Νομική ΑΠΘ: Σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας στο νόμο

Αντιμεταρρύθμιση χαρακτηρίζει η συνέλευση διδασκόντων και μελών ΔΕΠ της Νομικής του ΑΠΘ το σχέδιο νόμου για την τριτοβάθμια εκπαίδευση ενω υποστηρίζει πως με το περιεχόμενό της όχι μόνον δε δίνει λύσεις στα υπάρχοντα προβλήματα, αλλά και εγείρει σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας. Ακόμη ζητά την αναβολή της ψήφισης του νομοσχεδίου και προτείνει τη συγκρότηση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής που θα προετοιμάσει μεταρρυθμίσεις στη κατεύθυνση της λύσης των προβλημάτων των πανεπιστημίων.

Ψήφισμα της Συνέλευσης διδασκόντων – μελών ΔΕΠ του Τμήματος Νομικής
 
      Ενόψει της εσπευσμένης προώθησης  ενός προσχεδίου  νόμου  για την Ανώτατη Εκπαίδευση το Τμήμα Νομικής επιθυμεί να εκφράσει τις ακόλουθες σκέψεις.
 
      Η στιγμή είναι εξαιρετικά κρίσιμη για το μέλλον του ελληνικού πανεπιστημίου. Από τις αποφάσεις της κυβέρνησης και από τη στάση της πανεπιστημιακής κοινότητας θα κριθούν οι σπουδές πολλών γενεών φοιτητών, καθώς και η εξέλιξη της επιστήμης στην Ελλάδα. Η αυτοδιοίκηση και η λειτουργία των ακαδημαϊκών μονάδων του πανεπιστημίου δε συνιστά ένα απλό σύστημα διοίκησης, αλλά και ένα πλαίσιο, μια αναγκαία, αν και όχι επαρκή, συνθήκη παραγωγής και μετάδοσης της γνώσης. Αποτελεί την καταξιωμένη συνθήκη ελευθερίας του ακαδημαϊκού διαλόγου σε όλα τα επίπεδα και τις δομές, ακόμη και στα αμφιθέατρα και στα εργαστήρια. Ιδίως  σήμερα, όπου  οι γνώσεις μπορούν να οδηγήσουν είτε στην ευημερία είτε σε μια π.χ. περιβαλλοντική καταστροφή, η καθοριστική εξάρτηση της έρευνας και της διδασκαλίας από ιδιωτικοοικονομικές δομές διοίκησης και σύστοιχες σκοπιμότητες εκτρέφει επικίνδυνες καταστάσεις: μεταξύ άλλων την υποβάθμιση των ανθρωπιστικών σπουδών και της βασικής έρευνας, καθώς και της ερευνητι!
 κής εκείνης δραστηριότητας που τείνει να περιορίζει τα κέρδη  προς όφελος των κοινών τοις πάσι αξιών.
 
      Το προτεινόμενο μοντέλο διοίκησης και διάρθρωσης του πανεπιστημίου αναιρεί την αυτοδιοίκηση του. Προβλέποντας την επιλογή διοικούντων άγνωστων ή ελάχιστα γνωστών  στις ακαδημαϊκές μονάδες διευρύνει τα όποια περιθώρια επιρροής των κομματικών και των οικονομικών συμφερόντων. Εγκαταλείπει τα στοιχεία της συμμετοχικότητας, της αντιπροσωπευτικότητας και της λογοδοσίας έναντι των ακαδημαϊκών μονάδων, αναγκαία συστατικά όχι μόνο της δημοκρατικής, αλλά και της εύρυθμης λειτουργίας και της ευθύνης. Είναι άλλο θέμα, βέβαια, η επιλογή εξωπανεπιστημιακών π.χ. σε όργανα εποπτείας ή ελέγχου των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
 
      Το παραπάνω μοντέλο  συνδυάζεται, εξάλλου, με την απορρύθμιση καταξιωμένων ακαδημαϊκών δομών και λειτουργιών: Εισάγει την αποσύνδεση των πτυχίων από τα καθιερωμένα επιστημονικά αντικείμενα, ταχύρρυθμες εκπαιδεύσεις και καταρτίσεις αντί της ολοκληρωμένης επιστημονικής καλλιέργειας-παιδείας, συγκέντρωση των πιο καίριων αρμοδιοτήτων υπό τον κοσμήτορα που θα ορίζεται άνωθεν και θα μπορεί π.χ. να συμβάλλει καθοριστικά στην διαμόρφωση προγραμμάτων σπουδών για τις οποίες δεν είναι ειδικός, κατάργηση Τομέων, διμελείς εξεταστικές επιτροπές για διδακτορικές διατριβές κ.λπ. Η εμμονή σε δομές που έχουν ήδη αποτύχει σε άλλες χώρες ή δεν έχουν αξιολογηθεί επαρκώς στο διεθνές πλαίσιο δεν προδίδει μόνον μια χαρακτηριστική καθυστέρηση φάσης στην πρόσληψη ή μίμηση ξένων προτύπων, φανερώνει και μια πλήρη υποτίμηση του ελληνικού πανεπιστημίου και των δασκάλων και ερευνητών του, σύστοιχη με την κακή θέση των ελληνικών πανεπιστημίων σε ποικίλες διεθνείς κατατάξεις. Μπορεί όντως οι ελλιπείς !
 υλικοτεχνικές υποδομές ή η υποχρηματοδότηση του ελληνικού πανεπιστημίου ή και η δομική ανεργία των νέων, συμπεριλαμβανομένων και των πτυχιούχων, να παράγουν κάποιες κακές κατατάξεις: όπως όμως γνωρίζουν οι πολλοί συνάδελφοι που έχουν εμπειρία από πανεπιστήμια του εξωτερικού, η ποιότητα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, παρόλα τα προβλήματά της, είναι υψηλή σε σύγκριση με αυτή πολλών και καλών πανεπιστημίων άλλων χωρών.
 
      Την ίδια στιγμή, η εξασθένηση του δημόσιου χαρακτήρα του πανεπιστημίου μεθοδεύεται μάλιστα και με άλλες ρυθμίσεις, όπως η εκχώρηση αρμοδιοτήτων και υποδομών της έρευνας και πανεπιστημιακής περιουσίας σε ν.π.ι.δ., καθώς και ο περιορισμός της δωρεάν  παιδείας στο συρρικνούμενο  προπτυχιακό επίπεδο.
 
      Είναι σαφές, ότι η προτεινόμενη μεταρρύθμιση (στην ουσία αντιμεταρρύθμιση) με το παραπάνω περιεχόμενό της όχι μόνον δε δίνει λύσεις στα υπάρχοντα προβλήματα, αλλά και εγείρει σοβαρά ζητήματα αντισυνταγματικότητας.
 
       Η ανεπάρκεια των θεμελίων του προσχεδίου καθιστά μάταιη τη συζήτηση άλλων επιμέρους επιλογών και διαρρυθμίσεων των  «ορόφων», θετικών η αρνητικών. Επίσης καθιστά δευτερεύοντα τον προβληματισμό για την οικονομική στήριξη ενός τόσο πολυδάπανου συστήματος με αμοιβές εξωτικών συμβούλων , αποζημιώσεις πλείστων εκλεκτόρων από το εξωτερικό, μεταφραστικές και εξ αποστάσεως διασκεπτικές υποδομές και τριπλασιασμένες  γραμματειακές μονάδες.
 
       Η μεταρρύθμιση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων δεν πρέπει να έχει χαρακτηριστικά οπισθοδρόμησης, συγκεντρωτισμού και ενίσχυσης των ιεραρχιών, αλλά εμβάθυνσης και προόδου προς τις περιοχές της ανιδιοτελούς ακαδημαϊκής γνώσης και ελευθερίας. Το Τμήμα Νομικής είναι έτοιμο να συμμετάσχει σε ένα γόνιμο διάλογο στην κατεύθυνση αυτή. Για να γίνει όμως ένας τέτοιος διάλογος θα πρέπει να ξεκινήσουμε με την διάγνωση των προβλημάτων προς τα οποία στην συνέχεια θα αντιστοιχήσουμε τις προτάσεις μας: προτάσεις θετικές που δεν θα συνιστούν θεραπεία δια της καταστροφής.
 
       Για όλους αυτούς τους λόγους η Συνέλευση διδασκόντων – μελών ΔΕΠ του Τμήματος Νομικής ζητά την αναβολή της εσπευσμένης νομοθετικής μεταβολής και τη συγκρότηση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, που θα υποβάλει σχέδιο προτάσεων μέσα σε τακτή προθεσμία, π.χ. τριών μηνών, για την επίλυση των υπαρκτών προβλημάτων του ελληνικού πανεπιστημίου.
 
 
Θεσσαλονίκη 12-7-2011
 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Χαμηλές θερμοκρασίες στις βαθμολογίες των πανελλαδικών

Άλλη μια επιχειρησιακή σύμβαση στη Θεσσαλονίκη