του Στέργιου Μήτα (ομάδα alterthess)
Στον Φουκώ, ως γνωστό, οφείλουμε τη διάκριση ανάμεσα στον ειδικό διανοούμενο (εκείνος που παρεμβαίνει στα πράγματα μέσω της ειδίκευσης που έχει λάβει) και στο γενικό διανοούμενο (ένας τύπος στρατευμένου homo universalis, α λα Σαρτρ). Ο Κώστας Βεργόπουλος, στο αυτοβιογραφικό του εγχείρημα με τίτλο Οι αμετανόητοι, δικαιώνει την αυτοπεριγραφή του ως ειδικού διανοούμενου, υπερβαίνοντας, ωστόσο, επιδέξια τη διάκριση. Ανατέμνει κριτικά, αφενός, ως ειδικός της πολιτικής οικονομίας, το καπιταλιστικό σύστημα, τις δυσμορφίες και τις εντροπίες του (λχ κρίσεις), όσο και τα αναγκαία θεωρήματα στα οποία προσφεύγει (λχ παγκοσμιοποίηση, εκσυγχρονισμός). Δεν μπορεί, από την άλλη, να απεκδυθεί το ευλαβές στίγμα του γενικού διανοούμενου: ενός ανθρώπου που, όπως και να έχει, ευτύχησε να ανδρωθεί στην ηλικία των twenties, στη δεκαετία των sixties, στην πόλη του Παρισιού. Στο βιβλίο του παρελαύνουν γλαφυρά: οι συνομιλίες του με τον Αξελό, η κριτική σχέση του με τον Αλτουσέρ, η μερική δυσπιστία του απέναντι στον Καστοριάδη, η ολική εκτίμηση του για τον Πουλαντζά –η, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, συμπόρευση με όλους εκείνους τους διανοούμενους, που δεν θέλησαν να χειριστούν τον εαυτό και τη σκέψη τους ως λιπαντικό, άλλα ως άμμο, για τη μηχανή του συστήματος.
Όπως και να έχει, πάντως, ήδη από τις πρώτες αράδες του έργου, ο Βεργόπουλος υιοθετεί λοξή ματιά απέναντι στο ίδιο του το εγχείρημα. Εισάγει ένα είδος αντιτοξίνης (βλ. το κεφάλαιο «Η αναγκαία εξήγηση»), ικανής να εξουδετερώσει τα αποθέματα ναρκισσισμού που, ίσως, πλεονάζουν σε κάθε έργο που γράφεται με τη φιλοδοξία «ενθυμημάτων παλιού πολεμιστή». Αποφεύγει, έτσι, μια διττή ματαιοδοξία: ούτε εκθέτει μια «τοιχογραφία εποχής» μέσα από μια «αυτοβιογραφία ανδρός», αλλά ούτε και το αντίστροφο.
Με εφάμιλλη επιτυχία χειρίζεται ο αυτοβιογραφούμενος, μέσα από το προσωπικό του παράδειγμα, και την (υποτιθέμενη) διχοστασία ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη. Δείχνει παράδοξο, κι όμως δεν είναι: όλοι αυτοί, κι εδώ συγκαταλέγει ο συγγραφέας τον εαυτό του, που δεν πρεσβεύουν κάποιο τελικό νόημα για την ιστορία, πέραν από αυτό που ο (συλλογικός) άνθρωπος έκαστη φορά της προσδίδει, είναι πρόθυμοι να αφουγκρασθούν σε μια δεδομένη στιγμή την επιτάχυνσή της. Απεναντίας, όσοι της απονέμουν ολικά νοήματα και διακονούν μια δογματική της θεώρηση, αρνούνται, κατ’ αποτέλεσμα, να συμμετάσχουν και σε γεγονότα, τα οποία δεν έλκονται από τα δικά τους νοήματα (δηλαδή, εντέλει, σε όλα). Είναι οι πρώτοι, εξάλλου, που παρά τη ριζοσπαστική αυτοπεριγραφή τους, δικαιώνουν, από την ανάποδη, εκείνη τη συντηρητική αντίληψη που κρίνει την ιστορία με έναν εμπειρικό και απολογιστικό τρόπο: λόγου χάρη, «ο γαλλικός Μάης, καθώς φάνηκε, ήταν προγραμμένος σε αποτυχία».
Τη διαλεκτική θεωρητικού σκεπτικισμού/πρακτικής αλληλεγγύης μετονομάζει, αλλού, ο συγγραφέας ως «μελαγχολία της ιστορίας, αισιοδοξία της τρέλας», παραπέμποντας, πλαγίως, στον Γκράμσι. Τη φόρμουλα αυτή, τέλος, ανακαλεί και η αμετανοησία, την οποία επικαλείται υπερήφανα και υψώνει καθοριστικά στον τίτλο του βιβλίου. Διότι, όπως λέει και ο ίδιος, ίσως να αποτελεί βεβαιότητα ότι θα υπάρχουν πάντοτε «οι μπάτσοι, οι καταδότες και οι ολοκληρωτισμοί», όπως επίσης ότι θα υπάρχουν πάντοτε, εν τω άμα, «και οι αντιστάσεις». Αυτό που, πάντως, δεν είναι βέβαιο, είναι ότι «οι πρώτοι θα θριαμβεύουν πάντοτε εις βάρος των άλλων».