούν σ’ αυτό το φαινόμενο», μου τόνισε ο Σούλτσε. «Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι από κάθε άποψη πιο δύσκολα απ’ ό,τι στη Γερμανία. Παρ’ όλα αυτά ισχύει το ίδιο και στις δύο χώρες: οι δημοκράτες πρέπει κατονομάσουν τα κακώς κείμενα και να προτείνουν λύσεις. Οι απαγορεύσεις και η αστυνομία δεν λύνουν το πρόβλημα μακροπρόθεσμα. Η απάντηση στον εθνικισμό είναι το πολιτικό γίγνεσθαι, η πολιτική ευθύνη και η λογική. Κι αυτό χρειάζεται να αποτυπώνεται στη γλώσσα. Με άλλα λόγια, πρέπει να αναπτύξουμε μια επιχειρηματολογία πολιτική, ιστορική, οικονομική. Και ποιητική».

Εχει μια ακτιβίστικη πλευρά ο Σούλτσε, που κρατιέται ζωντανή ύστερα από 18 χρόνια καριέρας και 10 βιβλία. Το 2010 ήταν στη Δρέσδη, όταν στην επέτειο του βομβαρδισμού της πόλης «οι ακροδεξιοί διοργάνωσαν πάλι το “πένθιμο εμβατήριό” τους». Και συμμετείχε στην αντιδιαδήλωση που τους έκλεισε δυναμικά τον δρόμο. «Ομως η επίσημη δημοτική αρχή μάς αντιμετώπισε σαν να ήμασταν εμείς οι ένοχοι. Ηταν πραγματικά κυνικό. Εστειλαν την αστυνομία όχι εκεί όπου γινόταν η επίσημη τελετή, αλλά στους αντιδιαδηλωτές που εμπόδισαν την παρέλαση, πράγμα που οι επίσημοι θέλησαν έπειτα να καρπωθούν ως δικό τους έργο…»

Επόμενο ήταν μετά από αυτά, να καταδικάζει την τόσο προσφιλή στην κυβέρνηση Σαμαρά «θεωρία των δύο άκρων». «Εχω ζήσει και στη Γερμανία αυτήν την προσπάθεια του πολιτικού κατεστημένου να πείσει την κοινωνία πως ακροαριστεροί και αναρχικοί είναι το ίδιο επικίνδυνοι με τους ακροδεξιούς. Είναι μεγάλη ανοησία. Οι άνθρωποι που ανήκουν στην ακροαριστερά δεν επιτίθενται σε άστεγους ούτε σε μετανάστες. Ομως, δυστυχώς, γίνονται κάποιες φορές οι “χρήσιμοι ηλίθιοι”, επειδή στις διαδηλώσεις οι επιθέσεις τους στην αστυνομία, σε βιτρίνες ή αυτοκίνητα δημιουργούν λάθος εικόνα. Κι έτσι ξαφνικά η συζήτηση επικεντρώνεται στο θέμα της βίας και όχι στα συγκεκριμένα αιτήματα».
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Τα ορφανά

Το ξέπλυμα των ναζί και των νεοναζί είναι ένα ευρωπαϊκό αγκάθι, στο μεταξύ όμως τι θα γίνει με τα τυχόν ορφανά της Χρυσής Αυγής; «Είναι σαν σχοινοβασία» λέει ο Σούλτσε. «Πρέπει κανείς να παίρνει στα σοβαρά τα ερωτήματά τους, αλλά να τους προτείνει διαφορετικές απαντήσεις. Οταν το 1990 ιδρύσαμε μια εφημερίδα και γράψαμε για τις επιθέσεις ακροδεξιών σε αριστερούς, φοβόμασταν ότι θα γινόμασταν και οι ίδιοι στόχος επιθέσεων. Πήγα λοιπόν και τους βρήκα. Οι περισσότεροι από εκείνους τους νεαρούς ήταν άνθρωποι απογοητευμένοι, που ένιωθαν ότι η κοινωνία τούς είχε εγκαταλείψει. Είναι πολύ δύσκολο και απαιτεί πολύ χρόνο για να τους βγάλει κανείς από εκεί μέσα. Συνήθως το καταφέρνει μόνον η κοπέλα τους. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς έγιναν μετά “ντεθάδες” ή θρησκόληπτοι… Αντίθετα, για τα μεγάλα κεφάλια κι εκείνους που κινούν τα νήματα αυτής της οργάνωσης, δεν μπορεί κανείς παρά να αποταθεί στο κράτος δικαίου. Και πάνω απ’ όλα πρέπει να τους αντικρούει δημόσια, και με επιχειρήματα, αλλιώς μετατρέπονται σε ήρωες».
……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………

Ο παράδεισος των εξαρτήσεων

«Θέλω να ζήσω καλύτερα. Να ζήσω. Δεν θέλω να είμαι άλλο έτσι, θαμμένη ζωντανή μέχρι να πάρω σύνταξη». Αυτό αισθάνεται μία από τις ηρωίδες του Αδάμ και Εβελιν, που διακινδυνεύει να πνιγεί στον Δούναβη προκειμένου να περάσει στην Ομοσπονδιακή Γερμανία. Ο Σούλτσε στρέφει το μικροσκόπιό του στα ψυχολογικά κίνητρα και όχι στους πολιτικούς λόγους που έκαναν τους Ανατολικογερμανούς να ονειρεύονται τη Δύση. Ετσι ο αναγνώστης παρακολουθεί ένα λανθάνον ερωτικό τετράγωνο και τις συναισθηματικές μεταπτώσεις των πρωταγωνιστών του καθώς κατευθύνονται διστακτικοί, απελπισμένοι, ανυποψίαστοι ή γεμάτοι βεβαιότητες προς τα αυστριακά σύνορα μέσω Τσεχοσλοβακίας και Ουγγαρίας. Και τους συναντά έπειτα, στην απέναντι πλευρά, να βιώνουν μαρτυρικά την ελευθερία τους, και να παραιτούνται από τις προσδοκίες τους. Οι Δυτικογερμανοί «συγγενείς» τούς εκμεταλλεύονται. Και οι δουλειές που τους προσφέρονται, τα χρήματα που κερδίζουν, η περίθαλψη ή η παιδεία λειτουργούν απέναντί τους σαν άλλοι μηχανισμοί ελέγχου. «Θέλησα να δείξω ότι εκείνο που άλλαξε δεν ήταν παρά οι εξαρτήσεις τους», σχολιάζει ο συγγραφέας.

«Η νέα ιδεολογία ήταν -και παραμένει- ότι δεν υπάρχει πια ιδεολογία, κι ότι πρέπει να διαχειριστούμε την οικονομία. Ο καινούργιος κόσμος μας είναι ένας κόσμος που ούτε καν αναρωτιέται: “τι ακριβώς θέλουμε;”»

Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Ο σερ Άλεξ και ο Γ. Στουρνάρας. Του Ευκλείδη Τσακαλώτου

Σε 24ωρη απεργία προχωρούν οι εργαζόμενοι σε Vodafone και Wind