Παρόλο που ο αγώνας εναντίον του φασισμού και του ναζισμού, εναντίον του ρατσισμού, του εθνικισμού και της ακροδεξιάς, δεν τελειώνει με μια δικαστική απόφαση, εν τούτοις η καταδίκη της Χρυσής Αυγής αποτελεί σταθμό. Είναι νίκη της δημοκρατίας, της δικαιοσύνης και του αντιφασιστικού κινήματος. Νίκη των «μελισσών», της κοινωνίας της ανθρωπιάς, της αλληλεγγύης και της ζωής. Ήττα των «λύκων», του κόσμου του μίσους, της βίας και του θανάτου.
Σύμφωνα με πανελλαδική έρευνα της Prorata, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, η πλειονότητα των πολιτών που ρωτήθηκαν εκτιμά ότι ο παράγοντας που συνέβαλε καταλυτικά στην καταδίκη του νεοναζιστικού κόμματος είναι η Δικαιοσύνη.
Δικαιοσύνη όμως δεν είναι μόνο οι δικαστές του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων, που εξέδωσαν την καταδικαστική απόφαση. Ούτε μόνο οι εισαγγελείς που άσκησαν την ποινική δίωξη, οι ανακριτές που διενήργησαν την ανάκριση, οι εφέτες που συνέταξαν το παραπεμπτικό βούλευμα.
Δύο από στους κυριότερους παράγοντες της ιστορικής δίκης, που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην καταδίκη της Χρυσής Αυγής, είναι οι μάρτυρες κατηγορίας και οι δικηγόροι της πολιτικής αγωγής.
Στην εποχή του «ωχ, αδερφέ», του «δε βαριέσαι» και του «εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα;», κάποιοι πολίτες, οι μάρτυρες που προσήλθαν στο δικαστήριο για να στηρίξουν την κατηγορία, επέλεξαν συνειδητά να μη γίνουν οι «κυρ-Παντελήδες» της εποχής και της κοινωνίας μας.
Δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι της επιστήμης, του πολιτισμού και της δημοσιογραφίας, που με τη γνώση, την εμπειρία και την έρευνά τους συνεισέφεραν στη δίκη σημαντικά στοιχεία και κατέδειξαν τον εγκληματικό χαρακτήρα της Χρυσής Αυγής. Ήταν πρώτα-πρώτα τα ίδια τα θύματα της αιματηρής δράσης της ναζιστικής συμμορίας: οι Αιγύπτιοι ψαράδες και οι συνδικαλιστές του ΠΑΜΕ, που περιέγραψαν αναλυτικά στο δικαστήριο τις δολοφονικές επιθέσεις που δέχθηκαν από τα τάγματα εφόδου. Ήταν, έπειτα, οι πρώην χρυσαυγίτες, που κατέθεσαν, άλλοι υπό το καθεστώς του προστατευόμενου μάρτυρα και άλλοι αυτοπρόσωπα στο δικαστήριο, για τη στρατιωτική εκπαίδευση των μελών της οργάνωσης, τη ναζιστική ιδεολογία της και την κάθετη ιεραρχική της δομή. Ήταν οι αυτόπτες μάρτυρες της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα, οι φίλοι του και οι δυο φοιτήτριες που τυχαία βρέθηκαν εκεί, που εξιστόρησαν με συγκλονιστικές λεπτομέρειες τη δολοφονική επίθεση που δέχθηκε. Ήταν, τέλος, πρώτη απ’ όλους, η συγκλονιστική μάνα, η Μάγδα Φύσσα, που ήταν παρούσα σε καθεμιά από τις πάνω από 450 συνεδριάσεις του δικαστηρίου, που έκανε τον πόνο της αντιφασιστική κραυγή και έγινε σύμβολο του αγώνα για δημοκρατία και δικαιοσύνη.
Όλοι αυτοί οι άνθρωποι, πολλοί από τους οποίους δεν είχαν ποτέ πατήσει στη ζωή τους σε δικαστήριο, νίκησαν τον φόβο, αγνόησαν τις συμβουλές των φρονίμων και τις απειλές των αγρίων, δεν υποχώρησαν μπροστά στις λεκτικές επιθέσεις και τους τραμπουκισμούς των χρυσαυγιτών, αντιμετώπισαν με ψυχραιμία τα υποτιμητικά σχόλια και τις λοιδορίες των δικηγόρων υπεράσπισης. Στάθηκαν όρθιοι, κατέθεσαν με εντιμότητα και ειλικρίνεια όσα γνώριζαν, αποκάλυψαν τους εγκληματίες, βοήθησαν με τις μαρτυρίες τους το δικαστήριο να καταλήξει στην καταδικαστική του απόφαση.
Οι δικηγόροι της πολιτικής αγωγής έφεραν σε πέρας ένα τιτάνιο έργο. Συγκέντρωσαν, μελέτησαν και κυριολεκτικά τιθάσευσαν ένα τεράστιο αποδεικτικό υλικό, το οποίο οργάνωσαν και παρουσίασαν στο δικαστήριο. Αντέκρουσαν τις ενστάσεις και τους ισχυρισμούς της υπεράσπισης των κατηγορουμένων με μαχητικότητα και στιβαρά νομικά και ουσιαστικά επιχειρήματα. Εξέτασαν τους μάρτυρες κατηγορίας και υπεράσπισης με ευπρέπεια και μοναδικό στόχο την αποκάλυψη της αλήθειας. Υπέμειναν τη στρεψοδικία και κωλυσιεργία των συνηγόρων υπεράσπισης (επί μήνες π.χ. αναγινώσκονταν στο ακροατήριο όλες οι άσχετες με την υπόθεση ερωτήσεις που κατέθεσαν στη Βουλή οι χρυσαυγίτες βουλευτές). Ένιωσαν πολλές φορές τη μοναξιά στο δικαστήριο, όταν παρούσα στο ακροατήριο ήταν μόνο η Μάδα Φύσσα. Υπέστησαν τις λεκτικές -και όχι μόνο- επιθέσεις των θαυμαστών του Χίτλερ και του Γκαίμπελς. Αποδόμησαν πλήρως τη θλιβερή αθωωτική εισαγγελική πρόταση. Συγκλόνισαν με τις αγορεύσεις τους. Παρά τις διαφορετικές πολιτικές και ιδεολογικές τους αφετηρίες και τις διαφορετικές υποθέσεις που χειρίζονταν, συνεργάστηκαν αρμονικά, παραμερίζοντας προσωπικούς εγωισμούς (τόσο συνηθισμένους στο επάγγελμα), συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο και αποτελώντας έτσι μια δυνατή δικηγορική ομάδα.
Και το κυριότερο: κατάφεραν όχι μόνο να στοιχειοθετήσουν και να αποδείξουν τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας του Παύλου Φύσσα, της απόπειρας ανθρωποκτονίας των Αιγύπτιων ψαράδων και της βαριάς σωματικής βλάβης των συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ και να υποδείξουν τους δράστες, αλλά ξετύλιξαν όλο το κουβάρι της εγκληματικής δράσης της Χρυσής Αυγής, συνέδεσαν τα νήματα αυτών και άλλων υποθέσεων, όπου είχαν εμπλοκή τα μέλη της ναζιστικής συμμορίας, και έπεισαν το Δικαστήριο ότι η Χρυσή Αυγή αποτελεί εγκληματική οργάνωση, δηλαδή μια οργάνωση επιχειρησιακά δομημένη και με διαρκή εγκληματική δράση, που επιδιώκει την τέλεση κακουργημάτων. Κι αυτό έχει τεράστια σημασία. Διότι, χωρίς τη στοιχειοθέτηση του συγκεκριμένου εγκλήματος, η ηγετική ομάδα της Χρυσής Αυγής θα έμενε ατιμώρητη.
Επί πεντέμισι χρόνια, σε κάθε δικάσιμο, οι δικηγόροι της πολιτικής αγωγής έδιναν τη μάχη ενάντια στο φασισμό με γενναιότητα και ανιδιοτέλεια. Μέσα από μια βασανιστική διαδικασία. Με μεγάλο ψυχικό και οικονομικό κόστος. Σε βάρος της προσωπικής και οικογενειακής τους ζωής. Σε βάρος των επαγγελματικών τους συμφερόντων.
Και δεν έμειναν μόνο στην αίθουσα του δικαστηρίου. Έγραψαν άρθρα, έδωσαν συνεντεύξεις, μίλησαν σε εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα, πληροφόρησαν την ελληνική κοινωνία για το τι πραγματικά είναι η Χρυσή Αυγή και το τι διακυβεύεται στη συγκεκριμένη δίκη. Κι αυτό σε μια εποχή που τα συστημικά ΜΜΕ δεν ασχολούνταν καθόλου με τη δίκη. Για να μη θυμηθούμε εκείνους τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους, τους ιεράρχες, που χάιδευαν τους φασίστες, συναγελάζονταν μαζί τους και, αν δεν παίνευαν τη δράση τους, τουλάχιστον την ανέχονταν.
Οι δικηγόροι βέβαια της πολιτικής αγωγής δεν συγκαταλέγονται στις «φίρμες της δικηγορίας», δεν ανήκουν σε πλούσιες δικηγορικές εταιρείες, δεν ξημεροβραδιάζονται σαν μαϊντανοί στα κανάλια, δεν είναι δικηγόροι των τραπεζικών και των μεγάλων επιχειρηματικών συμφερόντων. Είναι μαχόμενοι δικηγόροι του καθημερινού μόχθου, υπερασπιστές της δημοκρατίας, των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων των εργατών, των αγροτών, των βιοπαλαιστών, των φοιτητών, των φτωχών ανθρώπων, των προσφύγων και των μεταναστών. Είναι και οι ίδιοι κομμάτι του αντιφασιστικού κινήματος.
Σε όλους αυτούς τους ανθρώπους, τους μάρτυρες κατηγορίας και τους δικηγόρους της πολιτικής αγωγής, που ο χώρος δεν επιτρέπει να αναφερθούν ένας-ένας και μία-μία ονομαστικά, αξίζει ένα μεγάλο «ευχαριστώ» από ολόκληρη την ελληνική δημοκρατική κοινωνία αλλά και από το διεθνές αντιφασιστικό κίνημα. Και τους πρέπει ο δημόσιος έπαινος.