in

Ο αντιαισθητικός λαϊκισμός των ελίτ: Οι παππούδες των ΚΑΠΗ σε ρόλο «κυνηγών κεφαλών». Tου Σωτήρη Λαινά

Ο αντιαισθητικός λαϊκισμός των ελίτ: Οι παππούδες των ΚΑΠΗ σε ρόλο «κυνηγών κεφαλών». Tου Σωτήρη Λαινά

Μια ακόμη «προοδευτική» σαπουνόφουσκα ή μια επικίνδυνη κατρακύλα προς τον κοινωνικό αυτοματισμό;

Σε σημερινή του συνέντευξη στα ΝΕΑ ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης κύριος Γιάννης Μπουτάρης μεταξύ των άλλων δηλώσεων του ανέφερε:

“Η σκέψη μας είναι να αξιοποιήσουμε για τη φύλαξη εθελοντικά μέλη των ΚΑΠΗ. Δύο-δύο ή τρεις -τρείς θα περπατούν και θα λένε στους ναρκομανείς: “μαζέψτε τα και φύγετε αλλιώς παίρνω την αστυνομία τώρα”. Βέβαια, οι εθελοντές πρέπει να είναι ενεργητικά άτομα. Δεν θα ήθελα να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, αλλά δυστυχώς η πολύ αυξημένη παραβατικότητα μας αναγκάζει”.

Όταν πρωτοδιάβασα τη δήλωση, ενστικτωδώς κοίταξα την ημερομηνία ελπίζοντας να είναι 1η Απριλίου και να πρόκειται για ένα έξυπνο αστείο της εφημερίδας. Όμως δυστυχώς είναι η 5η Απριλίου του σωτήριου έτους 2014. Αναρωτιέμαι λοιπόν. Τι κάνουμε; Παρακολουθούμε απαθείς θεωρώντας ότι είναι ακόμη μία σαπουνόφουσκα που ειπώθηκε για να παίξει η συνέντευξη περισσότερο στα ΜΜΕ και τίποτε δεν θα γίνει; Είναι άλλωστε γνωστή τακτική των δημοσιολογούντων να αναφέρουν και μια ακραία συντηρητική γνώμη, προκειμένου η συνέντευξη τους να τύχει μεγαλύτερης προσοχής και να αποπροσανατολίσει από τα πραγματικά προβλήματα.  Ή μπαίνουμε σε μια προσπάθεια αποκατάστασης του ορθού λόγου με αυτονόητα επιχειρήματα, που σε ένα σοβαρότερο δημόσιο λόγο θα έπρεπε να θεωρούνται δεδομένα;

Επιλέγω το δεύτερο δρόμο καθώς θεωρώ ότι μια δήλωση ενός προβεβλημένου δημοσίου προσώπου σε ένα μέσο ενημέρωσης ευρείας αναγνωσιμότητας ακόμη και αν πρόκειται (ελπίζω) για ένα επικοινωνιακό τέχνασμα, κατασκευάζει πραγματικότητες και ενισχύει  ακραίες στάσεις και αντιλήψεις, που δυστυχώς αυξάνονται ανάμεσα στους πολίτες τα τελευταία χρόνια. Θεωρώ μάλιστα ότι νομιμοποιούμαι να εκθέσω τις απόψεις μου, καθώς τα τελευταία δεκατρία χρόνια της ζωής μου δουλεύω με αυτούς τους «επικίνδυνους ναρκομανείς». Και ποτέ δεν ένιωσα ότι κινδύνεψα. Αντίθετα νιώθω σοβαρά απειλημένος από την έκφραση τέτοιων απόψεων ως πολίτης. Σε αυτό το πλαίσιο θα ήθελα να παραθέσω τις εξής σκέψεις:

– Η αποπλαισίωση του φαινομένου της αύξησης των εξαρτημένων, αλλά και άλλων ομάδων όπως οι άστεγοι, από την τρέχουσα πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα και η έμφαση απλά στην αύξηση αυτή καθεαυτή τι εξυπηρετεί; Σίγουρα όχι την επίλυση των προβλημάτων, καθώς αν δεν αναδείξουμε τις γενεσιουργές αιτίες του φαινομένου, δεν θα κατορθώσουμε ποτέ να προτείνουμε ορθούς τρόπους αντιμετώπισης του. Και όπως πολύ εύκολα μπορούμε να καταλάβουμε, η μεγάλη αύξηση της εξαθλίωσης που οδηγεί τους ανθρώπους στο δρόμο είναι η νεοφιλελεύθερη βαρβαρότητα των μνημονίων, που οδηγούν όλο και μεγαλύτερα κομμάτια του πληθυσμού στο περιθώριο. Εξαρτημένοι από ψυχοτρόπες ουσίες και μάλιστα σε μεγάλο αριθμό, υπήρχαν και προ της κρίσης στη χώρα μας και στην πόλη της Θεσσαλονίκης συγκεκριμένα. Αυτό όμως που επέρχεται με την μνημονιακή βαρβαρότητα και την προκαλούμενη κοινωνική αποσάθρωση και την αποσάθρωση του κράτους πρόνοιας, είναι η πλήρης εξαθλίωση των πλέον αδύναμων κομματιών του πληθυσμού, όπως οι μακροχρόνια εξαρτημένοι. Η μη αναφορά λοιπόν στις αιτίες και η μονοσήμαντη ενοχοποίηση των θυμάτων της κρίσης ως παραβατών, ενοχλητικών, παρασίτων ή οτιδήποτε άλλο, όπως υπονοεί μια τέτοια δήλωση, είναι μια σαφώς πολιτική και όχι απολίτικη ή ουδέτερη στάση. Μια στάση στήριξης του status quo. Η μη ανάδειξη της ανηθικότητας του καπιταλισμού που πρώτα γεννά θύματα και μετά τα ενοχοποιεί για τη θέση τους ή καλύτερα για τη μη θέση τους στην κοινωνία είναι μια αφελής στάση όταν αφορά ιδιώτες. Όταν αφορά εκλεγμένους αντιπροσώπους που διαμορφώνουν και επηρεάζουν την κοινή γνώμη είναι μια ξεκάθαρη πολιτική τοποθέτηση με πολλαπλές αρνητικές κατά τη γνώμη μου συνέπειες.

– Μια βασική συνέπεια είναι ο στιγματισμός και ο συνεπαγόμενος αποκλεισμός που προκύπτει από τέτοιες γενικευμένες και ολοκληρωτικές τοποθετήσεις. Με βάση αυτό το σκεπτικό οι ναρκομανείς είναι κατά τεκμήριο παραβάτες και θα πρέπει να αντιμετωπίζονται από το κοινωνικό σύνολο ως τέτοιοι. Μάλιστα διαβάζοντας τη δήλωση του κυρίου Δημάρχου είναι πολίτες με λιγότερα δικαιώματα, αφού και μόνο αν εντοπίζονται από τα μέλη της ομάδας περιπολίας των ΚΑΠΗ (ή αλλιώς Μεγάλης των ΚΑΠΗ Σχολής σε αντιστοιχία με την εμπορική κωμωδία της δεκαετίας του 80) να συνευρίσκονται σε κεντρικά σημεία της πόλης, θα πρέπει να εκδιώκονται με την απειλή κλήσης της αστυνομίας. Εδώ θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο κύριος Δήμαρχος φαίνεται να γνωρίζει την τεχνική της πρόσκαιρης διάλυσης της συνεύρεσης τοξικομανών. Οι επίμονοι έλεγχοι (εξακριβώσεις) από την αστυνομία των τοξικομανών σε κεντρικά σημεία των πόλεων, τους οδηγεί στο να εγκαταλείπουν αυτά τα σημεία για λίγο. Κορυφαίο παράδειγμα η Αθήνα το 2004, όπου για τις μέρες τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων με αυτή την τακτική η πλατεία Ομονοίας είχε «καθαρίσει» και ο πληθυσμός των εξαρτημένων είχε μεταφερθεί απλά στην πλατεία Βικτωρίας και στους επόμενους σταθμούς του Ηλεκτρικού. Γιατί αυτό που δεν αναφέρει ο κύριος Δήμαρχος, είναι ότι μπορούμε τρομοκρατώντας τους ανθρώπους να τους εξαφανίζουμε για λίγο από κάποια σημεία. Δεν μπορούμε να τους εξαφανίσουμε όμως δια παντός. Η τακτική του βάζω τα σκουπίδια κάτω από το χαλί, σε εποχές μνημονιακής βαρβαρότητας δεν μπορεί να έχει αποτέλεσμα. Τα σκουπίδια (σύμφωνα με την λογική αυτή) είναι πάρα πολλά και πλημυρίζουν τις μεγαλουπόλεις της κρίσης.

– Μια ακόμη σοβαρότατη συνέπεια είναι η διαπαιδαγώγηση των πολιτών σε πρακτικές κοινωνικού αυτοματισμού και όχι σε πρακτικές αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας. Σε αυτή την ομάδα του πληθυσμού, την τρίτη ηλικία, που φέρει τη σοφία της πολύχρονης εμπειρίας των πολλών δυσκολιών της ζωής, που μπορεί και έχει να προσφέρει αυτή την εμπειρία στους νεότερους, αυτό που προτείνουμε είναι η κατάδοση των παιδιών τους και των εγγονών τους; Γιατί αυτοί οι άνθρωποι είναι τα παιδιά τους, τα παιδιά των φίλων τους, των γειτόνων τους σε αυτή την πόλη. Γιατί και οι εξαρτημένοι, οι άστεγοι και οι λοιποί παρίες της Θεσσαλονίκης, πολίτες αυτής της πόλης είναι, όχι κάποιας άλλης. Μπορεί βέβαια στην παρούσα φάση της ζωής τους να μην ασκούν συχνά τα εκλογικά τους δικαιώματα, λόγω της κρίσης που βιώνουν και άρα να μην είναι και ένας ελκυστικός πληθυσμός σε προεκλογική περίοδο. Μετεκλογικά μπορούν να γίνουν διορθωτικές κινήσεις και δηλώσεις για το καλό των τοξικομανών και των λοιπών αποκλήρων. Στην παρούσα φάση προέχει το χάιδεμα των αυτιών των νοικοκυραίων, με επίκληση και έμφαση στην έννοια της ασφάλειας. Διαφεύγει όμως από τον κύριο Δήμαρχο ότι σε περιόδους γενικευμένης ανασφάλειας λόγω της επικρατούσας βαρβαρότητας ανάλογες δηλώσεις δεν εξυπηρετούν αυτό το σκοπό. Συμβάλλουν όμως σε λογικές ανθρωποφάγες σε λογικές κοινωνικού αυτοματισμού: ο νοικοκυραίος εναντίον του απόκληρου, ο έλληνας εναντίον του ξένου, ο δημόσιος υπάλληλος εναντίον του ιδιωτικού υπαλλήλου κλπ. Λογικές που μας αποπροσανατολίζουν από τις πραγματικές αιτίες της μιζέριας μας και της εξαθλίωσης μας.

– Η φύση της «παρέμβασης» που προτείνει ο κύριος Δήμαρχος δεν μπορεί κατά τη γνώμη μου να αντέξει σε σοβαρή κριτική. Για αυτό το λόγο άλλωστε πιστεύω ότι ακόμη και αν αποπειραθεί να την υλοποιήσει, θα δούμε ένα άκρως κακόγουστο αποτέλεσμα (συνοδεία πάντα των ΜΜΕ), όχι απλά χωρίς καμία χρησιμότητα, αλλά που θα δημιουργήσει επιπλέον προβλήματα. Απλά ας φανταστούμε τι πρόκειται να συμβεί μόλις κυκλοφορήσει η πληροφορία στους πληθυσμούς των εξαρτημένων ότι παρέες δύο – τριών ατόμων τρίτης ηλικίας γυρνάνε την πόλη και επιχειρούν να τους διώξουν από τα σημεία στα οποία  συνευρίσκονται. Αντί ο κύριος Δήμαρχος να αναλώνεται σε επικοινωνιακού τύπου πυροτεχνήματα που προάγουν ανθρωποφάγες λογικές μεταξύ των πολιτών της πόλης που προΐσταται, θα ήταν καλό αναζητήσει τρόπους ουσιαστικής παρέμβασης σε αυτά τα φαινόμενα. Αυτοί οι τρόποι όμως απαιτούν βάθος χρόνου, ουσιαστική εμπλοκή, πολλές φορές συγκρούσεις και κυρίως θέτουν ως βασικό πρόταγμα την ευημερία του συνόλου των πολιτών της πόλης και δεν επιχειρούν να εκμεταλλευτούν την γενικευμένη ανασφάλεια μεταξύ των πολιτών. Άλλωστε θα έπρεπε να γνωρίζει ο κύριος Δήμαρχος ότι οι κοινωνικές επιστήμες μας έχουν προ πολλού αποδείξει ότι οι πιο υγιείς κοινωνίες, τόσο σε επίπεδο σωματικής υγείας όσο και σε επίπεδο ψυχοκοινωνικών προβλημάτων είναι οι κοινωνίες που είναι οι πιο δίκαιες, οι κοινωνίες που παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη συνοχή μεταξύ των μελών τους και όχι όσες προτρέπουν τα μέλη τους σε λογικές κοινωνικού αυτοματισμού.

Ελπίζω ειλικρινά ο κύριος Δήμαρχος να έκανε τη συγκεκριμένη αναφορά λόγω βιασύνης ή εξαιτίας κακών συμβούλων. Γιατί σε τόσες κρίσιμες εποχές, όλοι μας κρινόμαστε από τη συμφωνία των λόγων μας με τις πράξεις μας. Δεν αρκεί λοιπόν η λεκτική διακήρυξη για το έντονο και γνήσιο ενδιαφέρον για τους ανθρώπους με πρόβλημα εξάρτησης, το οποίο δεν αμφισβητώ. Οφείλουμε όλοι και ακόμη περισσότερο οι έχοντες εξουσία και αναγνωρισιμότητα να προτείνουν ιδέες και δράσεις που προάγουν την κοινωνική αλληλεγγύη, όχι μόνο για αξιακούς και ηθικούς λόγους. Αλλά και γιατί πλέον γνωρίζουμε και επιστημονικά ότι αυτές οι δράσεις είναι που φέρνουν τα καλύτερα και πλέον βιώσιμα αποτελέσματα.     

* Ο Σωτήρης Λαϊνας είναι ψυχολόγος, MSc. Κοινωνικής Κλινικής Ψυχολογίας των Εξαρτήσεων

Διδάκτωρ Ψυχολογίας Α.Π.Θ.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Στην Εισαγγελία αύριο ο Π. Μπαλτάκος για το επίμαχο βίντεο

«Λίγα λεπτά μες στη ζωή του Φώτη». Του Γιάννη Τσολακίδη