Η 25η Νοεμβρίου έχει ανακηρυχθεί από τον ΟΗΕ Διεθνής ημέρα για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών. Όπως όλοι γνωρίζουμε, πρόκειται για ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα, παγκόσμιας εμβέλειας, που ταλανίζει διαχρονικά τη χώρα μας παραμένοντας κατά κύριο λόγο στην αφάνεια και φτάνοντας ελάχιστες φορές στα φώτα της επικαιρότητας, συνήθως εξαιτίας τραγικών γεγονότων. Τα τελευταία χρόνια, έχει αρχίσει μια συστηματική προσπάθεια ευαισθητοποίησης της κοινής γνώμης τόσο σε θεσμικό επίπεδο όσο και κινηματικά, με παράλληλες προσπάθειες ενίσχυσης των δικτύων προστασίας των ευάλωτων γυναικών.
Στις 25 Νοεμβρίου 2020, μια χούφτα γυναίκες θέλησαν να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη γι’ αυτό το θέμα κάνοντας μια στατική συνάθροιση με λίγα πανό μπροστά από τη Βουλή, τηρώντας φυσικά αυστηρά τα μέτρα προστασίας. Ενώ σε καμία περίπτωση οι συγκεντρωμένες κατά τόπους γυναίκες δεν ξεπερνούσαν τις εννιά, η συνάθροιση δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ επειδή, όταν έφταναν εκεί και άνοιγαν πανό, προσάγονταν αμέσως στο Α.Τ Συντάγματος – με πολλές προσαγωγές να μετατρέπονται σε συλλήψεις για παραβίαση των υγειονομικών μέτρων.
Εκ πρώτης όψεως, εάν εξαιρέσουμε την απουσία υλικής βίας, η καταστολή αυτή δεν διαφοροποιείται αισθητά από αυτή της 17ης Νοεμβρίου ως προς την αντισυνταγματικότητά της. Για άλλη μια φορά, απαγορεύθηκε η άσκηση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος με βάση την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για τα υγειονομικά μέτρα, η οποία όμως δεν θίγει το δικαίωμα του συνέρχεσθαι. Για άλλη μια φορά, η απαγόρευση επιβλήθηκε παρόλο που ήταν εμφανές ότι δεν ετίθετο απολύτως κανένα θέμα διακινδύνευσης της δημόσιας υγείας. Για άλλη μια φορά, η κυβέρνηση επιδίωξε να νομιμοποιήσει επικοινωνιακά την απαγόρευση ταυτίζοντας τις παρελάσεις με τις διαδηλώσεις.
Σ’ αυτή τη νομικά γελοία ταύτιση ανόμοιων πράξεων – δεδομένου ότι οι παρελάσεις δεν είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες – εντοπίζεται η πρώτη διαφοροποίηση ως προς την καταστολή της 17ης Νοεμβρίου. Η εικόνα του έθνους δεν προτάσσεται μόνο ως ίση με την πολιτειακά αναγνωρισμένη αξία της πολιτικής διαμαρτυρίας επειδή η κυβέρνηση επιδιώκει ιδεοληπτικά να περιθωριοποιήσει τον ρόλο και τη συμβολή της Αριστεράς στην εξέλιξη του μεταπολιτευτικού πολιτικού πεδίου. Η εικόνα του έθνους προτάσσεται και ως ίση με ένα τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα, που αφορά εν δυνάμει όλες τις γυναίκες του σήμερα και του αύριο. Αφού δεν τιμήσαμε το έθνος, είναι αδιανόητο να τιμήσουμε την πολιτική και εξίσου αδιανόητο να τιμήσουμε την κοινωνία. Αφού δεν τιμήσαμε το έθνος, είναι αδιανόητο να τιμήσουμε τη δυναμική της ζωής. Αυτό είναι το μήνυμα της κυβέρνησης. Μήνυμα άξιο περιφρόνησης λόγω του απανθρωποποιημένου χαρακτήρα του, που εξαλείφει τον υπαρκτό άνθρωπο σε όλες τις εκφάνσεις του, στο όνομα μιας ανύπαρκτης, νοητικά κατασκευασμένης αξίας.
Η δεύτερη διαφοροποίηση ως προς την καταστολή της 17ης Νοεμβρίου αφορά στην επιχειρησιακή διαχείριση των διαδηλωτών. Δεδομένου ότι και στις δύο περιπτώσεις οι διαδηλώσεις ήταν ειρηνικές, η απουσία βίαιης διάλυσης της γυναικείας διαδήλωσης οφείλεται αποκλειστικά στο γεγονός ότι η κυβέρνηση δεν ήθελε να στιγματισθεί ασκώντας βία εναντίον γυναικών που παλεύουν για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών. Η μη άσκηση υλικής βίας αντισταθμίστηκε όμως από την άσκηση διώξεων εις βάρος τους.
Η τρίτη, και πιο σημαντική, διαφοροποίηση έγκειται στην κανονικοποίηση της αντισυνταγματικότητας. Η απαγόρευση της πορείας της 17ης Νοεμβρίου απέρρεε από ένα αντισυνταγματικό μεν αλλά νομιμοφανές κανονιστικό πλαίσιο. Η απαγόρευση της γυναικείας διαδήλωσης είναι ωμά αντισυνταγματική, χωρίς καμία προσπάθεια νομιμοφάνειας. Η κατακραυγή που προκλήθηκε από την κυβερνητική διαχείριση της πορείας της 17ης Νοεμβρίου δεν οδήγησε ούτε στην επαναφορά της νομιμότητας, ούτε σε μια υποτυπώδη έστω αναδίπλωση. Απογύμνωσε εντελώς τις προθέσεις της κυβέρνησης που, αφήνοντας πλέον κατά μέρος τις όποιες νομικές επιφάσεις, εκπέμπει ένα σαφές μήνυμα υποταγής προς τον λαό.
Η υποταγή αυτή δεν απαιτείται καν στο όνομα της μη διατάραξης της κοινωνικής ζωής, που αποτελεί τη νομιμοποιητική βάση του πρόσφατου νόμου περί διαδηλώσεων. Η γυναικεία συνάθροιση δεν μπορούσε ούτε κατά διάνοια να επιφέρει διατάραξη της κοινωνικής ζωής. Η υποταγή επιβάλλεται ως αναγκαία προϋπόθεση για την ειρηνική άσκηση μιας διακυβέρνησης που θέτει εαυτόν ευθαρσώς εκτός νομικού πλαισίου, δοκιμάζοντας τις αντοχές και αντιστάσεις του λαού στα αντιδημοκρατικά της σχέδια. Η ωμή παραβίαση του Συντάγματος στην πλατεία Συντάγματος δηλώνει σαφώς ότι, στα μάτια της κυβέρνησης, η πλατεία έχει πλέον μετονομασθεί σε πλατεία Κουρελιασμένου Συντάγματος. Το μέλλον θα δείξει αν αυτό θα γίνει αποδεκτό από τον λαό ή όχι.