Την διαγραφή των απαράδεκτων όρων που έχουν τεθεί από την ΑΕ ΚΤΕΛ Θεσσαλονίκης στις συμβάσεις εργασίας των οδηγών που εκτελούν αστικά δρομολόγια στην πόλη της Θεσσαλονίκης ζητά με ανακοίνωση της η Λαϊκή Ενότητα Θεσσαλονίκης, σε συνέχεια της ανακοίνωσης διαμαρτυρίας των οδηγών της εταιρείας.
Παράλληλα η ΛΑΕ καλεί τα συναρμόδια υπουργεία και φορείς να παρέμβουν, ενώ δηλώνει ότι θα βρίσκεται στο πλευρό των οδηγών εργαζομένων στα ΚΤΕΛ, «οι οποίοι πρέπει να αντισταθούν στις απαράδεκτες, από κάθε άποψη, μεθοδεύσεις των εργοδοτών τους».
Αναλυτικά η ανακοίνωση της ΛΑΕ Θεσσαλονίκης:
«Σοκάρουν οι αποκαλύψεις για τους απαράδεκτους, αντεργατικούς όρους που υπάρχουν στις συμβάσεις εργασίας των εργαζομένων οδηγών συμβασιούχων στην ΑΕ ΚΤΕΛ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ, τους οποίους δημοσιοποίησαν οι ίδιοι, μέσω της επιστολής που απηύθυναν στον ΟΣΕΘ, τον ΟΑΣΘ, το Υπ. Μεταφορών, προκειμένου να παρέμβουν επιτέλους.
Οι όροι εργασίας τους καταδεικνύουν με τον πιο ζοφερό τρόπο, την εργασιακή ζούγκλα που επικρατεί στον κόσμο της εργασίας στη χώρα μας, καθώς και την απόλυτη αυθαιρεσία των εργοδοτών, την οποία τους παρέχει όλο το αντεργατικό μνημονιακό νομικό πλαίσιο που ψηφίζεται εδώ και δεκατρία χρόνια.
Οι εργαζόμενοι καταγγέλλουν ότι, σύμφωνα με τις συμβάσεις εργασίας που αναγκάζονται να υπογράψουν, θα παραμένουν απλήρωτοι για όσο διάστημα η αναθέτουσα αρχή (βλέπε ΟΑΣΘ, ΟΣΕΘ) δεν καταβάλλει τα αντίστοιχα συμβατικά ποσά στην ΚΤΕΛ ΘΕΣ/ΚΗΣ ΑΕ, ότι λύεται χωρίς αποζημίωση η ατομική τους σύμβαση αν το ΚΤΕΛ (του οποίου η σύμβαση με τον ΟΑΣΘ έχει λήξει) δεν αναλάβει το τμήμα της αστικής συγκοινωνίας από τον ΟΑΣΘ-ΟΣΕΘ στο οποίο εργάζονται, ότι δε δικαιούνται καμιάς αποζημίωσης αν και όποτε το ΚΤΕΛ ΘΕΣ/ΚΗΣ αποφασίσει να λύσει τη σύμβασή τους πριν τη λήξη της, ότι απαγορεύεται να συζητούν με οποιονδήποτε τους όρους της εργασιακής τους σχέσης με την εταιρεία, ότι γίνεται παράνομη βιντεοσκόπησή τους, αποκρύπτεται έντεχνα πραγματικός εργασιακός χρόνος για τον οποίο δεν πληρώνονται και άλλοι παρόμοιοι όροι, που δημιουργούν ένα ασφυκτικό, αντεργατικό, εκμεταλλευτικό εργασιακό περιβάλλον για τους συμβασιούχους οδηγούς.
Να σημειώσουμε, ότι πριν από λίγο καιρό, οι εργαζόμενοι κατήγγειλαν το επίσης αδιανόητο, ότι δηλαδή οι ιδιοκτήτες της ΑΕ ΚΤΕΛ ΘΕΣ/ΚΗΣ τους πίεζαν να υπογράψουν νέες συμβάσεις, χωρίς να έχουν λήξει οι υφιστάμενες, στις οποίες θέτουν ως ρήτρα ότι απαγορεύεται στο μισθωτό να εργαστεί σε ανταγωνιστή της εργοδότριας εταιρείας και των θυγατρικών της, για ένα έτος από τη λήξη ή τη λύση της σύμβασής του, με ποινή την καταβολή από αυτόν ποινικής ρήτρας ποσού 100 ευρώ ημερησίως υπέρ της εργοδότριας εταιρείας, για κάθε μέρα εργασίας του στον ανταγωνιστή!
Είναι προκλητικό να επιτρέπεται τέτοια εργοδοτική ασυδοσία, ειδικά σε μια επιχείρηση που είναι μεν ιδιωτική, αλλά είναι παράλληλα κρατικοδίαιτη, αφού με ανάθεση από τον ΟΑΣΘ και την εκάστοτε κυβέρνηση, ούτε καν με δημόσιο διαγωνισμό, εκτελεί συγκοινωνιακό έργο, για το οποίο αποζημιώνεται από τα δικά μας χρήματα.
Οι παραπάνω κινήσεις των ιδιοκτητών του ΚΤΕΛ καταδεικνύουν την αναγκαιότητα και την ορθότητα της θέσης την οποία έχει η Λαϊκή Ενότητα-Α.Α., ότι οι συγκοινωνίες πρέπει να είναι δημόσιες, με εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, χωρίς καμμιά συμμετοχή ιδιώτη. Επιπλέον, καταδεικνύουν το πόσο έχουν αποθρασυνθεί οι εργοδότες, από το ξήλωμα, από όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις και την καθαρά προκλητική φιλοεργοδοτική πολιτική της Ν.Δ., σχεδόν κάθε νομικού πλαισίου που διασφάλιζε, σε κάποιο βαθμό, τη θέση των εργαζομένων.
Η Λαϊκή Ενότητα – Α.Α. Θεσσαλονίκης καλεί την κυβέρνηση, και ιδιαίτερα τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, τους Υπουργούς που έχουν την ευθύνη για τον ΟΑΣΘ, και είναι υπεύθυνοι για την τραγική κατάσταση που επικρατεί εδώ και χρόνια στον ΟΑΣΘ αλλά και τη Διοίκηση του ΟΑΣΘ που υπέγραψε τη σύμβαση παραχώρησης των λεωφορειακών γραμμών με τους ιδιοκτήτες των ΚΤΕΛ, καθώς και το Ε.Κ.Θ., να πάρουν άμεσα θέση και να απαιτήσουν να διαγραφούν όλοι οι απαράδεκτοι όροι από τις συμβάσεις των εργαζομένων στην ΑΕ ΚΤΕΛ ΘΕΣ/ΚΗΣ.
Δηλώνει ότι θα βρίσκεται στο πλευρό των οδηγών εργαζομένων στα ΚΤΕΛ, οι οποίοι πρέπει να αντισταθούν στις απαράδεκτες, από κάθε άποψη, μεθοδεύσεις των εργοδοτών τους».