in

Μοναξιά είναι όταν δεν σ’ ακούει κανείς. Του Χρήστου Λάσκου

Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, Μια άλλη* ιδέα για τον κόσμο, νήσος, σελ. 430

(μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς)

Dixit et salvani animam meam.

Καρλ Μαρξ

Μίλησα κι έσωσα την ψυχή μου. Ή έτσι νομίζω, θα μπορούσε να πει ο Μπερλινγκουέρ.

Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ είναι από τους τελευταίους κομμουνιστές ηγέτες, που παρήγαγε διανοητικά. Από αυτήν την άποψη, ανήκει στην παραδοσιακή, αλλά απολύτως ηττημένη, γενιά κομμουνιστών, που δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για την «επικοινωνία». Ήταν πολιτικός αγωνιστής, όσο και διανοούμενος. Θεωρητικός όσο και πρακτικός.

Η επιρροή του στις εξελίξεις της δυτικοευρωπαϊκής αριστεράς υπήρξε ιδιαίτερα μεγάλη. Και μόνο το γεγονός πως ήταν ο πρώτος, ουσιαστικά, δυτικός κομμουνιστής, τέτοιας εμβέλειας, που αναμετρήθηκε με το ΚΚΣΕ χωρίς αναστολές, ήδη από το ’70, τον κατατάσσει στους κορυφαίους.

Ο ξαφνικός θάνατός του, από εγκεφαλική αιμορραγία, σε ηλικία 62 ετών, ενώ μιλούσε σε δημόσια εκδήλωση του κόμματος, στην Πάντοβα, στις 11 Ιουνίου του 1984, έκανε ευκολότερο το έργο της δεξιάς πτέρυγας του ΙΚΚ, οι επιλογές της οποίας οδήγησαν τον επίγονο του σπουδαίου κομμουνιστικού κόμματος στον εξευτελισμό μιας ψοφοδεούς και ασήμαντης, από κάθε άποψη, «κεντροαριστεράς», μιας πολιτικής ντροπής, πραγματικά.

Μα, ο Μπερλινγκουέρ δεν ήταν «δεξιός»; Δεν ηγήθηκε του ασύγγνωστου, από «την άποψη του σοσιαλισμού», ιστορικού συμβιβασμού, δια του οποίου επιδίωξε, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κρίσης της δεκαετίας του ’70, να διασφαλίσει τα άμεσα, αλλά, κυρίως, μακροπρόθεσμα συμφέροντα της εργατικής τάξης με αντίτιμο την στήριξη των χριστιανικοδημοκρατικών κυβερνήσεων από μέρους των κομμουνιστών; Και, σε δεύτερο χρόνο, την συμμετοχή στην κυβέρνηση;

Ακόμη και ο Ανδρέας Παπανδρέου τον κατηγόρησε για δεξιές επιλογές. Αυτό, βέβαια, δεν είναι και πολύ εναντίον του, αν σκεφτεί κανείς ποιος είναι ο παπανδρεϊκός απολογισμός.

Λέω τη γνώμη μου, εξαρχής. Ο ιστορικός συμβιβασμός υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες στρατηγικές γκάφες στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος. Τα όσα παραχώρησε το ΙΚΚ στον ταξικό του αντίπαλο και τα όσα έχασε -ακόμη κι όταν δεν τα παραχώρησε- δεν μπορούν να μπουν σε κανένα θετικό ισοζύγιο. Επρόκειτο για μια καθαρά και πολύ αρνητική επιλογή. Χαρακτηριστικό είναι πώς χάθηκε το δημοψήφισμα για την Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή των μισθών, για να φανεί πόσο αποτελεσματικότερη, από την  άποψη των ταξικών κατακτήσεων, υπήρξε ιστορικά, όπως φαίνεται από πλήθος παραδειγμάτων, η αντιπολιτευτική «αδιαλλαξία» από την, οιονεί, έστω, κυβερνητική εμπλοκή.

Η επιλογή του ιστορικού συμβιβασμού μπορεί να εξηγηθεί με μια σειρά από τρόπους. Νομίζω, ωστόσο, πως στη βάση του βρίσκονταν η κοινή -σε όλη την έκταση του κόμματος- ιδέα πως ένας σύγχρονος κομμουνιστικός οργανισμός δεν μπορεί παρά να είναι «κόμμα αγώνα και διακυβέρνησης». Από τον Αμέντολα έως τον Ινγκράο, τον Ναπολιτάνο και τον Μπερλινγκουέρ, η συμμετοχή στη διακυβέρνηση όχι μόνο δεν απωθούταν, αλλά θεωρούταν εκ των ων ουκ άνευ επιδίωξη για τους κομμουνιστές. Από την πιο αριστερή μέχρι τη πιο δεξιά πτέρυγα, ο «κυβερνητισμός» αυτού του είδους ήταν αναμφισβήτητος.

Δεδομένου πως το μεγαλύτερο τμήμα της σημερινής μαζικής ριζοσπαστικής Αριστεράς -όσης έχει απομείνει, τέλος πάντων, μετά από τις συνεχείς ήττες μιας δεκαετίας, σχεδόν- είχε κάποια, ρητή ή όχι αναφορά στο ευρωκομμουνιστικό ρεύμα, η γνώση των σχετικών θεμάτων είναι κρίσιμης σημασίας. Όποιος διαβάσει τις αποφάσεις του 4ου Συνεδρίου του Συνασπισμού, της διαδικασίας, δηλαδή, που σηματοδότησε την αριστερή στροφή του κόμματος, η οποία οδήγησε στον ΣΥΡΙΖΑ, διαπιστώνει με μεγάλη ευκολία το αποτύπωμα του αριστερού, λεγόμενου, ευρωκομμουνισμού των Ινγκράο, Κλαουντίν και Πουλαντζά. Τα ντοκουμέντα, άλλωστε, γράφτηκαν, κατά βάση από το Κοκκινοπράσινο Δίκτυο, που είχε ρητή αναφορά στο συγκεκριμένο ρεύμα.

Στην πράξη, βέβαια, η σχετική ατζέντα και η προφανής πρόταξη ιδεολογικών ζητημάτων, ως άμεση πολιτική αναγκαιότητα, καθόρισαν μεν την προ-κυβερνητική ορμητική περίοδο του 2009 -2015, για να δώσουν, όμως, την θέση τους, σε μια κυβερνητιστική παράκρουση μετά τον Ιούλιο του 2015. Η οποία είναι σημαντικό μέρος της εξήγησης των πρόσφατων εκλογικών συντριβών.

Θέλω να πω, τα όσα συνέβησαν τα τελευταία χρόνια στην ευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά είναι άμεσα συνδεδεμένα με τις στρατηγικές επιλογές -όσο κι αν φαίνονται επιφανειακές ή συγκυριακής σημασίας, στρατηγικές είναι οι επιλογές και πρέπει να κρίνονται σε αυτό το επίπεδο. Ο πραξικοπηματισμός, ο αρχηγισμός, η έκλειψη της εσωκομματικής δημοκρατίας, η διαμόρφωση μεταδημοκρατικών κομμάτων τύπου χυλού είναι οι εμφανείς πλευρές τέτοιων επιλογών.

Γι’ αυτό και η ενασχόληση με το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα από το ’60 έως το ’80 μπορεί να προσφέρει πλούσια μαθήματα στο σημερινό κίνημα. Ιδίως, στο μέτρο που η στρατηγική συζήτηση είναι σταματημένη σε εκείνα τα χρόνια. Έκτοτε μηρυκάζουμε.

Ας ξαναπιάσω, όμως, το νήμα. Ήταν «δεξιός» ο Μπερλινγκουέρ; Η απάντηση, παραδόξως για πολλούς, είναι όχι. Η δεξιά πτέρυγα του ΙΚΚ, καθοδηγούμενη από τον Αμέντολα και τον Ναπολιτάνο, ήδη από τη δεκαετία του ’60 χαρακτηρίζονταν από μια απέχθεια για τα πραγματικά κινήματα, σε αντίθεση με τον Μπερλινγκουέρ, που έδειχνε γνήσια συμπάθεια στο αυτόνομο γυναικείο κίνημα, στα κινήματα της νεολαίας –αν και «αριστερίστικα», εν πολλοίς-, στο οικολογικό, στο αυτόνομο κίνημα ειρήνης κ.λπ. Θέλησε, πάντοτε, να βρίσκεται σε σχέση μαζί τους, μαθαίνοντας από αυτά. Οι δεξιοί του ΙΚΚ, αντίθετα, εξέφραζαν την  σταλινική στάση επιβολής απέναντι σε ό,τι δεν έλεγχε το κόμμα, καθώς κι έναν αδιαπραγμάτευτο φιλοσοβιετισμό.  Δεν είναι τυχαίο, για να έρθουμε σε πιο πρόσφατα χρόνια, ότι ο Κοσούτα και ο Ντιλιπέτρο, δεν αποχώρησαν μαζί με την Κομμουνιστική Επανίδρυση από την κυβέρνηση Πρόντι, ενώ ήταν πάντοτε  υποστηρικτές του Ναπολιτάνο. Και στη δική μας «ανανεωτική» Αριστερά, άλλωστε, συνέβαινε το ίδιο. Ο Κύρκος και η δεξιά πτέρυγα ήταν πάντοτε φιλοσοβιετική.

Ο Μπερλινγκουέρ, αντίθετα, συγκρούστηκε πολύ, για την εποχή του και την θέση του, με τον Μπρέζνιεφ και τους υπόλοιπους μεγαλορώσους σταλινικούς. Τους προκάλεσε ιδιαίτερα σε όλες τις κρίσιμες στιγμές.

Από την άλλη, επεδίωκε διαρκώς την διεύρυνση του κόμματος προς τα αριστερά. Δεν είναι τυχαία η πρόσκληση προς την ομάδα του Μανιφέστο και του PDUP, του Κόμματος για την Προλεταριακή Ενότητα για ένταξη στο ΙΚΚ, που έγινε αποδεκτή, με αποτέλεσμα η Ροσάντα, ο Μάγκρι, ο Πίντορ, αλλά και νεότεροι αριστεροί, 68άρηδες, να ενταχτούν στο κόμμα.

Το βιβλίο παρουσιάζει τις σημαντικότερες παρεμβάσεις ενός διανοούμενου και πολιτικού αγωνιστή. Οι τοποθετήσεις του για την ηθική της πολιτικής, με κύριο κίνητρο τον φόβο αξιακής ενσωμάτωσης του κομμουνιστικού κόμματος, ιδίως αφότου  είχε αποκτήσει μεγάλα ερείσματα στον κρατικό μηχανισμό, μέσω, κυρίως, της αυτοδιοίκησης έχουν σήμερα ακόμη μεγαλύτερη σημασία, ίσως, από ό,τι τότε. Ο προβληματισμός του για την επιβεβλημένη λιτότητα, όσο κι αν μπορεί να ελεγχθεί ως προς την ορολογία, έθετε το κεντρικό ζήτημα μιας μετωπικής σύγκρουσης, ως επαναστατικό καθήκον πρώτης προτεραιότητας, με τον καταναλωτικό καπιταλιστικό πολιτισμό, στο πλαίσιο της σκληρής πάλης για την ηγεμονία. Και μαζί έθετε το ζήτημα της αναγκαίας απώλειας «ευημερίας» της Δύσης υπέρ των δισεκατομμυρίων φτωχών ανθρώπων του Τρίτου Κόσμου.

Η Νέα Αριστερά έδινε το δικό της αποτύπωμα -πολιτικό και πολιτισμικό- την περίοδο μετά  το ’60. Όπως χαρακτηριστικά έχει σημειώσει ο Χομπσμπάουμ, «[ε]αν συγκρίνουμε τη συμπεριφορά της Νέας Αριστεράς και των ριζοσπαστών στα αμερικάνικα δικαστήρια με την προηγούμενη στάση των κατηγορούμενων κομμουνιστών, θα παρατηρήσουμε ότι, μολονότι οι τελευταίοι αρνήθηκαν να μαρτυρήσουν κατά του εαυτού του […] συμπεριφέρθηκαν λίγο πολύ σύμφωνα με κανόνες που τελικά αποδέχονταν. Από την άλλη, η Νέα Αριστερά δεν συμμορφώθηκε με τους κανόνες, απέρριψε την όλη διαδικασία που προσιδιάζει στην εκδίκαση δημοσίων υποθέσεων, πράγμα που προηγουμένως εθεωρείτο καθήκον κάθε πολίτη». Πολύ συχνά το έκανε, μάλιστα, τσίρκο -χαρακτηριστική είναι η πρόσφατη σπουδαία ταινία «Η δίκη των 7 του Σικάγου».

Το χάσμα μεταξύ παλιάς και νέας Αριστεράς εκδηλώνονταν σε όλα τα επίπεδα. Ο εργάτης ήταν περήφανος, που μπορούσε να προσφέρει στην φοιτήτρια κόρη του μπριζόλα, ενώ η ίδια τον κατηγορούσε για αδιαφορία ως προς την προστασία του περιβάλλοντος και τα δικαιώματα των ζώων.

Ο Μπερλινγκουέρ είναι ο μόνος, ίσως, κομμουνιστής τέτοιας εμβέλειας, που επιχείρησε να σκεφτεί πάνω σε αυτά -και πολλά παρόμοια- ζητήματα πρώτιστης σημασίας. Όπως σημείωνε, άλλωστε, ο ίδιος, το 1983: «Εγώ δεν έκανα την επιλογή της πολιτικής. Εγώ εκανα την επιλογή του αγώνα για την υλοποίηση των κομμουνιστικών ιδανικών».

Από την άλλη, είχε πλήρη συναίσθηση των διακυβευόμενων. Ή θα ξεκινούσε «ένας επαναστατικός μετασχηματισμός της κοινωνίας» ή είναι πιθανόν να πάμε προς «την κοινή καταστροφή των ανταγωνιζόμενων τάξεων» και «προς την παρακμή ενός πολιτισμού».

Γι’ αυτό και δεν δυσκολεύονταν καθόλου στην αυτοκριτική. Σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, τον ιστορικό συμβιβασμό, δεν είχε κανένα πρόβλημα να παραδεχτεί πως επρόκειτο για λάθος. Πως, ακόμη περισσότερο, «έγιναν λάθη σεχταρισμού κορυφής, γραφειοκρατισμού και οπορτουνισμού», που αποδυνάμωσαν «τη σχέση μας με τις μάζες […] μια παρόμοια εμπειρία δεν  θα την επαναλάβουμε ποτέ πια».

Θα κλείσω με μια τοποθέτησή του, η οποία ούτε θα περνούσε από το μυαλό των περισσότερων σημερινών «αριστερών ηγετών». Απέναντι στην νεοφιλελεύθερη επίθεση, που τότε ξέσπαγε, βασίζοντας την επιχειρηματολογία της και στην τεχνοκρατική της υπεροχή, ο, πρώτα απ’ όλα,  κομμουνιστής Μπερλινγκουέρ, θα υπερασπίζονταν την εργατική τάξη, λέγοντας:

«Για μας τους κομμουνιστές […], το να είμαστε μοντέρνοι, εξελιγμένοι, βιομηχανικά καλλιεργημένοι δεν σημαίνει να δίνουμε δίκιο στους μεγάλους χρηματιστές και στους μεγάλους καπιταλιστές, αλλά να είμαστε πολιτιστικά ανώτεροι από αυτούς».

Να το θέμα, λοιπόν, μπροστά στην αναγκαία επανάσταση. Να είναι οι εργάτες και το κόμμα τους πολιτιστικά ανώτεροι από τους εκμεταλλευτές και τους πλούσιους.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Και οι μετακινήσεις ιατρών δεν έχουν τελειωμό…

Βoutique hotel να γίνει…